πρόδομος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. [[πρόδομος]], -ον, Α<br />ο [[πρώτος]] [[χώρος]] της οικίας στον οποίο εισέρχεται [[κανείς]], [[προθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] που βρίσκεται [[εμπρός]] από κάποια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως ο [[πρόδομος]] του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω [[κοιλία]], ο [[πρόδομος]] του κόλπου, ο [[πρόδομος]] του λάρυγγα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από την [[οικία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κοιτώνας]] τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου [[αὐτόθι]] κοιμήσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] «[[δωμάτιο]], [[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οπισθό</i>-<i>δομος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. [[πρόδομος]], -ον, Α<br />ο [[πρώτος]] [[χώρος]] της οικίας στον οποίο εισέρχεται [[κανείς]], [[προθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] που βρίσκεται [[εμπρός]] από κάποια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως ο [[πρόδομος]] του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω [[κοιλία]], ο [[πρόδομος]] του κόλπου, ο [[πρόδομος]] του λάρυγγα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από την [[οικία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κοιτώνας]] τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου [[αὐτόθι]] κοιμήσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] «[[δωμάτιο]], [[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οπισθό</i>-<i>δομος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόδομος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από το [[σπίτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• [[πρόδομος]]:</b> -ον, [[δωμάτιο]] που βρίσκεται [[αμέσως]] [[μετά]] την <i>αὐλήν</i>· χρησιμοποιούναν ως [[ξενώνας]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδομος Medium diacritics: πρόδομος Low diacritics: πρόδομος Capitals: ΠΡΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pródomos Transliteration B: prodomos Transliteration C: prodomos Beta Code: pro/domos

English (LSJ)

ὁ,

   A chamber entered immediately from the fore-court, ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Il.9.473; ἐν προδόμῳ δόμου 24.673, Od.4.302: later, in temples, opp. ὀπισθόδομος, SIG247 I227 (Delph., iv B.C.):— also πρόδομον, τό, Inscr.Délos370.14(iii B.C.), CIG2754 (Aphrodisias).
πρόδομος, ον,

   A before the house, ἀοιδαί B.6.14; πυρή AP6.285 (Nicarch.): c. gen., Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων (πρόδρομος codd.) A.Fr.388(anap.).

German (Pape)

[Seite 717] vor dem Hause befindlich, Suid. ὁ, Vorhaus, Vorsaal, das Zimmer des Hauses, in welches man, von dem Hofe kommend, zuerst eintritt; ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων, Il. 9, 473, ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο, 24, 673, u. so oft als Ort zum Schlafen, wie die Halle benutzt; διὰ προδόμων, Eur. Or. 1495; auch in späterer Prosa, Luc. asin. 22; vgl. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδομος: ὁ, ἢ πρόδομον, τό, τὸ μέρος τῆς οἰκίας εἰς ὃ εἰσέρχεταί τις εὐθὺς ἐκ τῆς αὐλῆς, χρησιμεῦον ὡς κοιτὼν τῶν ξενιζομένων, ἑνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Ἰλ. Ι. 473· ἐν προδόμῳ δόμου Ἰλ. Ω. 673· τὸ αὐτὸ καὶ αἴθουσα, πρβλ. Ὀδ. Δ. 302 πρὸς 297· ― τὸ πρόδομον ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1233, 2754.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant la maison ; ὁ πρόδομος le vestibule.
Étymologie: πρό, δόμος.

English (Autenrieth)

vestibule, a portico before the house, supported by pillars (see plate III. D D, at end of volume), Il. 9.473, Od. 4.302, cf. Od. 8.57.

English (Slater)

πρόδομος,
   1 forecourt τεὸν πρόδομον (coni. Schr.: τεόν τε δόμον codd.: τε del. Wil.: γε δόμον Mosch) (P. 7.11) ]

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. πρόδομος, -ον, Α
ο πρώτος χώρος της οικίας στον οποίο εισέρχεται κανείς, προθάλαμος
νεοελλ.
χώρος που βρίσκεται εμπρός από κάποια κοιλότητα του σώματος, όπως ο πρόδομος του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω κοιλία, ο πρόδομος του κόλπου, ο πρόδομος του λάρυγγα κ.λπ.
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται μπροστά από την οικία
2. το αρσ. ως ουσ. ο κοιτώνας τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο», Ομ. Ιλ.)
β) ο πρόναος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δόμος «δωμάτιο, σπίτι» (πρβλ. οπισθό-δομος)].

Greek Monotonic

πρόδομος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από το σπίτι, σε Ανθ.
πρόδομος: -ον, δωμάτιο που βρίσκεται αμέσως μετά την αὐλήν· χρησιμοποιούναν ως ξενώνας, σε Όμηρ.