μέροψ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> | |btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[mortel]] ; οἱ μέροπες les mortels, les hommes;<br /><b>2</b> guêpier, <i>oiseau qui mange les abeilles</i>;<br /><b>3</b> οἱ Μέροπες nom des habitants de Cos.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, mourir ; cf. [[βροτός]], p. *μβροτός, *μροτός, <i>lat.</i> mori ; sel. d'autres de la R. Σμερ, <i>skr.</i> smar, penser, cf. [[μέριμνα]], [[μερμηρίζω]], et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:04, 7 December 2022
English (LSJ)
οπος, ὁ, poet. word, used only in plural as epithet of men, derived by Gramm. from μείρομαι, ὄψ, A dividing the voice, i. e. articulate (cf. Hsch., Sch.11.1.250), μ. ἄνθρωποι Il. l.c., Hes.Op.109, etc.; μ. βροτοί 11.2.285; μερόπεσσι λαοῖς A.Supp.90 (lyr.): hence as substantive, = ἄνθρωποι, Musae.Fr.13 D., A.Ch.1018 (anap.), E.IT1263 (lyr.), A.R.4.536, Call.Fr.418, AP7.563 (Paul. Sil.); a usage satirized by Strato Com., 1.6 sq. II in sg. and pl., bee-eater, Merops apiaster, Arist.HA615b25, Plu.2.976d; cf. εἴροψ.
German (Pape)
[Seite 136] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) die Menschen, die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; οὔτις μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der Bienenfresser, sonst ἀέροψ, Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
1 mortel ; οἱ μέροπες les mortels, les hommes;
2 guêpier, oiseau qui mange les abeilles;
3 οἱ Μέροπες nom des habitants de Cos.
Étymologie: R. Μαρ, mourir ; cf. βροτός, p. *μβροτός, *μροτός, lat. mori ; sel. d'autres de la R. Σμερ, skr. smar, penser, cf. μέριμνα, μερμηρίζω, et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux.
Russian (Dvoretsky)
μέροψ: οπος ὁ
1 смертный, человек (οὔτις μερόπων Aesch.);
2 зоол. ястреб-пчелоед (Merops apiaster или Pernis apivorus) Arst., Plut.
Russian (Dvoretsky)
μέροψ: οπος adj. (dat. pl. μερόπεσσι) (только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μέροψ: -οπος, ὁ, (μείρομαι, μερίζω, ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. αὐδήεις), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - ἐντεῦθεν τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, εἶδος πτηνοῦ, μελισσοφάγος, Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. ὄνομα ἦν εἶροψ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6.
English (Autenrieth)
οπος: probably mortal, μέροπες ἄνθρωποι, μερόπεσσι βροτοῖσιν, Σ 2, Il. 2.285.
Greek Monolingual
-οπος, ο (Α μέροψ)
νεοελλ.
ζωολ. το πτηνό μελισσοφάγος
αρχ.
1. (ποιητ. λ., ως επίθ. τών ανθρώπων, μόνο στον πληθ.) αυτοί που διαιρούν, που μερίζουν τη φωνή, δηλαδή αυτοί που έχουν έναρθρη φωνή, που μιλούν ενάρθρως (α. «μέροπες ἄνθρωποι», Ομ. Ιλ.
β. «μέροπες βροτοί», Ομ. Ιλ.
γ. «μερόπεσσι λαοῖς», Αισχύλ.)
2. άνθρωπος
3. (κατά τον Ησύχ.) «μέροπες
ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, ἤγουν τὴν φωνήν
ἢ άπὸ Μέροπος, τοῦ πατρὸς Φαέθοντος, Κῴου
λέγονται δὲ καὶ Κῷοι Μέροπες
καὶ ὄρνεά τινα, ὡς Ἀριστοτέλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέροψ «άνθρωπος, βροτός» και «είδος πτηνού, ο μελισσοφάγος» (στον πληθ. Μέροπες, πρβλ. Δόλοπες) είναι ονομ. τών κατοίκων της Κω, που θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από τον αυτόχθονα ήρωα της περιοχής ο οποίος ονομαζόταν Μέροψ (πρβλ. Μερόπη). Το όνομα αυτό εντάσσεται σε μια σειρά ονομάτων πουλιών και συγχρόνως λαών και ανθρώπων (πρβλ. δρύοψ: Δρύοπες, ἀέροψ: Ἀέροπες) που εμφανίζουν επίθημα -οπ-, αβέβαιης προέλευσης. Κατά μία άποψη, το επίθημα αυτό είναι προελληνικό, ενώ κατ' άλλη άποψη ανάγεται στη λ. ὄψ, ὀπός «όψη, όραση» ή «φωνή». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. μέροπες είναι σύνθετη από θ. μερ- του μείρομαι και ὄψ, ὀπός «φωνή» (πρβλ. το ερμήνευμα του Ησύχ. «μέροπες
ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, ἤγουν τὴν φωνήν»), άποψη όμως που οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολ. Κατ' άλλους, το θ. μερ- της λ. συνδέεται με τα μέρμερος και μέριμνα ή με τη ρίζα mer- «πεθαίνω» (πρβλ. βροτός και λατ. morior «πεθαίνω») ή, κατ' άλλους, με τα μαρμαίρω «αστράφτω, λάμπω» και μάρπτω «αρπάζω», απόψεις που δεν κρίνονται πολύ πιθανές. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ τών σημασιών «είδος πτηνού, ο μελισσοφάγος», «άνθρωπος, βροτός» και της προσωνυμίας του λαού της Κω είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν το όνομα του ήρωα Μέροπος έχει παραχθεί από την ονομ. του πουλιού ή το αντίστροφο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, όπως ο ήρωας Μέροψ έχει γεννηθεί από τη γη έτσι και το πουλί μέροψ γεννάει τα αβγά του στη γη. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η άποψη ότι αρχική σημ. της λ. είναι η προσωνυμία τών κατοίκων της Κω (πρβλ. «πόλις Μερόπων ἀνθρώπων», στίχο από τον Ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα), ενώ οι άλλες χρήσεις της λέξης ανάγονται σ' αυτήν: πόλις Μερόπων ἀνθρώπων «μια πόλη με θνητούς ανθρώπους»].
Greek Monotonic
μέροψ: -οπος, ὁ (μείρομαι, ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. προσδιορισμός για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, προικισμένος με το χάρισμα του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, μέροπες ως ουσ., = ἄνθρωποι, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
μέρ-οψ, οπος, μείρομαι, ὄψ]
only in plural as epithet of men, dividing the voice, i. e. articulate-speaking, endowed, with speech, Hom., Hes.:—hence μέροπες as substantive = ἄνθρωποι, Aesch., Eur.