крепкий: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(3)
 
(DvTab)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[πύργινος]], [[μάργος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[βαθύς]], [[ἔπακμος]], [[πλήκτης]], [[πρίνινος]], [[λιπαρός]], [[ἐπιτελεστικός]], [[στομωτός]], [[εὐεκτικός]], [[σφενδάμνινος]], [[ἀδινός]], [[σῶκος]], [[ἀλκαῖος]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρρωμένος]], [[πηγός]], [[βριαρός]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[ταλαύρινος]], [[ἁδρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἐρισθενής]], [[κραταιός]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[εὔτονος]], [[ἀσταγής]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀστεμφής]], [[νήγρετος]], [[ἄρρηκτος]], [[ζωρός]], [[ἀαγής]], [[χλούνης]], [[δριμύς]], [[στιβαρός]], [[πυκνός]], [[ἰνώδης]], [[αἰζηός]], [[αἰζήϊος]], [[σφοδρός]], [[ἔμπεδος]], [[κραταίπεδος]], [[εὐρύνωτος]], [[πραγματικός]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[εὔρωστος]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[κραταιγύαλος]], [[στερεός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[παχύς]], [[ἀτενής]], [[ἐμβριθής]], [[εὔφορος]], [[στιπτός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐπαγής]], [[τετράγωνος]], [[πλατύς]], [[θαλερός]], [[ἀντίτυπος]]
|rueltext=[[ἐχυρός]], [[πύργινος]], [[μάργος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[βαθύς]], [[ἔπακμος]], [[πλήκτης]], [[πρίνινος]], [[λιπαρός]], [[ἐπιτελεστικός]], [[στομωτός]], [[εὐεκτικός]], [[σφενδάμνινος]], [[ἀδινός]], [[σῶκος]], [[ἀλκαῖος]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρρωμένος]], [[πηγός]], [[βριαρός]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[ταλαύρινος]], [[ἁδρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἐρισθενής]], [[κραταιός]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[εὔτονος]], [[ἀσταγής]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀστεμφής]], [[νήγρετος]], [[ἄρρηκτος]], [[ζωρός]], [[ἀαγής]], [[χλούνης]], [[δριμύς]], [[στιβαρός]], [[πυκνός]], [[ἰνώδης]], [[αἰζηός]], [[αἰζήϊος]], [[σφοδρός]], [[ἔμπεδος]], [[κραταίπεδος]], [[εὐρύνωτος]], [[πραγματικός]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[εὔρωστος]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[κραταιγύαλος]], [[στερεός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[παχύς]], [[ἀτενής]], [[ἐμβριθής]], [[εὔφορος]], [[στιπτός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐπαγής]], [[τετράγωνος]], [[πλατύς]], [[θαλερός]], [[ἀντίτυπος]]
}}
}}

Revision as of 07:37, 15 October 2019

Russian > Greek

ἐχυρός, πύργινος, μάργος, ἀνεμοτρεφής, βαθύς, ἔπακμος, πλήκτης, πρίνινος, λιπαρός, ἐπιτελεστικός, στομωτός, εὐεκτικός, σφενδάμνινος, ἀδινός, σῶκος, ἀλκαῖος, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἐρρωμένος, πηγός, βριαρός, εὐσωματώδης, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, ταλαύρινος, ἁδρός, ἰσχυρός, ἐρισθενής, κραταιός, νεανίας, νεηνίης, εὔτονος, ἀσταγής, ἀμαιμάκετος, ἀστεμφής, νήγρετος, ἄρρηκτος, ζωρός, ἀαγής, χλούνης, δριμύς, στιβαρός, πυκνός, ἰνώδης, αἰζηός, αἰζήϊος, σφοδρός, ἔμπεδος, κραταίπεδος, εὐρύνωτος, πραγματικός, δυνατός, ἐγκρατής, εὔρωστος, καρτερός, ῥωμαλέος, κραταιγύαλος, στερεός, στυφελός, στυφλός, στερρός, στέριφος, παχύς, ἀτενής, ἐμβριθής, εὔφορος, στιπτός, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐπαγής, τετράγωνος, πλατύς, θαλερός, ἀντίτυπος