ἐπίγειος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(c1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπί-γειος, ον [γέα, = γῆ]<br />[[terrestrial]], Plat. | |mdlsjtxt=ἐπί-γειος, ον [γέα, = γῆ]<br />[[terrestrial]], Plat. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':™p⋯geioj 誒披-給哦士<p>'''詞類次數''':形容詞(7)<p>'''原文字根''':在上-土地<p>'''字義溯源''':現世的,屬世的,屬地的,世上的,地上的,在地上;由([[ἐπί]])*=在⋯上,在)與([[γῆ]])*=地)組成<p/>'''出現次數''':總共(7);約(1);林前(2);林後(1);腓(2);雅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 地上的(3) 林前15:40; 腓2:10; 腓3:19;<p>2) 屬地的(1) 雅3:15;<p>3) 地上(1) 林後5:1;<p>4) 在地上(1) 林前15:40;<p>5) 地上的事(1) 約3:12 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A on or of the earth, terrestrial, ζῷα Pl.R.546a; βροτοί IG14.1571; opp. ὑπόγειος, PMag.Par.1.3043 (iii A.D.), etc. 2. creeping, of plants, Thphr.HP3.18.6,6.2.2, al.; but land-plants, opp. water-plants, Arist.PA681a21; living on the ground, [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.HA633b1, PA657b24. 3. neut. pl., ἐπίγεια ground-floor, opp. πύργος διώρυφος, PPetr.2p.20 (iii B.C.). II. Subst. ἐπίγειον, τό, misspelling of ἐπίγυον, v.l. in Ar.Fr.80,426. (Cf. ἐπίγαιος.)
German (Pape)
[Seite 932] an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt, Plat. Rep. VIII, 546 a; ἄνθρωπος Ax. 368 b, βροτοί Ep. ad. 710 c (App. 369). Am Boden, niedrig, φυτόν Philo; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγειος: -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. ἐπίγαιος. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, καλῴδιον ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. πρυμνήσιος), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται ἐπίγυιον παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν ὡσαύτως καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. ἀπόγαιος. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur la terre :
1 qui vit sur la terre;
2 qui se traîne à terre, rampant en parl. de plantes.
Étymologie: ἐπί, γῆ.
Spanish
English (Strong)
from ἐπί and γῆ; worldly (physically or morally): earthly, in earth, terrestrial.
English (Thayer)
ἐπιγειον (ἐπί and γῆ), existing upon the earth, earthly, terrestrial: οἰκία, the house we live in on earth, spoken of the body with which we are clothed in this world, σώματα ἐπίγεια, opposed to ἐπουράνια, οἱ ἐπιγειοι (opposed to οἱ ἐπουράνιοι and οἱ καταχτονιοι), those who are on earth, the inhabitants of the earth, men, τά ἐπίγεια, things done on earth, spoken of the new birth wrought by the Holy Spirit, τά ἐπίγεια φόνειν, to set the mind on the pleasures and good things of earth, σοφία ἐπίγειος (opposed to ἡ ἄνωθεν κατερχομένη), the wisdom of Prayer of Manasseh , liable to error and misleading, Plato down; nowhere in the O. T.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπίγειος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους])
2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό)
3. (για βλαστούς φυτών) εκείνος που βρίσκεται πάνω από το έδαφος (σε αντίθεση προς τον υπόγειο)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επίγεια
τα υλικά αγαθά (σε αντίθεση προς τα επουράνια)
αρχ.
1. (για φυτά) εκείνος που έρπει στη γη
2. (για πτηνά) εκείνος που δεν πετάει αλλά ζει κυρίως στο έδαφος
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το επίγειον
το ισόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γειος < γη].
Greek Monotonic
ἐπίγειος: -ον (γέα=γῆ), επίγειος, γήϊνος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίγειος:
1) наземный, живущий на земле (ζῷα Plat.; πέρδιξ Arst.);
2) стелющийся по земле (φυτά Arst.);
3) земной, т. е. вещественный, смертный (βροτοί Anth.; σοφία NT): οἱ ἐπίγειοι NT = οἱ ἄνθρωποι.
Middle Liddell
ἐπί-γειος, ον [γέα, = γῆ]
terrestrial, Plat.
Chinese
原文音譯:™p⋯geioj 誒披-給哦士詞類次數:形容詞(7)
原文字根:在上-土地
字義溯源:現世的,屬世的,屬地的,世上的,地上的,在地上;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(γῆ)*=地)組成
出現次數:總共(7);約(1);林前(2);林後(1);腓(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 地上的(3) 林前15:40; 腓2:10; 腓3:19;
2) 屬地的(1) 雅3:15;
3) 地上(1) 林後5:1;
4) 在地上(1) 林前15:40;
5) 地上的事(1) 約3:12