χοίρος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "θῡμα" to "θῦμα")
m (Text replacement - "χοῑρος" to "χοῖρος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / χοῑρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῑρος, ἡ, Α<br />οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες [[σώμα]], προτεταμένο [[ρύγχος]] και σκληρές [[τρίχες]], [[γουρούνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «του χοίρου το [[μαλλί]] δεν γίνεται [[μετάξι]]» — ο [[ανάγωγος]] δεν αλλάζει εύκολα [[συμπεριφορά]]<br />β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν<br />γ) «ο [[χοίρος]] τη [[λάσπη]] κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού του Νείλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χοιρίδιο]], [[γουρουνόπουλο]] («θυσάμενος οὐ χοῑρον [[ἀλλά]] τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους κωμικούς) το [[αιδοίο]] της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[χοῖρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghor</i>-<i>yo</i>-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>-(<i>s</i>)- «[[παγώνω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]], [[ανατριχιάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χέρσος]]) και να συνδεθεί [[επομένως]] με τη λ. <i>χήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i><i>r</i> «αγκαθωτό ζώο», <b>βλ.</b> λ<br /><i>χήρ</i>) με την [[υπόθεση]] μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές [[τρίχες]]» για τη λ. [[χοῖρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[χοῖρος]] έχει προέλθει από τ. <i>ghoir</i>-<i>o</i>- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. <i>g</i><i>ē</i><i>r</i> που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «[[λιπαρός]], [[παχύς]]», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. [[χοῖρος]]—[[εκτός]] από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό [[γουρούνι]]»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[είδος]] ψαριού που ζει στον Νείλο» [[είτε]] κατ' [[απόδοση]] μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας [[είτε]] λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη [[μορφή]] και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Από τη λ. [[χοῖρος]] έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρέαι</i>) και ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρίλος</i>, <i>Χοίρων</i>, <i>Χοιροθύων</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοίρειος]], [[χοιρίδιο]](<i>ν</i>), [[χοίρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιράφιος]], [[χοιρίδιος]], [[χοιρίζω]], [[χοιρίνη]], [[χοιρίον]], [[χοιρίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χοιρικός]], [[χοιρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιρεών]], [[χοιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χοιρέμπορος]], [[χοιροβοσκός]], [[χοιροκομείο]](<i>ν</i>), [[χοιροπώλης]], [[χοιροτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοιρομάγειρος]], [[χοιροσφάγος]], [[χοιρότροπος]], [[χοιροφαγία]], [[χοιροφορβείον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[χοιράγχη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιράγρα]], [[χοιρόβιος]], [[χοιροδέτης]], [[χοιροκέφαλος]], [[χοιρόνους]], [[χοιρόφρων]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[χοιρομάντρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρόδερμα]], [[χοιρόλαιμος]], [[χοιρομέρι]], [[χοιροπαραγωγή]], [[χοιροστάτης]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόχοιρος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύχοιρος</i>, <i>ισόχοιρος</i>, [[καλλίχοιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινδόχοιρος]], [[ποταμόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]], [[υδρόχοιρος]]].
|mltxt=ο / χοῖρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῖρος, ἡ, Α<br />οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες [[σώμα]], προτεταμένο [[ρύγχος]] και σκληρές [[τρίχες]], [[γουρούνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «του χοίρου το [[μαλλί]] δεν γίνεται [[μετάξι]]» — ο [[ανάγωγος]] δεν αλλάζει εύκολα [[συμπεριφορά]]<br />β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν<br />γ) «ο [[χοίρος]] τη [[λάσπη]] κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού του Νείλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χοιρίδιο]], [[γουρουνόπουλο]] («θυσάμενος οὐ χοῑρον [[ἀλλά]] τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους κωμικούς) το [[αιδοίο]] της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[χοῖρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghor</i>-<i>yo</i>-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>-(<i>s</i>)- «[[παγώνω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]], [[ανατριχιάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χέρσος]]) και να συνδεθεί [[επομένως]] με τη λ. <i>χήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ē</i><i>r</i> «αγκαθωτό ζώο», <b>βλ.</b> λ<br /><i>χήρ</i>) με την [[υπόθεση]] μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές [[τρίχες]]» για τη λ. [[χοῖρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[χοῖρος]] έχει προέλθει από τ. <i>ghoir</i>-<i>o</i>- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. <i>g</i><i>ē</i><i>r</i> που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «[[λιπαρός]], [[παχύς]]», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. [[χοῖρος]]—[[εκτός]] από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό [[γουρούνι]]»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[είδος]] ψαριού που ζει στον Νείλο» [[είτε]] κατ' [[απόδοση]] μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας [[είτε]] λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη [[μορφή]] και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Από τη λ. [[χοῖρος]] έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρέαι</i>) και ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Χοιρίλος</i>, <i>Χοίρων</i>, <i>Χοιροθύων</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χοίρειος]], [[χοιρίδιο]](<i>ν</i>), [[χοίρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιράφιος]], [[χοιρίδιος]], [[χοιρίζω]], [[χοιρίνη]], [[χοιρίον]], [[χοιρίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χοιρικός]], [[χοιρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιρεών]], [[χοιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χοιρέμπορος]], [[χοιροβοσκός]], [[χοιροκομείο]](<i>ν</i>), [[χοιροπώλης]], [[χοιροτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοιρομάγειρος]], [[χοιροσφάγος]], [[χοιρότροπος]], [[χοιροφαγία]], [[χοιροφορβείον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[χοιράγχη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χοιράγρα]], [[χοιρόβιος]], [[χοιροδέτης]], [[χοιροκέφαλος]], [[χοιρόνους]], [[χοιρόφρων]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[χοιρομάντρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χοιρόδερμα]], [[χοιρόλαιμος]], [[χοιρομέρι]], [[χοιροπαραγωγή]], [[χοιροστάτης]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόχοιρος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύχοιρος</i>, <i>ισόχοιρος</i>, [[καλλίχοιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινδόχοιρος]], [[ποταμόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]], [[υδρόχοιρος]]].
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Abau: huok; Abenaki: piks; Abkhaz: аҳәа; Abu' Arapesh: bul; Acehnese: bui; Adyghe: къо, хъо; Afrikaans: vark; Agarabi: pon; Aklanon: baboy; Albanian: derr, thi; Ama: fu; Amanab: tata; Amharic: አሳማ; Aneme Wake: boro; Ansus: tapui; Apache Western Apache: góchiʼ; Arabic: خِنْزِير‎, حَلُوف‎; Egyptian Arabic: خنزير‎, حلوف‎; Gulf Arabic: خنزير‎; Moroccan Arabic: حلوف‎, خنزير‎; North Levantine Arabic: خنزير‎; Aragonese: cochín; Aramaic Hebrew: חזירא‎, חזירתא‎; Syriac: ܚܙܝܪܐ‎, ܚܙܝܪܬܐ‎; Archi: боӏкь; Armenian: խոզ; Aromanian: porcu; Assamese: গাহৰি; Asturian: gochu, gocha; Atayal: bzyok; Avar: болъон; Azerbaijani: donuz; Bahnar: nhŭng; Balinese: celeng; Bashkir: сусҡа; Basque: urde, zerri, txerri; Bau Bidayuh: oyuo; Belarusian: свіння, сьвіньня; Bengali: শুওর; Bodo: अमा; Bouyei: duezmul, mul; Breton: pemoc'h; Brunei Malay: bayi; Budukh: вак; Buginese: bawi; Bulgarian: свиня; Burmese: ဝက်; Buryat: гахай; Catalan: porc; Cebuano: baboy; Central Melanau: babui; Chamicuro: kuuchi; Chamorro: babui; Chechen: хьакха, жаргӏа; Chepang: प्‍याक्‌; Cherokee: ᏏᏆ; Chichewa: nkhumba; Chickasaw: shokha'; Chinese Cantonese: 豬, 猪; Dungan: җў; Gan: 豬, 猪; Hakka: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Jin: 豬, 猪; Mandarin: 豬, 猪, 豬玀, 猪猡, 豕; Min Dong: 豬, 猪; Min Nan: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Wu: 豬玀, 猪猡; Xiang: 豬, 猪; Chuvash: сысна; Comox: kʷašu; Cornish: hogh, mogh; Cree: kohkôs; Czech: prase, vepř, svině; Da'a Kaili: vavu; Dalmatian: puarc; Danish: svin, gris; Drung: waq; Dutch: [[zwijn]], [[varken]]; Eastern Cham: ꨚꨝꨶꨬ, ꨂꩆ; Eastern Mari: сӧсна; Erzya: туво; Ese: maha; Esperanto: porko, virporko, porkiĉo, porkino; Estonian: siga, põrsas; Evenki: сунюрин; Faroese: svín; Fijian: vuaka; Finnish: sika; French: [[cochon]], [[porc]], [[pourceau]]; Old French: porc, bacon; Friulian: purcit; Galician: porco, cocho, quino; Garo: wak; Georgian: ღორი; German: [[Schwein]], [[Hausschwein]],, Sau; Alemannic German: Sou; Franconian: Mocke; Regional German: Docke, Wutz; Swabian: Kosel; Gondi: పద్ది; Gothic: 𐍃𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: [[γουρούνι]]; Ancient Greek: [[ὗς]], [[χοῖρος]]; Greenlandic: puuluki; Guerrero Amuzgo: kítzku; Gujarati: ડુક્કર, શૂકર; Hausa: alade; Hawaiian: puaʻa; Hebrew: חֲזִיר‎; Higaonon: babuy; Hindi: सूअर; Hopi: pitsooti; Hungarian: sertés, disznó, malac; Hunsrik: Schwein; Iban: jani, babi; Ibanag: babuy; Icelandic: svín; Ido: porko, porkulo, porkino; Ilocano: baboy; Imonda: malhu; Inabaknon: baktin; Indonesian: babi; Interlingua: porco; Irish: muc; Italian: [[maiale]], [[porco]], [[suino]]; Iu Mien: dungz; Japanese: 豚, ブタ; Javanese: ꦧꦧꦶ; Jeju: 도새기; Jingpho: wa'; Kabardian: кхъуэ; Kalmyk: һаха; Kannada: ಹಂದಿ; Karelian: počči; Kashubian: swinia; Kazakh: шошқа; Khasi: sniang; Khmer: ជ្រូក; Kimaragang: wogok; Koho: sur, un; Kokborok: wak; Kombio: wurokn; Korean: 돼지; Krisa: a; Kumyk: донгуз; Kurdish Central Kurdish: بەراز‎; Northern Kurdish: beraz, xinzîr, xûk; Kyrgyz: чочко; Ladin: porcel; Lao: ໝູ; Latgalian: cyuka; Latin: [[sus]], [[porcus]]; Latvian: cūka; Ledo Kaili: bavu; Lezgi: вак; Limburgish: zwien, verke; Lithuanian: kiaulė; Livonian: sigā; Low German: Swien; Ludian: šiga; Luganda: embizzi; Lusitanian: porcom, porgom; Luxembourgish: Schwäin; Lü: ᦖᦴ; Macedonian: свиња; Maguindanao: babuy; Malagasy: kisoa; Malay: babi, khinzir; Malayalam: പന്നി; Maltese: ħanżir, qażquż; Maléku Jaíka: tunhífa; Manchu: ᡠᠯᡤᡳᠶᠠᠨ; Mandar: boe; Mansaka: baboy; Manx: muc; Maori: poaka; Maranao: beboy, pandak; Marathi: डुकर; Mazanderani: خی‎; Menominee: kōhkōs; Mi'kmaq: gulgwi's anim; Moksha: тува; Mon: ကၠိက်; Mongolian Cyrillic: гахай; Uyghurjin: ᠭᠠᠬᠠᠢ; Montagnais: kukush; Motu: boroma; Mountain Koiari: ovo; Nahuatl: pitzotl; Nanai: олгиан; Navajo: bisóodi; Nepali: सुँगुर; Newar: फा; Ngazidja Comorian: purunku; Nii: kung; Nivkh: овӻоӈ, олӻоӈ; Norman: couochon, bête à saie, por, gronneux, moussieu, quétot; North Frisian: Swin; Norwegian: svin, gris; Nyunga: beerk; Occitan: pòrc, puèrc; Ojibwe: gookoosh; Okinawan: っわー; Old Church Slavonic Cyrillic: свиниꙗ; Old East Slavic: свиньꙗ; Old English: swīn; Old Javanese: wők; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰭𐰆𐰕‎; Oriya: ଘୁଷୁରିଛୁଆ; Oromo: booyee; Ossetian: хуы; Ottawa: gookoosh; Pacoh: alic, alíc; Palauan: babii; Pashto: خنځير‎, خوګ‎; Persian: خوک‎; Plautdietsch: Schwien; Polish: świnia; Portuguese: [[porco]], [[suíno]]; Potawatomi: kokosh; Punjabi: ਸੂਰ; Quechua: khuchi; Rabha: বাক; Rapa Nui: oru; Romani: balo, bali; Romanian: porc; Romansch: portg, piertg, püerch, chucal; Russian: [[свинья]], [[боров]]; S'gaw Karen: ထိး; Sami Inari Sami: šahe; Kildin Sami: шагкь; Northern Sami: spiidni; Skolt Sami: šââ´ǩǩ; Samoan: pua'a; Sango: gaduru, ngûru; Sanskrit: सूकर; Santali: ᱥᱩᱠᱨᱤ; Sardinian: porcu, polcu, procu, mannale, mannali; Campidanese: procu, mannali, sue; Scottish Gaelic: muc; Sebop: bu'in; Serbo-Croatian Cyrillic: свиња; Roman: svínja; Shan: မူ; Sichuan Yi: ꃮ, ꃢ; Sicilian: porcu, majali; Sinhalese: ඌරා; Slovak: prasa, sviňa; Slovene: svinja, prašič, pujs; Somali: doofaar; Sorbian Lower Sorbian: swinja; Upper Sorbian: swinjo; Spanish: [[cerdo]], [[chancho]], [[chon]], [[coche]], [[cochi]], [[cochín]], [[cochino]], [[cocho]], [[cuchi]], [[cuto]], [[gocho]], [[gorrino]], [[guarro]], [[marrano]], [[puerco]], [[tocino]], [[tunco]], [[pitzote]]; Swahili: nguruwe; Swedish: gris, svin; Sylheti: ꠉꠣꠠꠤꠀ, ꠡꠥꠅꠞ; Tabaru: titi; Tagal Murut: bawi, biag; Tagalog: baboy; Tai Tai Tajik: хук; Tamil: பன்றி; Taos: kùciʼína; Tatar: дуңгыз, чучка; Tausug: babuy; Telugu: పంది, సూకరము; Ternate: soho; Tetum: fahi; Thai: หมู; Tibetan: ཕག་པ; Tigrinya: ሓሰማ; Timugon Murut: bawi; Tiwa: oa; Tocharian B: suwo; Tok Pisin: pik; Tolai: boroi; Tongan: puaka; Tswana: kolobe; Turkish: domuz, hınzır; Turkmen: doňuz; Tuvan: хаван; Ubir: foro; Udi: боъкъ; Udmurt: парсь; Ukrainian: свиня; Urat: hro'; Urdu: خوک‎, خنزیر‎, سؤر‎; Urhobo: esi; Uyghur: چوشقا‎; Uzbek: choʻchka, choʻchqa; Venetian: mas-cio, porselo, porzèl; Veps: siga; Vietnamese: heo, lợn, cúi; Volapük: svin, hisvin, jisvin, omsvin, domasvin; Voro: tsiga; Votic: sika; Walloon: pourcea, coshet; Waray-Waray: baboy; Warembori: pue; Welsh: mochyn; West Coast Bajau: menungal, ogok, bakas; West Frisian: baarch; Western Bukidnon Manobo: bavuy; White Hmong: npua; Wolof: mbam-xuux mi; Yakut: сибиинньэ; Yiddish: חזיר‎, כאַזער‎; Yoruba: ẹlẹ́dẹ̀, òdo; Yup'ik: sitiinkaq; Zazaki: xoz, xenzir; Zhuang: mou; Zulu: ingulube
|trtx=Abau: huok; Abenaki: piks; Abkhaz: аҳәа; Abu' Arapesh: bul; Acehnese: bui; Adyghe: къо, хъо; Afrikaans: vark; Agarabi: pon; Aklanon: baboy; Albanian: derr, thi; Ama: fu; Amanab: tata; Amharic: አሳማ; Aneme Wake: boro; Ansus: tapui; Apache Western Apache: góchiʼ; Arabic: خِنْزِير‎, حَلُوف‎; Egyptian Arabic: خنزير‎, حلوف‎; Gulf Arabic: خنزير‎; Moroccan Arabic: حلوف‎, خنزير‎; North Levantine Arabic: خنزير‎; Aragonese: cochín; Aramaic Hebrew: חזירא‎, חזירתא‎; Syriac: ܚܙܝܪܐ‎, ܚܙܝܪܬܐ‎; Archi: боӏкь; Armenian: խոզ; Aromanian: porcu; Assamese: গাহৰি; Asturian: gochu, gocha; Atayal: bzyok; Avar: болъон; Azerbaijani: donuz; Bahnar: nhŭng; Balinese: celeng; Bashkir: сусҡа; Basque: urde, zerri, txerri; Bau Bidayuh: oyuo; Belarusian: свіння, сьвіньня; Bengali: শুওর; Bodo: अमा; Bouyei: duezmul, mul; Breton: pemoc'h; Brunei Malay: bayi; Budukh: вак; Buginese: bawi; Bulgarian: свиня; Burmese: ဝက်; Buryat: гахай; Catalan: porc; Cebuano: baboy; Central Melanau: babui; Chamicuro: kuuchi; Chamorro: babui; Chechen: хьакха, жаргӏа; Chepang: प्‍याक्‌; Cherokee: ᏏᏆ; Chichewa: nkhumba; Chickasaw: shokha'; Chinese Cantonese: 豬, 猪; Dungan: җў; Gan: 豬, 猪; Hakka: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Jin: 豬, 猪; Mandarin: 豬, 猪, 豬玀, 猪猡, 豕; Min Dong: 豬, 猪; Min Nan: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Wu: 豬玀, 猪猡; Xiang: 豬, 猪; Chuvash: сысна; Comox: kʷašu; Cornish: hogh, mogh; Cree: kohkôs; Czech: prase, vepř, svině; Da'a Kaili: vavu; Dalmatian: puarc; Danish: svin, gris; Drung: waq; Dutch: [[zwijn]], [[varken]]; Eastern Cham: ꨚꨝꨶꨬ, ꨂꩆ; Eastern Mari: сӧсна; Erzya: туво; Ese: maha; Esperanto: porko, virporko, porkiĉo, porkino; Estonian: siga, põrsas; Evenki: сунюрин; Faroese: svín; Fijian: vuaka; Finnish: sika; French: [[cochon]], [[porc]], [[pourceau]]; Old French: porc, bacon; Friulian: purcit; Galician: porco, cocho, quino; Garo: wak; Georgian: ღორი; German: [[Schwein]], [[Hausschwein]],, Sau; Alemannic German: Sou; Franconian: Mocke; Regional German: Docke, Wutz; Swabian: Kosel; Gondi: పద్ది; Gothic: 𐍃𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: [[γουρούνι]]; Ancient Greek: [[ὗς]], [[χοῖρος]]; Greenlandic: puuluki; Guerrero Amuzgo: kítzku; Gujarati: ડુક્કર, શૂકર; Hausa: alade; Hawaiian: puaʻa; Hebrew: חֲזִיר‎; Higaonon: babuy; Hindi: सूअर; Hopi: pitsooti; Hungarian: sertés, disznó, malac; Hunsrik: Schwein; Iban: jani, babi; Ibanag: babuy; Icelandic: svín; Ido: porko, porkulo, porkino; Ilocano: baboy; Imonda: malhu; Inabaknon: baktin; Indonesian: babi; Interlingua: porco; Irish: muc; Italian: [[maiale]], [[porco]], [[suino]]; Iu Mien: dungz; Japanese: 豚, ブタ; Javanese: ꦧꦧꦶ; Jeju: 도새기; Jingpho: wa'; Kabardian: кхъуэ; Kalmyk: һаха; Kannada: ಹಂದಿ; Karelian: počči; Kashubian: swinia; Kazakh: шошқа; Khasi: sniang; Khmer: ជ្រូក; Kimaragang: wogok; Koho: sur, un; Kokborok: wak; Kombio: wurokn; Korean: 돼지; Krisa: a; Kumyk: донгуз; Kurdish Central Kurdish: بەراز‎; Northern Kurdish: beraz, xinzîr, xûk; Kyrgyz: чочко; Ladin: porcel; Lao: ໝູ; Latgalian: cyuka; Latin: [[sus]], [[porcus]]; Latvian: cūka; Ledo Kaili: bavu; Lezgi: вак; Limburgish: zwien, verke; Lithuanian: kiaulė; Livonian: sigā; Low German: Swien; Ludian: šiga; Luganda: embizzi; Lusitanian: porcom, porgom; Luxembourgish: Schwäin; Lü: ᦖᦴ; Macedonian: свиња; Maguindanao: babuy; Malagasy: kisoa; Malay: babi, khinzir; Malayalam: പന്നി; Maltese: ħanżir, qażquż; Maléku Jaíka: tunhífa; Manchu: ᡠᠯᡤᡳᠶᠠᠨ; Mandar: boe; Mansaka: baboy; Manx: muc; Maori: poaka; Maranao: beboy, pandak; Marathi: डुकर; Mazanderani: خی‎; Menominee: kōhkōs; Mi'kmaq: gulgwi's anim; Moksha: тува; Mon: ကၠိက်; Mongolian Cyrillic: гахай; Uyghurjin: ᠭᠠᠬᠠᠢ; Montagnais: kukush; Motu: boroma; Mountain Koiari: ovo; Nahuatl: pitzotl; Nanai: олгиан; Navajo: bisóodi; Nepali: सुँगुर; Newar: फा; Ngazidja Comorian: purunku; Nii: kung; Nivkh: овӻоӈ, олӻоӈ; Norman: couochon, bête à saie, por, gronneux, moussieu, quétot; North Frisian: Swin; Norwegian: svin, gris; Nyunga: beerk; Occitan: pòrc, puèrc; Ojibwe: gookoosh; Okinawan: っわー; Old Church Slavonic Cyrillic: свиниꙗ; Old East Slavic: свиньꙗ; Old English: swīn; Old Javanese: wők; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰭𐰆𐰕‎; Oriya: ଘୁଷୁରିଛୁଆ; Oromo: booyee; Ossetian: хуы; Ottawa: gookoosh; Pacoh: alic, alíc; Palauan: babii; Pashto: خنځير‎, خوګ‎; Persian: خوک‎; Plautdietsch: Schwien; Polish: świnia; Portuguese: [[porco]], [[suíno]]; Potawatomi: kokosh; Punjabi: ਸੂਰ; Quechua: khuchi; Rabha: বাক; Rapa Nui: oru; Romani: balo, bali; Romanian: porc; Romansch: portg, piertg, püerch, chucal; Russian: [[свинья]], [[боров]]; S'gaw Karen: ထိး; Sami Inari Sami: šahe; Kildin Sami: шагкь; Northern Sami: spiidni; Skolt Sami: šââ´ǩǩ; Samoan: pua'a; Sango: gaduru, ngûru; Sanskrit: सूकर; Santali: ᱥᱩᱠᱨᱤ; Sardinian: porcu, polcu, procu, mannale, mannali; Campidanese: procu, mannali, sue; Scottish Gaelic: muc; Sebop: bu'in; Serbo-Croatian Cyrillic: свиња; Roman: svínja; Shan: မူ; Sichuan Yi: ꃮ, ꃢ; Sicilian: porcu, majali; Sinhalese: ඌරා; Slovak: prasa, sviňa; Slovene: svinja, prašič, pujs; Somali: doofaar; Sorbian Lower Sorbian: swinja; Upper Sorbian: swinjo; Spanish: [[cerdo]], [[chancho]], [[chon]], [[coche]], [[cochi]], [[cochín]], [[cochino]], [[cocho]], [[cuchi]], [[cuto]], [[gocho]], [[gorrino]], [[guarro]], [[marrano]], [[puerco]], [[tocino]], [[tunco]], [[pitzote]]; Swahili: nguruwe; Swedish: gris, svin; Sylheti: ꠉꠣꠠꠤꠀ, ꠡꠥꠅꠞ; Tabaru: titi; Tagal Murut: bawi, biag; Tagalog: baboy; Tai Tai Tajik: хук; Tamil: பன்றி; Taos: kùciʼína; Tatar: дуңгыз, чучка; Tausug: babuy; Telugu: పంది, సూకరము; Ternate: soho; Tetum: fahi; Thai: หมู; Tibetan: ཕག་པ; Tigrinya: ሓሰማ; Timugon Murut: bawi; Tiwa: oa; Tocharian B: suwo; Tok Pisin: pik; Tolai: boroi; Tongan: puaka; Tswana: kolobe; Turkish: domuz, hınzır; Turkmen: doňuz; Tuvan: хаван; Ubir: foro; Udi: боъкъ; Udmurt: парсь; Ukrainian: свиня; Urat: hro'; Urdu: خوک‎, خنزیر‎, سؤر‎; Urhobo: esi; Uyghur: چوشقا‎; Uzbek: choʻchka, choʻchqa; Venetian: mas-cio, porselo, porzèl; Veps: siga; Vietnamese: heo, lợn, cúi; Volapük: svin, hisvin, jisvin, omsvin, domasvin; Voro: tsiga; Votic: sika; Walloon: pourcea, coshet; Waray-Waray: baboy; Warembori: pue; Welsh: mochyn; West Coast Bajau: menungal, ogok, bakas; West Frisian: baarch; Western Bukidnon Manobo: bavuy; White Hmong: npua; Wolof: mbam-xuux mi; Yakut: сибиинньэ; Yiddish: חזיר‎, כאַזער‎; Yoruba: ẹlẹ́dẹ̀, òdo; Yup'ik: sitiinkaq; Zazaki: xoz, xenzir; Zhuang: mou; Zulu: ingulube
}}
}}

Revision as of 08:57, 29 September 2022

Greek Monolingual

ο / χοῖρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῖρος, ἡ, Α
οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες σώμα, προτεταμένο ρύγχος και σκληρές τρίχες, γουρούνι
νεοελλ.
παροιμ. α) «του χοίρου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι» — ο ανάγωγος δεν αλλάζει εύκολα συμπεριφορά
β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν
γ) «ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του
μσν.-αρχ.
είδος ψαριού του Νείλου
αρχ.
1. χοιρίδιο, γουρουνόπουλο («θυσάμενος οὐ χοῑρον ἀλλά τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα», Πλάτ.)
2. (στους κωμικούς) το αιδοίο της γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. χοῖρος (< ghor-yo-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gher-(s)- «παγώνω, γίνομαι σκληρός, ανατριχιάζω» (βλ. λ. χέρσος) και να συνδεθεί επομένως με τη λ. χήρ (< ghēr «αγκαθωτό ζώο», βλ. λ
χήρ) με την υπόθεση μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές τρίχες» για τη λ. χοῖρος. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. χοῖρος έχει προέλθει από τ. ghoir-o- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. gēr που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «λιπαρός, παχύς», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. χοῖροςεκτός από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό γουρούνι»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «είδος ψαριού που ζει στον Νείλο» είτε κατ' απόδοση μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας είτε λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη μορφή και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Από τη λ. χοῖρος έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (πρβλ. Χοιρέαι) και ανθρωπωνύμια (πρβλ. Χοιρίλος, Χοίρων, Χοιροθύων κ.ά.).
ΠΑΡ. χοίρειος, χοιρίδιο(ν), χοίρινος
αρχ.
χοιράφιος, χοιρίδιος, χοιρίζω, χοιρίνη, χοιρίον, χοιρίσκος
αρχ.-μσν.
χοιρικός, χοιρώδης
μσν.
χοιρεών, χοιριώ
νεοελλ.
χοιρινός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χοιρέμπορος, χοιροβοσκός, χοιροκομείο(ν), χοιροπώλης, χοιροτρόφος
αρχ.
χοιρόκτονος, χοιροκτόνος, χοιρομάγειρος, χοιροσφάγος, χοιρότροπος, χοιροφαγία, χοιροφορβείον αρχ.-μσν. χοιράγχη
μσν.
χοιράγρα, χοιρόβιος, χοιροδέτης, χοιροκέφαλος, χοιρόνους, χοιρόφρων μσν.-νεοελλ. χοιρομάντρι
νεοελλ.
χοιρόδερμα, χοιρόλαιμος, χοιρομέρι, χοιροπαραγωγή, χοιροστάτης. (Β' συνθετικό) αγριόχοιρος, ακανθόχοιρος
αρχ.
εύχοιρος, ισόχοιρος, καλλίχοιρος
νεοελλ.
ινδόχοιρος, ποταμόχοιρος, σκαντζόχοιρος, υδρόχοιρος].

Translations

Abau: huok; Abenaki: piks; Abkhaz: аҳәа; Abu' Arapesh: bul; Acehnese: bui; Adyghe: къо, хъо; Afrikaans: vark; Agarabi: pon; Aklanon: baboy; Albanian: derr, thi; Ama: fu; Amanab: tata; Amharic: አሳማ; Aneme Wake: boro; Ansus: tapui; Apache Western Apache: góchiʼ; Arabic: خِنْزِير‎, حَلُوف‎; Egyptian Arabic: خنزير‎, حلوف‎; Gulf Arabic: خنزير‎; Moroccan Arabic: حلوف‎, خنزير‎; North Levantine Arabic: خنزير‎; Aragonese: cochín; Aramaic Hebrew: חזירא‎, חזירתא‎; Syriac: ܚܙܝܪܐ‎, ܚܙܝܪܬܐ‎; Archi: боӏкь; Armenian: խոզ; Aromanian: porcu; Assamese: গাহৰি; Asturian: gochu, gocha; Atayal: bzyok; Avar: болъон; Azerbaijani: donuz; Bahnar: nhŭng; Balinese: celeng; Bashkir: сусҡа; Basque: urde, zerri, txerri; Bau Bidayuh: oyuo; Belarusian: свіння, сьвіньня; Bengali: শুওর; Bodo: अमा; Bouyei: duezmul, mul; Breton: pemoc'h; Brunei Malay: bayi; Budukh: вак; Buginese: bawi; Bulgarian: свиня; Burmese: ဝက်; Buryat: гахай; Catalan: porc; Cebuano: baboy; Central Melanau: babui; Chamicuro: kuuchi; Chamorro: babui; Chechen: хьакха, жаргӏа; Chepang: प्‍याक्‌; Cherokee: ᏏᏆ; Chichewa: nkhumba; Chickasaw: shokha'; Chinese Cantonese: 豬, 猪; Dungan: җў; Gan: 豬, 猪; Hakka: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Jin: 豬, 猪; Mandarin: 豬, 猪, 豬玀, 猪猡, 豕; Min Dong: 豬, 猪; Min Nan: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Wu: 豬玀, 猪猡; Xiang: 豬, 猪; Chuvash: сысна; Comox: kʷašu; Cornish: hogh, mogh; Cree: kohkôs; Czech: prase, vepř, svině; Da'a Kaili: vavu; Dalmatian: puarc; Danish: svin, gris; Drung: waq; Dutch: zwijn, varken; Eastern Cham: ꨚꨝꨶꨬ, ꨂꩆ; Eastern Mari: сӧсна; Erzya: туво; Ese: maha; Esperanto: porko, virporko, porkiĉo, porkino; Estonian: siga, põrsas; Evenki: сунюрин; Faroese: svín; Fijian: vuaka; Finnish: sika; French: cochon, porc, pourceau; Old French: porc, bacon; Friulian: purcit; Galician: porco, cocho, quino; Garo: wak; Georgian: ღორი; German: Schwein, Hausschwein,, Sau; Alemannic German: Sou; Franconian: Mocke; Regional German: Docke, Wutz; Swabian: Kosel; Gondi: పద్ది; Gothic: 𐍃𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: γουρούνι; Ancient Greek: ὗς, χοῖρος; Greenlandic: puuluki; Guerrero Amuzgo: kítzku; Gujarati: ડુક્કર, શૂકર; Hausa: alade; Hawaiian: puaʻa; Hebrew: חֲזִיר‎; Higaonon: babuy; Hindi: सूअर; Hopi: pitsooti; Hungarian: sertés, disznó, malac; Hunsrik: Schwein; Iban: jani, babi; Ibanag: babuy; Icelandic: svín; Ido: porko, porkulo, porkino; Ilocano: baboy; Imonda: malhu; Inabaknon: baktin; Indonesian: babi; Interlingua: porco; Irish: muc; Italian: maiale, porco, suino; Iu Mien: dungz; Japanese: 豚, ブタ; Javanese: ꦧꦧꦶ; Jeju: 도새기; Jingpho: wa'; Kabardian: кхъуэ; Kalmyk: һаха; Kannada: ಹಂದಿ; Karelian: počči; Kashubian: swinia; Kazakh: шошқа; Khasi: sniang; Khmer: ជ្រូក; Kimaragang: wogok; Koho: sur, un; Kokborok: wak; Kombio: wurokn; Korean: 돼지; Krisa: a; Kumyk: донгуз; Kurdish Central Kurdish: بەراز‎; Northern Kurdish: beraz, xinzîr, xûk; Kyrgyz: чочко; Ladin: porcel; Lao: ໝູ; Latgalian: cyuka; Latin: sus, porcus; Latvian: cūka; Ledo Kaili: bavu; Lezgi: вак; Limburgish: zwien, verke; Lithuanian: kiaulė; Livonian: sigā; Low German: Swien; Ludian: šiga; Luganda: embizzi; Lusitanian: porcom, porgom; Luxembourgish: Schwäin; Lü: ᦖᦴ; Macedonian: свиња; Maguindanao: babuy; Malagasy: kisoa; Malay: babi, khinzir; Malayalam: പന്നി; Maltese: ħanżir, qażquż; Maléku Jaíka: tunhífa; Manchu: ᡠᠯᡤᡳᠶᠠᠨ; Mandar: boe; Mansaka: baboy; Manx: muc; Maori: poaka; Maranao: beboy, pandak; Marathi: डुकर; Mazanderani: خی‎; Menominee: kōhkōs; Mi'kmaq: gulgwi's anim; Moksha: тува; Mon: ကၠိက်; Mongolian Cyrillic: гахай; Uyghurjin: ᠭᠠᠬᠠᠢ; Montagnais: kukush; Motu: boroma; Mountain Koiari: ovo; Nahuatl: pitzotl; Nanai: олгиан; Navajo: bisóodi; Nepali: सुँगुर; Newar: फा; Ngazidja Comorian: purunku; Nii: kung; Nivkh: овӻоӈ, олӻоӈ; Norman: couochon, bête à saie, por, gronneux, moussieu, quétot; North Frisian: Swin; Norwegian: svin, gris; Nyunga: beerk; Occitan: pòrc, puèrc; Ojibwe: gookoosh; Okinawan: っわー; Old Church Slavonic Cyrillic: свиниꙗ; Old East Slavic: свиньꙗ; Old English: swīn; Old Javanese: wők; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰭𐰆𐰕‎; Oriya: ଘୁଷୁରିଛୁଆ; Oromo: booyee; Ossetian: хуы; Ottawa: gookoosh; Pacoh: alic, alíc; Palauan: babii; Pashto: خنځير‎, خوګ‎; Persian: خوک‎; Plautdietsch: Schwien; Polish: świnia; Portuguese: porco, suíno; Potawatomi: kokosh; Punjabi: ਸੂਰ; Quechua: khuchi; Rabha: বাক; Rapa Nui: oru; Romani: balo, bali; Romanian: porc; Romansch: portg, piertg, püerch, chucal; Russian: свинья, боров; S'gaw Karen: ထိး; Sami Inari Sami: šahe; Kildin Sami: шагкь; Northern Sami: spiidni; Skolt Sami: šââ´ǩǩ; Samoan: pua'a; Sango: gaduru, ngûru; Sanskrit: सूकर; Santali: ᱥᱩᱠᱨᱤ; Sardinian: porcu, polcu, procu, mannale, mannali; Campidanese: procu, mannali, sue; Scottish Gaelic: muc; Sebop: bu'in; Serbo-Croatian Cyrillic: свиња; Roman: svínja; Shan: မူ; Sichuan Yi: ꃮ, ꃢ; Sicilian: porcu, majali; Sinhalese: ඌරා; Slovak: prasa, sviňa; Slovene: svinja, prašič, pujs; Somali: doofaar; Sorbian Lower Sorbian: swinja; Upper Sorbian: swinjo; Spanish: cerdo, chancho, chon, coche, cochi, cochín, cochino, cocho, cuchi, cuto, gocho, gorrino, guarro, marrano, puerco, tocino, tunco, pitzote; Swahili: nguruwe; Swedish: gris, svin; Sylheti: ꠉꠣꠠꠤꠀ, ꠡꠥꠅꠞ; Tabaru: titi; Tagal Murut: bawi, biag; Tagalog: baboy; Tai Tai Tajik: хук; Tamil: பன்றி; Taos: kùciʼína; Tatar: дуңгыз, чучка; Tausug: babuy; Telugu: పంది, సూకరము; Ternate: soho; Tetum: fahi; Thai: หมู; Tibetan: ཕག་པ; Tigrinya: ሓሰማ; Timugon Murut: bawi; Tiwa: oa; Tocharian B: suwo; Tok Pisin: pik; Tolai: boroi; Tongan: puaka; Tswana: kolobe; Turkish: domuz, hınzır; Turkmen: doňuz; Tuvan: хаван; Ubir: foro; Udi: боъкъ; Udmurt: парсь; Ukrainian: свиня; Urat: hro'; Urdu: خوک‎, خنزیر‎, سؤر‎; Urhobo: esi; Uyghur: چوشقا‎; Uzbek: choʻchka, choʻchqa; Venetian: mas-cio, porselo, porzèl; Veps: siga; Vietnamese: heo, lợn, cúi; Volapük: svin, hisvin, jisvin, omsvin, domasvin; Voro: tsiga; Votic: sika; Walloon: pourcea, coshet; Waray-Waray: baboy; Warembori: pue; Welsh: mochyn; West Coast Bajau: menungal, ogok, bakas; West Frisian: baarch; Western Bukidnon Manobo: bavuy; White Hmong: npua; Wolof: mbam-xuux mi; Yakut: сибиинньэ; Yiddish: חזיר‎, כאַזער‎; Yoruba: ẹlẹ́dẹ̀, òdo; Yup'ik: sitiinkaq; Zazaki: xoz, xenzir; Zhuang: mou; Zulu: ingulube