θυμιάω: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (Text replacement - "down" to "down") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῡμιάω:''' (ион. aor. ἐθῡμίησα)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''θῡμιάω:''' (ион. aor. ἐθῡμίησα)<br /><b class="num">1</b> (о благовониях и т. п.) кадить, жечь, курить (τὴν στύρακα, τὸ [[λήδανον]] Her.; τοῦ λιβανωτοῦ Luc.): τὸ [[σπέρμα]] τῆς καννάβιος [[θυμιῆται]] (ион. = θυμιᾶται) Her. (в скифских банях) жгут конопляное семя; τὰ θυμιώμενα Plat., Arst. благовонные курения;<br /><b class="num">2</b> pass. [[выделять ароматические испарения]] ([[οἶνος]] ὁ γλυκὺς θυμιᾶται Arst.);<br /><b class="num">3</b> pass. [[чадить]] (πιμελὴ θυμιᾶται καὶ τήκεται Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[окуривать]]: θυμιώμεναι (sc. μέλισσαι) [[μάλιστα]] τὸ [[μέλι]] ἐσθίουσιν Arst. окуриваемые пчелы особенно (жадно) едят мед. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:15, 25 November 2022
English (LSJ)
Ion.aor.
A ἐθυμίησα Hippon.92, Hdt.6.97:—Med., Ion. fut. θυμιήσομαι Hp.Mul.2.126: aor. ἐθυμιησάμην ib.146, Nat.Mul.7 (but ἐθυμιασάμην Morb.2.27):—Pass., fut. θυμιαθήσομαι Dsc.1.68.6: aor. ἐθυμιάθην ib.5:—burn so as to produce smoke, θ. τὴν στύρακα Hdt.3.107; λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα Id.6.97; θυμιήματα Id.8.99; λιβάνου δάκρυα Pi.Fr.122.4: abs., burn incense, Hermipp.8, Men.Sam.264, LXX 4 Ki.22.17, al., OGI352.37 (ii B.C.), etc.; τινι in honour of any one, Ath.7.289f:—Med., Ael. VH12.51:—Pass., θυμιῶμαι, θυμιάομαι = to be burnt, [τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος] θυμιᾶται (v.l. θυμιῆται) Hdt.4.75; λίθος… τεθυμιαμένος Ar.Fr.635; pass off in fumes, Arist.Mete.362a11; θυμιωμένων τινῶν Pl.Ti.66d.
2 smoke, fumigate, τί τινι PMag.Par.1.2970:—Med., Hp.ll.cc.:—Pass., θυμιώμεναι μέλισσαι Arist.HA623b20.
II intr., smoke, ἄνθρακες θυμιῶντες Thphr.Ign.75.
German (Pape)
[Seite 1223] 1) räuchern, bes. Rauchwerk, Weihrauch anzünden; Pind. frg. 87; οἱ Ἄραβες θυμιῶσι τὸ λήδανον Her. 3, 112; θυμιήματα 8, 99; τοῦ λιβανωτοῦ Luc. Prom. 19. – Pass.; τὸ σπέρμα θυμιῆται Her. 4, 75; τηκομένων ἢ θυμιωμένων γίγνονται ὀσμαί Plat. Tim. 66 d; Folgde; ἐθυμιᾶτο αὐτῷ, es wurde ihm Räucherwerk angezündet, Ael. V. H.12, 51; θυμιώμεναι μέλισσαι, beräuchert, Arist. H. A. 9, 27. – 2) intrans., rauchen, Theophr. – Θυμιατός, Arist. meteorl. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire brûler des parfums de manière à produire de la fumée ; brûler : τι qqe parfum ; τινος de qqe parfum;
Moy. θυμιάομαι, θυμιῶμαι brûler des parfums en l'honneur de, τινι.
Étymologie: θῦμα.
Russian (Dvoretsky)
θῡμιάω: (ион. aor. ἐθῡμίησα)
1 (о благовониях и т. п.) кадить, жечь, курить (τὴν στύρακα, τὸ λήδανον Her.; τοῦ λιβανωτοῦ Luc.): τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος θυμιῆται (ион. = θυμιᾶται) Her. (в скифских банях) жгут конопляное семя; τὰ θυμιώμενα Plat., Arst. благовонные курения;
2 pass. выделять ароматические испарения (οἶνος ὁ γλυκὺς θυμιᾶται Arst.);
3 pass. чадить (πιμελὴ θυμιᾶται καὶ τήκεται Arst.);
4 окуривать: θυμιώμεναι (sc. μέλισσαι) μάλιστα τὸ μέλι ἐσθίουσιν Arst. окуриваемые пчелы особенно (жадно) едят мед.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιάω: Ἰων. ἀόρ. ἐθυμίησα, Ἡρόδ. - Μέσ., Ἰων. μέλλ. -ήσομαι Ἱππ. 646. 2: ἀόρ. ἐθυμιησάμην ὁ αὐτ. 565. 40., 657. 20. - Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Διοσκ. 1. 83: ἀόρ. ἐθυμιάθην αὐτόθι 82· (θῦμα, θύω). Καίω οὕτως ὥστε νὰ παραγάγω καπνόν, θ. τὴν στύρακα Ἡρόδ. 3. 107· θ. λήδανον, λιβανωτόν, καίω αὐτὰ ὡς θυμίαμα ἢ ὡς προσφορὰν θυμιάματος, ὁ αὐτ. 3. 112., 6. 97· θυμιάματα ὁ αὐτ. 8. 99· λιβάνου δάκρυα Πίνδ. Ἀποσπ. 87. 2: - ἀπολ., καίω θυμίαμα, «θυμιάζω», Ἕρμιππ. ἐν Ἀρτ. 1· ὁ ἱερεὺς θυμιάτω Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3641b. 19· τινί, εἰς τιμήν τινος, Ἀθήν. 289F· καὶ (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 51. - Παθ., καίομαι, τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος θυμιῆται (Ἰων. ἀντὶ -ᾶται) Ἡρόδ. 4. 76· λίθος... τεθυμιαμένος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 538· θυμιώμενα καιόμενα, Πλάτ. ἐν Τιμ. 66D· ὡς καπνὸς παρέρχομαι, ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28. 2) καπνίζω, διὰ καπνοῦ καθαρίζω, ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., θυμιώμεναι μέλισσαι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 40, 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καπνίζω, ἐκβάλλω καπνόν, ἄνθρακες θυμιῶντες Θεόφρ. π. Πυρὸς 75.
English (Slater)
θῡμῐάω burn as incense νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε (Favorinus: θυμιᾶται Zonaras: τε ἡμῖν Athenaeus) fr. 122. 4.
English (Strong)
from a derivative of θύω (in the sense of smoking); to fumigate, i.e. offer aromatic fumes: burn incense.
English (Thayer)
θυμιω: 1st aorist infinitive θυμιάσαι (R G θυμασαι); (from θῦμα, and this from θύω, which see); in Greek writings from Pindar, Herodotus, Plato down; the Sept. for קִטֵּר and הִקְטִיר; to burn incense: Luke 1:9.
Greek Monotonic
θῡμιάω: μέλ. -σω, Ιων. αόρ. αʹ ἐθυμίησα· (θῦμα)· καίω ώστε να δημιουργείται καπνός, σε Ηρόδ.· Παθ., καίγομαι, γʹ ενικ. θυμιῆται (Ιων. αντί -ᾶται), στον ίδ.
Greek Monolingual
θυμιῶ, θυμιάω (Α)
1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.)
2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα
3. καπνίζω κάτι για απολύμανση
4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω
5. παθ. θυμιῶμαι, θυμιάομαι
α) καίομαι
β) μεταβάλλομαι σε καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ-ιώ < παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. θυμ- του θύω (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -ιάω (πρβλ. κονιάω) από ουσ. θυμός «καπνός» (πρβλ. λατ. fumus) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «ψυχή, πνοή, θυμός» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (βλ. λ. θυμός). ΠΑΡ.: θυμίαμα, θυμίαση(-ις), θυμιατός
αρχ.
θυμιατρίς, θυμίατρον.
ΣΥΝΘ. αναθυμιώ
αρχ.
αποθυμιώ, εκθυμιώ, επιθυμιώ, παραθυμιώ, περιθυμιώ, υποθυμιώ].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: burn producing smoke (ion. att.).
Other forms: Aor. -ιᾶσαι, Ion. -ιῆσαι, lengthened forms: θυμι-άζω, -ατίζω (Gp.), -αίνω (Gloss.), -ατεύω (Sch.).
Compounds: also with prefix, z. B. ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, ὑπο-,
Derivatives: (Ion. forms not marked): θυμίασις, mostly from the prefixed verbs (ἀνα-, ἐπι- u. a.), fumigating (IA.); θυμίαμα, also from the prefixed verbs, incense (IA.); ἐπιθυμιατρός fumigator (Ephesos), θυμίατρον vessel for fumigation (Miletos, hell.), also θυμιατρίς (Dam.), mostly θυμιατήριον (IA.); postverbal θυμίη = -ίημα (Aret.); θυμιατός fir for fumigation (Hp., Arist. u. a.), -τικός id. (Pl.).
Origin: IE [Indo-European] [261] *dheuH- smoke
Etymology: Formation in -ιάω (after κονι-άω a. o., Schwyzer 732) from (s. v.) the old but in Greek elswhere lost meaning smoke. S. θυμός
See also: s. θυμός
Middle Liddell
θῦμα
to burn so as to produce smoke, burn, Hdt.:—Pass. to be burnt, 3rd sg. θυμιῆται (ionic for -ᾶται) Hdt.
Frisk Etymology German
θυμιάω: {thumiáō}
Forms: Aor. -ιᾶσαι, ion. -ιῆσαι, Erweiterte Formen: θυμιάζω, -ατίζω (Gp.), -αίνω (Gloss.), -ατεύω (Sch.).
Grammar: v.
Meaning: in Rauch aufgehen lassen, räuchern, rauchen (ion. att.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, ὑπο-,
Derivative: Ableitungen (ion. Formen nicht >besonders notiert): θυμίασις, vorw. von den präfigierten Verba (ἀνα-, ἐπι- u. a.), das Räuchern (ion. att.); θυμίαμα, auch von den Präfixverba, Räucherwerk (ion. att.); ἐπιθυμιατρός Räucherer (Ephesos), θυμίατρον Räuchergefäß (Miletos, hell.), auch θυμιατρίς (Dam.), meistens θυμιατήριον (ion. att.); postverbal θυμίη = -ίημα (Aret.); θυμιατός zum Räuchern bestimmt, geeignet (Hp., Arist. u. a.), -τικός ib. (Pl.).
Etymology: Bildung auf -ιάω (nach κονιάω u. a., Schwyzer 732) von θυμός (s. d.) in der alten aber im Griechischen sonst verlorengegangenen Bed. von Rauch.
Page 1,692-693
Chinese
原文音譯:qumi£w 替米阿哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:獻祭
字義溯源:煙燻,燒香;源自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,獻祭,冒煙)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 燒香(1) 路1:9
Mantoulidis Etymological
(=θυμιατίζω). Άπό τό θῦμα τοῦ θύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ θυμιάω -ῶ: θυμίαμα, θυμίασις, θυμιατέον, θυμιατήριον, θυμιατικός, θυμιατός.