κλῆμα: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(1ba) |
(1b) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κλῆμα]], ατος, τό, [[κλάω]]<br />a [[vine]]-[[twig]], [[vine]]-[[branch]], Lat. [[palmes]], Ar., Plat.: [[generally]], a [[cutting]], [[slip]], Xen.: —metaph., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου Dem.:— the [[vine]]-[[switch]] of the Roman centurions, Lat. [[vitis]], Plut. | |mdlsjtxt=[[κλῆμα]], ατος, τό, [[κλάω]]<br />a [[vine]]-[[twig]], [[vine]]-[[branch]], Lat. [[palmes]], Ar., Plat.: [[generally]], a [[cutting]], [[slip]], Xen.: —metaph., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου Dem.:— the [[vine]]-[[switch]] of the Roman centurions, Lat. [[vitis]], Plut. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κλῆμα''': (ion. att.),<br />{klē̃ma}<br />'''Forms''': äol. [[κλᾶμμα]] (Alk.; mit Verdoppelung des μ, s. Hamm Gramm. zu Sappho und Alkaios par. 73c); κλαμα n. (eher [[κλᾶμα]] als κλάμα) [[Bruchstück]], [[κλάσμα]] (Aigina V<sup>a</sup>).<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': ‘Zweig (der Weinrebe), Schößling, Weinranke’; auch Pflanzenname, [[Polygonum aviculare]] (Dsk.; Strömberg Theophrastea 184)<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[κληματίς]], -ίδος f. ‘Zweig der Weinrebe, Reis, Reisig(bündel)’ (ion. att.), auch N. verschiedener rebenähnlicher Pflanzen wie Clematis vitalba (Dsk. u. a.); [[κληματῖτις]] f. Pflanzen(bei)name (Dsk.; Redard Les noms grecs en -της 73); [[κλημάτινος]] [[aus Weinranken bestehend]] (Thgn. usw.), [[κληματόεις]] ib. (Nik.), [[κληματώδης]] [[voll von Zweigen]], [[weinrebenähnlich]] (Dsk., Gal.), [[κληματικός]] [[zur Weinranke gehörig]] (Gloss.). Denominative Verba: [[κληματόομαι]] [[Schößlinge treiben]] (S., Thphr.), [[κληματίζω]] [[Weinstöcke beschneiden]] (LXX).<br />'''Etymology''' : Zu [[κλάω]] (s. d.), aber im Ablaut davon abweichend und zu lat. ''clā''-''d''-''ēs'' [[Verletzung]], [[Schaden]] u. a. stimmend; vgl. zu [[κλῆρος]]. Verfehlt Prellwitz KZ 47, 302.<br />'''Page''' 1,872 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 2 October 2019
English (LSJ)
ατος, τό, Aeol. κλᾶμμα (q.v.),
A twig or branch, esp. vinetwig, Ar.Ec.1031, Hp.Epid.4.50, 6.3.8, Thphr.HP2.5.5, CP3.14.6, al.; ἀμπέλου κ. Pl.R.353a: generally, cutting, slip, ὁ βλαστὸς τοῦ κ. X.Oec.19.8, cf. Arist.HA550b8: metaph., ἀνατετμήκασί τινες τὰ κ. τὰ τοῦ δήμου D.ap.Aeschin.3.166; of the navel string, πεῖσμα καὶ κ. τῷ γεννωμένῳ καρπῷ Democr.148. 2 vine-switch, cane, carried by Roman centurions, Lat.vitis, Plu.Galb.26, etc. II = πιτυοῦσσα, Dsc.4.165; = πολύγονον, Plin.HN27.113. III = ὑπόδημα, Hsch.; cf. κλείματα.
German (Pape)
[Seite 1450] τό (κλάω), wie κλάδος u. κλών, Schößling, junger Zweig, den man abbricht, um ihn auf einen andern Stamm zu propfen, Propfreis, Xen. Oec. 19, 8; bes. vom Weinstocke, eine Weinrebe, -ranke, ἀμπέλου Plat. Rep. I, 353 a; Ar. Eccl. 1031 u. A.; auch übertr., ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ἀνατετμήκασί τινες τὰ κλήματα τὰ τοῦ δήμου Aesch. 3, 166, als Wort des Dem. angeführt. – Bei den Römern die Weinrebe, welche die Centurionen als Stock tragen, Plut. Galb. 26, u. öfter übh. Ruthe, Reiser.
Greek (Liddell-Scott)
κλῆμα: τό, (κλάω) = κλάδος, κλών, κυρίως κλάδος ἀμπέλου ὡς καὶ νῦν, Λατ. palmes, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031· ἀμπέλου κλ. Πλάτ. Πολ. 353Α· καθόλου τεμάχιον κοπέν, ἐμβολάς, Ξεν. Οἰκ. 19, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 10· ― μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου Δημ. παρὰ Αἰσχίν. 77. 27· ― ἡ ἐκ κληματίδος ῥάβδος τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου («βίτσα» κοινῶς), Λατ. vitis, Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ πιτυοῦσσα, Διοσκ. 4. 166· ἢ τοῦ φυτοῦ πολύγονον, Πλίν. 27. 91.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sarment, cep ou branche de vigne ; fig. τὰ κλήματα τοῦ δήμου DÉM les sarments, càd la force du peuple ; baguette des centurions romains faite d’un sarment de vigne;
2 jeune pousse, bouture.
Étymologie: DELG κλάω.
English (Strong)
from κλάω; a limb or shoot (as if broken off): branch.
English (Thayer)
κληματος, τό (from κλάω, which see), equivalent to κλάδος, a tender and flexible branch; specifically, the shoot or branch of a vine, a vine-sprout: Aristophanes Ecclesiastes 1031; Aeschines in Ctesias (401 B.C.>), p. 77,2; Theophrastus, h. pl. 4,13, 5; ἀμπέλου κλῆμα, Plato, rep. i., p. 353a.; the Sept., Joel 1:7).
Greek Monolingual
(I)
κλῆμα, ἡ (Μ)
γλέντι, συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < παλ. γαλλ. cleime].
(II)
το (AM κλῆμα, Α αιολ. τ. κλᾱμμα)
1. καθένα από τα κλαδιά του φυτού της αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα (α. «ἀμπέλου κλῆμα», Πλάτ.
β. «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα», ΚΔ)
2. το φυτό άμπελος («διά κλήμα αμάραντον ευρήκαμεν τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν», Καισ. Δαπ.)
3. το στέλεχος, ο κορμός του φυτού άμπελος, κούτσουρο, κούρβουλο
νεοελλ.
παροιμ. α) «ήτανε στραβό το κλήμα το 'φαγε κι ο γάιδαρος» — λέγεται για επιδείνωση μιας ήδη άσχημης κατάστασης
β) «χίλια κλήματα δέκα σταφύλια» — για εκείνους που υπερηφανεύονται χωρίς να έχουν αξία
αρχ.
1. τρυφερό κλαδί δέντρου
2. μόσχευμα που κόβεται από ένα φυτό και μπολιάζεται σε άλλο
3. ο ομφάλιος λώρος («πεῖσμα καὶ κλῆμα τῷ γεννωμένῳ καρπῷ», Δημόκρ.)
4. (στη Ρώμη) η κλημάτινη ράβδος του Ρωμαίου εκατοντάρχου («τὸ κλῆμα πρώτον, ᾧ κολάζουσιν ἑκατοντάρχαι τοὺς πληγῶν δεομένους», Πλούτ.)
5. το φυτό πιτυοῡσσα
6. το φυτό πολύγονον
7. (κατά τον Ησύχ.) «κλῆμα
ὑπόδημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ «σπάζω»].
Greek Monotonic
κλῆμα: -ατος, τό (κλάω)· κλαδί αμπελιού, Λατ. palmes, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, τεμάχιο, εμβολή, σε Ξεν.· μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου, σε Δημ.· η από κλήμα ράβδος του Ρωμαίου εκατόνταρχου, Λατ. vitis, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῆμα -ατος, τό [κλάω] tak, spec. wijnrank. stok, staf, van Romeinse centurio ( Lat. vitis ).
Russian (Dvoretsky)
κλῆμα: ατος τό κλάω II]
1) побег (отломанный для прививки), черенок Xen., Arst.;
2) ветвь (ἀμπέλου Plat., NT);
3) (лат. vitis) трость римского центуриона Plut.;
4) перен. молодой побег, молодая сила (τὰ κλήματα τοῦ δήμου Dem.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: twig (of the vine), sprout, tendril (of the vine) (IA.); also plant-name, Polygonum aviculare (Dsc.; Strömberg Theophrastea 184); κλαμα n. (rather κλᾶμα than κλάμα) fragment, κλάσμα (Aigina Va).
Other forms: Aeol. κλᾶμμα (Alc.; wit double μ, s. Hamm Gramm. zu Sappho und Alkaios par. 73c)
Derivatives: κληματίς, -ίδος f. twig of the vine, faggot (IA.), also name of several plants like Clematis vitalba (Dsc.); κληματῖτις f. plant-name (Dsc.; Redard Les noms grecs en -της 73); κλημάτινος consisting of (vine-)twigs (Thgn.), κληματόεις id. (Nic.), κληματώδης full of twigs, like vine-branches (Dsc., Gal.), κληματικός belonging to a vine-branch (Gloss.). Denomin. verbs: κληματόομαι sprouting (S., Thphr.), κληματίζω clip vines (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connected with κλάω (s. v.?), but with diff. ablaut and agreeing with Lat. clā-d-ēs damage, but this meaning does not fit a sprout. For κλάω we did not find evidence for a long α. I concluded that the verb is rather of Pre-Greek origin.The form κλάσμα may rather belong to κλάω. Cf. on κλῆρος. Wrong Prellwitz KZ 47, 302.
Middle Liddell
κλῆμα, ατος, τό, κλάω
a vine-twig, vine-branch, Lat. palmes, Ar., Plat.: generally, a cutting, slip, Xen.: —metaph., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου Dem.:— the vine-switch of the Roman centurions, Lat. vitis, Plut.
Frisk Etymology German
κλῆμα: (ion. att.),
{klē̃ma}
Forms: äol. κλᾶμμα (Alk.; mit Verdoppelung des μ, s. Hamm Gramm. zu Sappho und Alkaios par. 73c); κλαμα n. (eher κλᾶμα als κλάμα) Bruchstück, κλάσμα (Aigina Va).
Grammar: n.
Meaning: ‘Zweig (der Weinrebe), Schößling, Weinranke’; auch Pflanzenname, Polygonum aviculare (Dsk.; Strömberg Theophrastea 184)
Derivative: Ableitungen: κληματίς, -ίδος f. ‘Zweig der Weinrebe, Reis, Reisig(bündel)’ (ion. att.), auch N. verschiedener rebenähnlicher Pflanzen wie Clematis vitalba (Dsk. u. a.); κληματῖτις f. Pflanzen(bei)name (Dsk.; Redard Les noms grecs en -της 73); κλημάτινος aus Weinranken bestehend (Thgn. usw.), κληματόεις ib. (Nik.), κληματώδης voll von Zweigen, weinrebenähnlich (Dsk., Gal.), κληματικός zur Weinranke gehörig (Gloss.). Denominative Verba: κληματόομαι Schößlinge treiben (S., Thphr.), κληματίζω Weinstöcke beschneiden (LXX).
Etymology : Zu κλάω (s. d.), aber im Ablaut davon abweichend und zu lat. clā-d-ēs Verletzung, Schaden u. a. stimmend; vgl. zu κλῆρος. Verfehlt Prellwitz KZ 47, 302.
Page 1,872