πωλέομαι: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(2b) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to come, go whithersoever frequently</b><br />See also: s. [[πέλομαι]]. | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to come, go whithersoever frequently</b><br />See also: s. [[πέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πωλέομαι]], [Frequent. of πολέομαι]<br />to go up and [[down]], go to and fro, Lat. versari in [[loco]]: [[hence]], to go or [[come]] [[frequently]], εἰς ἀγορὴν [[πωλέσκετο]] Il.; εἰς ἡμέτερον [[δῶμα]] πωλεύμενοι Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. πωλεῦμαι, used by Hom. in 2sg.
A πώλεαι Od.4.811; part. πωλεύμενος 2.55 (also in A.Pr.645): impf. πωλεύμην Od.22.352, πωλεῖτο 9.189; Ion. impf. πωλέσκετο Il.1.490, Od.11.240: fut. πωλήσομαι h.Ap.329, Ep. 2sg. πωλήσεαι Il.5.350:—Ep. Verb, prop. Frequentat. of πολέομαι, go up and down or to and fro: hence, go or come frequently, οὔτε ποτ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο... οὔτε ποτ' ἐς πόλεμον Il.1.490, cf. 5.350, 788; εἰς ἡμέτερον [δῶμα] πωλεύμενοι ἤματα πάντα Od.2.55, cf. 22.352; πωλεῖταί τις δεῦρο 4.384; ἐνθάδε h.Ap.170; ἔνθα καὶ ἔνθα h.Ven.80; μετ' ἄλλους Od.9.189; εἰς εὐνήν h.Ap.329; ἐπ' Ἐνιπῆος ῥέεθρα Od.11.240; π. μετὰ πᾶσι τετιμένος Emp.112.5; περὶ πόλιν πωλεύμενος Archil.46; ἀγγελίην (prob.) πωλεῖται ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης she goes on a message, Hes.Th.781; ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας A.l.c.
German (Pape)
[Seite 826] (πέλομαι), dep. pass., sich an einem Orte herumdrehen, sich häufig an einem Orte befinden oder verkehren, bes. häufig nach einem Orte, zu Einem hingehen, hinkommen; οἱ δ' εἰς ἡμέτερον (δῶμα) πωλεύμενοι ἤματα πάντα, Od. 2, 55. 17, 534; οὔτε ποτ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο κυδιάνειραν, οὔτε ποτ' εἰς πόλεμον, Il. 1, 490, und so. öfter in der Iterativform; ἐπ' Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα, Od. 11, 240; auch πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων, 4, 384; und in der Form πώλεο für ἐπωλέεο, 4, 811; ἐνθάδε, H. h. Apoll. 170; ἔνθα καὶ ἔνθα, h. Ven. 80; μετ' ἄλλους, Od. 9, 189; ἀγγελίης πωλεῖται, sie geht wegen Botschaft, Hes. Th. 781. – Bes. vom Handel u. Wandel, vom Handelsverkehr, wie es im Solonischen Gesetze bei Lys. 10, 19 von den Huren heißt ὅσαι δὲ πεφασμένως πωλοῦνται, wo Bekker πελοῦνται aufgenommen hat (vgl. Lob. Phryn. 584), u. nachher vom Redner selbst durch βαδίζειν erklärt wird, wie bei Plut. Sol. 23 durch φοιτάω. Vgl. π ολέομαι u. πωλέω.
Greek (Liddell-Scott)
πωλέομαι: Ἰωνικ. πωλεῦμαι, εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ μετοχῇ, πωλεύμενος (εὕρηται ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλου Πρ. 645), καὶ παρατ. πωλεύμην Ὀδ. Χ. 352· πωλέο Ὀδ. Δ. 811· πωλεῖτο Ι. 189· ὡσαύτως Ἰωνικ. παρατατ. πωλέσκετο Ἰλ. Α. 490. Ὀδ. Λ. 240· - μέλλ. πωλήσομαι Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 329, Ἐπικ. β´ ἑνικ. πωλήσεαι Ἰλ. Ε. 350. (Ρῆμα Ἐπικόν, κυρίως θαμιστικὸν τοῦ πολέομαι, ὡς τὸ πωτάομαι τοῦ πέτομαι, τὸ στρωφάω τοῦ στρέφω, κτλ., πρβλ. πωλέω, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 584), περιφέρομαι, διατρίβω περί τι, Λατ. versari in loco, ὅθεν, συχνάκις ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνομαι, φοιτῶ που πολλάκις, συχνάζω, οὔτε ποτ’ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο…, οὔτε ποτ’ ἐς πόλεμον Ἰλ. Α. 490, πρβλ. Ε. 350, 788· εἰς ἡμέτερον [[[δῶμα]]] πωλεύμενοι ἥματα πάντα Ὀδ. Β. 55, πρβλ. Ρ. 534., Χ. 352· πωλεῖταί τις δεῦρο Δ. 384· ἐνθάδε Ὕμν. Ὁμήρ. εἰς Ἀπόλλ. 170· ἔνθα καὶ ἔνθα Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 80· μετ’ ἄλλους Ὀδ. Ι. 189· οὕτω, π. μετά τισι Ἐμπεδ. 401· περὶ πόλιν πωλεύμενος Ἀρχίλ. 43 μετὰ γεν., ἀγγελίης πωλεῖται ἐπὶ νῶτα θαλάσσης, πορεύεται ὡς ἄγγελος ἢ χάριν ἀγγελίας, Ἡσ. Θεογ. 781. ΙΙ. ὁδεύω ὁδόν τινα ἢ ἄγω βίον, μάλιστα ἐπὶ πόρνης, κύβδ’ ἔην πωλευμένη Ἀρχίλ. 32 [5] (κατὰ τὸν Toup.), ἔνθα νῦν: κύβδα δ’ ἦν πονευμένη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεῖται· συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται, τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς πωλεῖσθαι περνᾶσθαι λέγουσι».
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. πολήσομαι, ao. et pf. inus.
aller et venir ; venir souvent, fréquenter : εἰς ἀγορήν, ἐς πόλεμον IL aller à l’assemblée, au combat (cf. lat. versari).
Étymologie: v. πωλέω.
English (Autenrieth)
(frequentative of πέλομαι), πώλε(αι), part. πωλεύμενοι, ipf. πωλεύμην, -εῖτο, iter. πωλέσκετο, fut. πωλήσομαι: frequent a place, go and come to or among, consort with.
Greek Monotonic
πωλέομαι: Ιων. πωλεῦμαι· Επικ., παρατ. πωλεύμην, βʹ ενικ. πωλέο, Ιων. γʹ ενικ. πωλέσκετο· μέλ. πωλήσομαι, Επικ. βʹ ενικ. πωλήσεαι· θαμιστικό του πολέομαι· πηγαίνω πέρα-δώθε, περιφέρομαι, τριγυρίζω, συχνάζω, Λατ. versari in loco· απ' όπου, πηγαινοέρχομαι, τριγυρίζω συχνά, συχνάζω, συναναστρέφομαι, εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ἡμέτερον (δῶμα) πωλεύμενοι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πωλέομαι: I (ион. part. praes. πωλεύμενος, ион. impf. πωλεύμην) хаживать, приходить, посещать, бывать (οὔτε ποτ᾽ εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο οὔτε ποτ᾽ ἐς πόλεμον Hom.): π. ἔνθα καὶ ἔνθα HH расхаживать туда и сюда; π. μετ᾽ ἄλλους Hom. общаться с другими.
II med.-pass. к πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλέομαι [πέλομαι] poët. Ion. praes. πωλεῦμαι, ep. 2 sing. πωλέαι, ptc. πωλεύμενος; ep. imperf. πωλεύμην, 3 sing. πωλεῖτο, iter. πωλέσκετο; fut. 2 sing. πωλήσεαι, Aeol. 3 plur. πώλενται, geregeld komen, geregeld gaan:. εἰς ἀγορήν π. naar de vergadering gaan Il. 1.490; μετ ’ ἄλλους π. in de nabijheid van anderen komen Od. 9.189; εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα alle dagen naar ons paleis komend Od. 2.55; ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμούς nachtelijke visioenen die mijn meisjeskamer bezoeken Aeschl. PV 645.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to come, go whithersoever frequently
See also: s. πέλομαι.
Middle Liddell
πωλέομαι, [Frequent. of πολέομαι]
to go up and down, go to and fro, Lat. versari in loco: hence, to go or come frequently, εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο Il.; εἰς ἡμέτερον δῶμα πωλεύμενοι Od.