ἐνόπλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνόπλιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[совершаемый или исполняемый при оружии]] ([[παίγνια]] Plat.; [[ὄρχησις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исполняемый при военной пляске]] ([[ῥυθμός]] Xen., Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[вооруженный]] ([[Ἀφροδίτη]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ῥυθμός]]) эноплий (боевой размер, разновидность пеана или кретика) Arph.
|elrutext='''ἐνόπλιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[совершаемый или исполняемый при оружии]] ([[παίγνια]] Plat.; [[ὄρχησις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исполняемый при военной пляске]] ([[ῥυθμός]] Xen., Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[вооруженный]] ([[Ἀφροδίτη]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (''[[sc.]]'' [[ῥυθμός]]) эноплий (боевой размер, разновидность пеана или кретика) Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐνόπλιος]], ον = [[ἔνοπλος]]<br />[[ἐνόπλιος]] (sc. [[ῥυθμός]]), ὁ a war-[[tune]], [[march]], Ar., Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐνόπλιος]], ον = [[ἔνοπλος]]<br />[[ἐνόπλιος]] (''[[sc.]]'' [[ῥυθμός]]), ὁ a war-[[tune]], [[march]], Ar., Xen.
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 11:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόπλιος Medium diacritics: ἐνόπλιος Low diacritics: ενόπλιος Capitals: ΕΝΟΠΛΙΟΣ
Transliteration A: enóplios Transliteration B: enoplios Transliteration C: enoplios Beta Code: e)no/plios

English (LSJ)

ον, (ὅπλον)
A = ἔνοπλος, ἔρις Gorg.Fr.6; πρύλις Call. Dian.241; ἐπιστήμη D.H.20.2; πυρρίχη Anon. Vat.64: neut. as adverb, ἐλέλιξεν ἐνόπλιον Call.Del.137.
II ἐνόπλιος (with or without ῥυθμός), ὁ, 'martial' rhythm, X.An.6.1.11, etc.; ῥυθμὸς κατ' ἐνόπλιον Ar.Nu.651; ἐ. σύνθετος Pl.R.400b; also νόμος Epich.75; ἀγωνία Phld.Hom.p.28 O.; ἐ. μέλη Ath.14.63of; Κουρήτων ἐ. παίγνια Pl. Lg.796b; θεῖν τὸν ἐ. Him.Or.2.20: hence ἐνόπλια παίζειν Pi.O.13.86.—On the ῥυθμὸς κατ' ἐνόπλιον, v. Sch.Pi.P.2.127, Sch.Ar.Nu. 651.
III ἐνόπλιον, τό, contest in arms, of a race of war-chariots, SIG802A 10 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): εἰν- Orác. en Milet 6(3).1142.12 (II/III d.C.)
I 1agon. en armas, armado de la carrera con armas ὁ ἀπὸ τοῦ τροπαίου ἐ. δρόμος en las Eleuterias de Platea Didyma 201.14 (I a.C.), cf. D.C.77.16.7, ὁ ἀπὸ Ἡρακλέους σεβαστὸς ἐ. δρόμος SEG 35.930C.1.6 (Quíos II d.C.)
subst. ὁ ἐ. (sc. δρόμος) carrera de hombres en armas τὸν ἐνόπλιον ἔθεον Him.6.20, cf. Fauorin.Cor.14, νεικήσασα Ἴσθμια ... ἐνόπλιον FD 1.534 (I d.C.)
epít. de Afrodita en Esparta la que va armada Ἀφροδίτην σέβουσι τὴν ἐνόπλιον Plu.2.239a, IG 5(1).602.9 (III d.C.).
2 guerrero, marcial
a) mús., del ritmo compuesto, gener. anapéstico, apto para acompañar la formación de hombres armados o para la danza guerrera με ἀκηκοέναι ... ἐνόπλιόν τέ τινα (ῥυθμόν) ὀνομάζοντος αὐτοῦ σύνθετον Dam.Mus.B 9, cf. X.An.6.1.11, Nonn.D.40.245, ἤνεγκεν ᾠδὴν Ἀφαρεὺς ἐνόπλιον D.Fr.13.19S.
del movimiento, la danza y el canto guerrero, militar, armado (cf. 1) τὰ ἐμβατήρια μέλη ... ἅπερ καὶ ἐνόπλια καλεῖται Aristox.Fr.103, Κουρήτων ἐνόπλια παίγνια en Atenas, Pl.Lg.796b, como danza oriunda de Creta posteriormente perfeccionada por Esparta ἀσκεῖν δὲ καὶ τοξικῇ καὶ ἐνοπλίῳ ὀρχήσει, ἣν καταδεῖξαι Κουρῆτας Ephor.149, cf. Str.10.3.11, D.Chr.2.61, ἐνόπλια βήματα θέντες Orph.H.31.1, de las danzas de los Coribantes, Sch.S.Ai.699P., de danzas de jóvenes armados βηταρμὸν ἐνόπλιον εἱλίσσοντο A.R.1.1135, περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο ... ἐν σακέεσσιν ἐνόπλιον Call.Dian.241, cf. Plu.Num.13, Sch.Pi.O.13.123c, ἡ ἐ. πυρρίχη Par.Vat.58;
b) táct. κίνησις ἐ. del movimiento táctico en determinada formación, S.E.M.6.10, del llamado διπλασιασμός q.u., Hsch.δ 1943, del ἐξελιγμός Hsch.ε 3695.
3 de abstr. que es con armas, propio de las armas ἐ. ἔρις lucha armada Gorg.B 6, ἐ. ἀγ[ω] νία Phld.Hom.22.22, ἐμάχοντο ... ἀποδεικνύμενοι τὴν ἐνόπλιον ἐπιστήμην luchaban demostrando su experiencia con las armas D.H.20.2, ἐ. κρότος entrechocar de armas como aplauso a un jefe militar, Plu.Mar.22
neutr. como adv. en son de guerra ἡ δ' (ἀσπίς) ἐλέλιξεν ἐ. Call.Del.137.
II subst. τὸ ἐ.
1 enoplio, ritmo marcial, danza armada ἐπαυλῆσαι τοῖς Διοσκόροις τὸ ἐνόπλιον Epich.92, ἀναβαὶς δ' ἐνόπλια ... ἔπαιζεν montando en Pegaso ejecutaba evoluciones guerreras Pi.O.13.86, πέρα τοῦ καιροῦ φιλορχησταὶ τὰ ἐνόπλια Aristid.Quint.63.17, ἐνόπλια παιδεύειν Luc.Salt.21, εἰνόπλιον ... παρ' ἀθανάτοισι χόρευσεν de Atenea, Orác. en Milet l.c.
2 métr. enoplio metro derivado del ritmo homónimo (cf. I 3), utilizado en lír., tragedia y comedia, asociado a una amplia variedad de esquemas ἐπαΐονθ' ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ' ἐνόπλιον, χὠποῖος αὖ κατὰ δάκτυλον Ar.Nu.651, cf. anón. en GLP 131.4, Sch.Ar.ad loc., Sch.Pi.N.6 proem.
3 τὰ ἐνόπλια = lo relativo a las armas, los asuntos de guerra op. τὰ ἀγοραῖα Ael.NA 6.58.

German (Pape)

[Seite 849] in den Waffen, mit den Waffen, bes. ῥυθμός, der Takt zum Waffentanz, Xen. An. 6, 1, 11; Plat. Rep. III, 400 b; κατ' ἐνόπλιον Ar. Nub. 641, wie ὁ ἐν., Epicharm. Ath. IV, 184 f; μέλη Ath. XIV, 630 t; – Κουρήτων παίγνια, Waffentanz, Plat. Legg. VII, 796 b, wie ἐνόπλια παίζειν Pind. Ol. 13, 83; τὰ ἐνόπλια παιδεύειν Luc. salt. 21; βηταρμός Ap. Rh. 1, 1135; ὠρχήσαντο ἐνόπλιοι Callim. Dian. 241; – οἱ ἐν. θεοί, Kriegsgötter, D. H. 2, 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne les prises d'armes ; τὰ ἐνόπλια LUC danse armée ; ἐνόπλιος ῥυθμός XÉN air ou marche de la danse armée.
Étymologie: ἐν, ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

ἐνόπλιος:
1 совершаемый или исполняемый при оружии (παίγνια Plat.; ὄρχησις Plut.);
2 исполняемый при военной пляске (ῥυθμός Xen., Plat.);
3 вооруженный (Ἀφροδίτη Plut.).
II ὁ (sc. ῥυθμός) эноплий (боевой размер, разновидность пеана или кретика) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόπλιος: ον (ὅπλον) = τῷ ἑπομ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. ΙΙ. ἐνόπλιος (ἐνν. ῥυθμός), ὁ, ὁ μετρικὸς χρόνος προσαρμοζόμενος εἰς τὰ πολεμικὰ μέλη, «εἶδος ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ὠρχοῦντο σείοντες τὰ ὅπλα, ἔστι δὲ ὁ ἐν ἡμιολίῳ˙ ἡ γὰρ μακρὰ πρὸς τὰς δύο βραχείας ἴσον τι ἔχει ῥυθμὸν ἐκ τριποδίας ἀναπαιστικόν, ὃς δέχεται πάντας τοὺς δισυλλάβους πόδας. οἱ δὲ ἐνόπλιον τὸ ἀμφίμακρον ὃς καὶ Κρητικὸς καλεῖται» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651)˙ ἐπαΐονθ’ ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ’ ἐνόπλιον, κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 651˙ ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11˙ ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντες ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῷόν γε, «ὁ ἐνόπλιος σύνθετός ἐστιν ἐξ ἰάμβου καὶ δακτύλου καὶ τῆς περιαμβίδος... ἐξορμητικὸς εἰς πόλεμον» (Πρόκλ.), Πλάτ. Πολ. 400Β˙ ὡσαύτως, ἐν. μέλη Ἀθήν. 630F˙ Κουρήτων ἐν. παίγνια Πλάτ. Νόμ. 796Β˙ ἐντεῦθεν, ἐνόπλια παίζειν Πίνδ. Ο. 13. 123˙ ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. - Περὶ τοῦ ῥυθμοῦ κατ’ ἐνόπλιον ἴδε Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 127, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Slater)

ἐνόπλιος n. pl. pro adv., in armour ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν sc. Bellerophon mounted on Pegasos: “er übte das Waffenspiel” Mezger (O. 13.86)

Greek Monolingual

ἐνόπλιος, -ον (AM) ένοπλος
1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.)
2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ.
β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.)
αρχ.
1. μετρικός χρόνος που προσαρμόζεται στα πολεμικά μέλη, πολεμικός ρυθμός («ἐμβατήρια μέλη... ἅπερ καὶ ἐνόπλια καλεῖται», Αθήν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνόπλιον
ένοπλος αγώνας (για άρματα)
3. (το ουδ. ως επίρ.) ἐνόπλιον
πολεμικά, με πολεμικό ήχο («ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ δούρατος, ἡ δ' ἐλέλιξεν ἐνόπλιον» — χτύπησε την ασπίδα με την αιχμή του δόρατος, κι αυτή έβγαλε πολεμικό κρότο, Καλλ.).

Greek Monotonic

ἐνόπλιος: -ον = το επόμ.· ἐνόπλιος (ενν. ῥυθμός), , πολεμικός ρυθμός, πολεμικό εμβατήριο, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

ἐνόπλιος, ον = ἔνοπλος
ἐνόπλιος (sc. ῥυθμός), ὁ a war-tune, march, Ar., Xen.

Translations

armed

Albanian: armatosur; Arabic: مُسَلَّح‎; Armenian: զինված; Belarusian: узброены; Bulgarian: въоръжен; Catalan: armat; Chinese Czech: ozbrojený; Danish: bevæpnet; Dutch: gewapend; Esperanto: armita; Finnish: varustettu; aseistautunut, aseistettu; French: armé; German: bewaffnet; Greek: ένοπλος; Ancient Greek: ἀκαχμένος, ἐνωπλισμένος, ἐνόπλιος, ἔνοπλος; Hindi: मुसल्लह, हथियारबंद, सशस्त्र; Italian: armato; Kurdish Northern Kurdish: çekdar; Latin: armatus, armiger; Luxembourgish: bewaffent, arméiert; Macedonian: вооружен; Maori: maupū, maurākau; Norwegian Bokmål: bevæpnet, bevæpna; Old English: ġewǣpnod; Persian: مسلح‎, زیناوند‎, افزارمند‎; Plautdietsch: bewaufnet; Polish: uzbrojony, zbrojny; Portuguese: armado; Romanian: armat, înarmat; Russian: вооружённый, вооружившийся; Sardinian: armàdu; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀ружа̄н, на̏оружа̄н; Roman: òružān, nȁoružān; Slovak: ozbrojený; Slovene: oborožen; Spanish: armado; Swedish: beväpnad; Tajik: мусаллаҳ; Ukrainian: озброєний, збройний