εὐτράπελος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτράπελος''': -ον, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, [[ἀγχίστροφος]], ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13˙ [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26˙ [[λόγος]] εὐτρ., [[δεξιός]], ἕτοιμος [[λόγος]] πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469˙ - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, [[ἄνευ]] σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, [[ὀξύς]], [[ζωηρός]], Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 ([[ἔνθα]] ἡ [[εὐτραπελία]] [[εἶναι]] [[μέση]] μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)˙ εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, [[ἀλλά]], β) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, = [[βωμολόχος]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. [[εὐτραπελία]] ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ἔπος]] εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186˙ μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, [[αὐτόθι]] 1. 178.
|lstext='''εὐτράπελος''': -ον, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, [[ἀγχίστροφος]], ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13· [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26· [[λόγος]] εὐτρ., [[δεξιός]], ἕτοιμος [[λόγος]] πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469· - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, [[ἄνευ]] σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, [[ὀξύς]], [[ζωηρός]], Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 ([[ἔνθα]] ἡ [[εὐτραπελία]] [[εἶναι]] [[μέση]] μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)· εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, [[ἀλλά]], β) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, = [[βωμολόχος]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. [[εὐτραπελία]] ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ἔπος]] εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186· μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, [[αὐτόθι]] 1. 178.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελος Medium diacritics: εὐτράπελος Low diacritics: ευτράπελος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: eutrápelos Transliteration B: eutrapelos Transliteration C: eftrapelos Beta Code: eu)tra/pelos

English (LSJ)

ον, (τρέπω)

   A easily turning or changing, of the Athenians, Ael.VH5.13; nimble, of apes, Id.NA5.26; in earlier Gr. always metaph., λόγος εὐ. a dexterous, ready plea, Ar.V.469 (lyr.). Adv. -λως dexterously, readily, without awkwardness, Th.2.41.    2 of persons, ready with an answer or repartee, witty, Arist.EN1108a24, 1128a10; εὐ. παρὰ τὰς συνουσίας Plb.23.5.7; τίτθη εὐ. Jul.Or.7.227a: Sup., Plb.9.23.3.    b in bad sense, jesting, ribald, Isoc.7.49; εὐτράπελόν ἐστι c. acc. et inf., it is ludicrous that... Plu.2.1062b.    3 tricky, dishonest, v.l. in Pi.P.4.105; εὐ. κέρδη time-serving arts, of flatterers, ib.1.92.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπελος: -ον, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, ἀγχίστροφος, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13· εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26· λόγος εὐτρ., δεξιός, ἕτοιμος λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469· - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, ἄνευ σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, ὀξύς, ζωηρός, Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 (ἔνθαεὐτραπελία εἶναι μέση μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)· εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7· ἀλλά, β) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολόχος, σκωπτικός, φλύαρος, ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. εὐτραπελία ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4· εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) δόλιος, πανοῦργος, ἔπος εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186· μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, αὐτόθι 1. 178.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui se tourne facilement :
I. souple, agile;
II. fig. 1 versatile;
2 souple d’esprit ; prompt aux réparties, d’humeur enjouée, qui plaisante agréablement ; en mauv. part moqueur, railleur : εὐτράπελόν ἐστι avec l’inf. PLUT c’est une moquerie de….
Étymologie: εὖ, τρέπω.

English (Slater)

εὐτράπελος, v. l. (P. 1.92), (P. 4.105) v. ἐντράπελος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐτράπελος, -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος
2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα»)
νεοελλ.
1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) φαιδρός, αστείος («ευτράπελο διήγημα»)
2. (το ουδ, ως ουσ.) τo εὐτράπελο
η φαιδρότητα, η γελοιότητα
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ., τὸ εὐτράπελον
η ευτραπελία
2. ευκίνητος, επιδέξιος
αρχ.
1. (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο αγχίστροφος
2. (για πιθήκους) ευκίνητος, ελαφρός
3. (με κακή σημ.) βωμολόχος, φλύαρος, σκωπτικός
4. δόλιος, πανούργος
5. φρ. α) «λόγος εὐτράπελος» — εύστροφος, αυτός που γίνεται με ετοιμότητα για υπεράσπιση ή δικαιολογία ενέργειας ή αποφάσεως
β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή κολακεία που γίνεται από αγάπη για το κέρδος («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», Πίνδ.).
επίρρ...
εὐτραπέλως (Α)
επιδέξια, με ετοιμότητα, χωρίς δυσκολία ή σκαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αοριστικό θ. τραπ- του ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (κατά τα ευπέμπε-λος, ευτρόχα-λος).
ΠΑΡ. ευτραπελία
αρχ.
ευτραπελεύομαι, ευτραπελίζομαι].

Greek Monotonic

εὐτράπελος: -ον (τρέπω),·
1. αυτός που εύκολα μεταστρέφεται ή αλλάζει, λόγος εὐτρ., επιδέξιος, δεξιοτεχνικός, αριστοτεχνικός, απολογητικός λόγος, απολογία, σε Αριστοφ.· επίρρ. -λως, με επιδεξιότητα, χωρίς αδεξιότητα ή δυσκολία, σε Θουκ. 2. α) έτοιμος προς απάντηση, ευφυής, πνευματώδης, Λατ. lepitus, σε Αριστ. β) με αρνητική σημασία, σκωπτικός, φλύαρος, αισχρός, πρόστυχος, σε Ισοκρ.
3. πανούργος, δόλιος, ανέντιμος, κακοήθης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπελος: (ᾰ)
1) ловкий, изворотливый (λόγος Arph.);
2) остроумный, тонкий (ἐν ταῖς διαγωγαῖς Arst.; εὐ. καὶ φιλάνθρωπος Polyb.);
3) насмешливый (εὐ. καὶ σκώπτειν δυνάμενος Isocr.);
4) нелепый, вздорный Plut.;
5) хитрый, плутоватый (κέρδη Pind.).