ἐφορμή: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐφορμή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[удобное для нападения место]], [[подступ]]: [[μία]] δ᾽ [[οἴη]] γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;<br /><b class="num">2)</b> [[нападение]]: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις [[λαβεῖν]] Thuc. атаками с суши захватить города.
|elrutext='''ἐφορμή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[удобное для нападения место]], [[подступ]]: [[μία]] δ᾽ [[οἴη]] γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;<br /><b class="num">2</b> [[нападение]]: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις [[λαβεῖν]] Thuc. атаками с суши захватить города.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμή Medium diacritics: ἐφορμή Low diacritics: εφορμή Capitals: ΕΦΟΡΜΗ
Transliteration A: ephormḗ Transliteration B: ephormē Transliteration C: eformi Beta Code: e)formh/

English (LSJ)

ἡ, way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.22.130, cf. A.R.4.148, Opp.H.4.623; assault, attack, πόλεις ἐφορμαῖς λαβεῖν Th.6.90; enterprise, A.R.4.204.

German (Pape)

[Seite 1123] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’assaillir, attaque;
2 endroit par où l'on attaque.
Étymologie: ἐφορμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμή:
1 удобное для нападения место, подступ: μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;
2 нападение: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις λαβεῖν Thuc. атаками с суши захватить города.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμή: ἡ, εἴσοδος, δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - προσβολή, ἐπίθεσις, ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· ἐπιχείρησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.

English (Autenrieth)

way to speed to (from the interior to the ὁδὸς ἐς λαύρην), Od. 22.130†.

Greek Monolingual

ἐφορμή, ἡ (Α)
1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος
2. προσβολή, επίθεση
3. επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ].

Greek Monotonic

ἐφορμή: ἡ,
1. είσοδος επίθεσης, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή, ο μόνος τόπος για να επιτεθεί κάποιος, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίθεση, επιδρομή, προσβολή, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐφ-ορμή, ἡ,
1. a way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.
2. an assault, attack, Thuc.