ἐπιτηδές: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> [[suffisamment]], [[en nombre suffisant]];<br /><b>II.</b> [[comme il convient]], [[à dessein]], [[d'une façon appropriée]] :<br /><b>1</b> [[convenablement]] : [[ὥσπερ]] [[ἐπιτηδές]] PLUT le mieux possible;<br /><b>2</b> [[à dessein]], [[en vue de qch]];<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> [[avec ruse]], [[avec artifice]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τῆδε ; sel. d’autres δε [[ἐπιτείνω]].
|btext=<b>I.</b> [[suffisamment]], [[en nombre suffisant]];<br /><b>II.</b> [[comme il convient]], [[à dessein]], [[d'une façon appropriée]] :<br /><b>1</b> [[convenablement]] : [[ὥσπερ]] [[ἐπιτηδές]] PLUT le mieux possible;<br /><b>2</b> [[à dessein]], [[en vue de qch]];<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> [[avec ruse]], [[avec artifice]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τῆδε ; sel. d'autres δε [[ἐπιτείνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 22:45, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηδές Medium diacritics: ἐπιτηδές Low diacritics: επιτηδές Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΣ
Transliteration A: epitēdés Transliteration B: epitēdes Transliteration C: epitides Beta Code: e)pithde/s

English (LSJ)

Adv. of set purpose, advisedly, twice in Hom., ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν Il.1.142; μνηστήρων σ' ἐ. ἀριστῆες λοχόωσιν Od.15.28:—later proparox., ἐπίτηδες, Hdt.3.130, al., Hp.VC11, Ar.Eq.893,al., Th.3.112, Pl.Cri. 43b, etc.: Dor. ἐπίταδες Theoc.7.42: hence, cunningly, deceitfully, E.IA476; εἰς καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐπιτηδές = fittingly, as best may be, Plu.2.577e; cf. ἐξεπίτηδες.

German (Pape)

[Seite 992] att. ἐπίτηδες, dor. ἐπίταδες, Theocr. 7, 42 (ein adj. ἐπιτηδής kommt nicht vor, u. auch das adv. ἐπιτηδέως ist regelmäßig vom ion. ἐπιτήδεος abgeleitet; nach Buttm. Lexil. I p. 46 von ἐπὶ τάδε, dazu?); – 1) soviel dazu gehört, hinreichend, hinlänglich, ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, soviel Ruderer zur Fahrt gehören, hinreichende, Il. 1, 142; μνηστήρων σ' ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν, die ersten der Freier lauern dir in hinlänglicher Zahl oder Stärke auf, Od. 15, 28, in welcher Stelle Eust. ἐπιτηδές = ἐπιτηδεῖς erkl.; richtiger würde auch hier ἐπίτηδες geschrieben, vgl. Hdn. π. μον. λ. 47, 4. – 2) sorgfältig, mit Vorbedacht, absichtlich, auch gekünstelt, verstellt, ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ 'πίτηδες μηδὲν ἀλλ' ὅσον φρονῶ Eur. I. T. 476; ἐπίτηδες πηδάλιον εἶχον, vorsichtig hatte ich es mit, oder gerade dazu, Ar. Pax 142; vgl. Equ. 893. 1131. 1180; Her. 3, 130. 7, 44; τοὺς Μεσσηνίους πρώτους ὁ Δημοσθένης ἐπ. προὔταξεν Thuc. 3, 112; Plat. Crit. 43 b Lach. 183 c; Lys. 1, 11. 22, 9 u. A.; auch Plut.

French (Bailly abrégé)

I. suffisamment, en nombre suffisant;
II. comme il convient, à dessein, d'une façon appropriée :
1 convenablement : ὥσπερ ἐπιτηδές PLUT le mieux possible;
2 à dessein, en vue de qch;
3 en mauv. part avec ruse, avec artifice.
Étymologie: ἐπί, τῆδε ; sel. d'autres δε ἐπιτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτηδές: атт. ἐπίτηδες, дор. ἐπίτᾱδες adv.
1 надлежащим образом, как (или сколько) следует, в достаточном количестве (ἐρέτας ἀγείρειν Hom.): ὥσπερ ἐπίτηδες Plut. как следует, наилучшим образом;
2 умышленно, преднамеренно, нарочно, Her., Arst., Plut.;
3 хитро, притворно, лукаво: ἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ἐπίτηδες Eur. чистосердечно и бесхитростно.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηδές: Ἐπίρρ., ἐπὶ σκοπῷ ὡρισμένῳ, ἐπὶ τούτῳ ἐπίτηδες, ἐς δ᾿ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν Ἰλ. Α. 142· μνηστήρων σ᾿ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν Ὀδ. Ο. 28. ― Παρ᾿ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. γράφεται προπαροξ. ἐπίτηδες (πρβλ. ἀληθές, ἄληθες), Ἡρόδ. 3. 130., 7. 44, 168, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893, 1135, 1184, Εἰρ. 142, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 112, Πλάτ. κλ.: Δωρ. ἐπίτᾱδες Θεόκρ. 7. 42· ἐντεῦθεν, μετὰ πονηρίας, ἀπατηλῶς, Εὐρ. Ι. Α. 476: ― ὥσπερ ἐπίτηδες, ἁρμοδίως, ὡς πρέπει, Πλούτ. 2. 577D: μεταγεν. ὡσαύτως ἐξεπίτηδες. Τύπος ἐπιτηδὴς δὲν ἀπαντᾷ ἐν χρήσει· μόνον ὁ Εὐστ. ἐν Ὀδ. Ο. 28 ἀναφέρει αὐτὸν ὡς ἀρσ. τοῦ ἐπιτηδές. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος· ὁ Κούρτ. ὑποβάλλει γνώμην ὅτι πιθανὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ τείνω, Λατ. tendo· ἐντεῦθεν τὰ ἐπιτηδεύω, ἐπιτήδειος).

English (Autenrieth)

sufficiently, as are needed, Il. 1.142, Od. 15.28.

Greek Monolingual

(Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές)
επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «το έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ‘πίτηδες μηδὲν ἄλλ’ ὅσον φρονῶ», Ευρ.)
2. κατάλληλα, όπως πρέπει («εἰς τὸν καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐπίτηδες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχική μορφή του επιρρήματος είναι ο οξυτονούμενος τύπος (ουδ. επιθέτου) επιτηδές (Όμηρος) απ’ όπου, με μετακίνηση του τόνου, προήλθε ο τύπος επίτηδες είτε λόγω της χρήσεως του επιθέτου ως επιρρήματος είτε για λόγους εκφραστικότητας (πρβλ. αληθές > άληθες, χαρίεν > χάριεν). Το επίρρ. επίτηδες (Ηρόδ., Αριστ., ιων.-αττ.) είναι αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από το επί και ουσ. τήδος, τάδος, που συνδέεται με οσκ. tadait «άς, να νομίσει». Κατ’ άλλους, το επιτᾱδες, ακολουθώντας τον σχηματισμό τών ονομάτων με θ. σε -ς, είναι σύνθετο με α’ συνθετικό επί- και β’ συνθετικό πληθ. ουδ. δεικτικού τάδε, αλλά με μακρό ανώμαλο στην Ελληνική.
ΠΑΡ. επιτήδειος.].

Greek Monotonic

ἐπιτηδές: επίρρ., με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός, επαρκώς, αρκετά, ή με προκαθορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εκ προθέσεως, εσκεμμένα, Λατ. consulto, de industria, σε Όμηρ.· σε Ηρόδ. και Αττ. γράφεται προπαροξ., ἐπίτηδες, σε Ηρόδ.· Δωρ. ἐπίτᾱδες, σε Θεόκρ.· επίσης, σκοπίμως, απατηλά, πονηρά, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: prob. of set purpose, deceitfully (Α 142, ο 28); on the proparoxytonon (emotionally?) Schwyzer 380.
Other forms: ἐπίτηδες (Ion.-Att.), ἐπίταδες (Theoc. 7, 42)
Compounds: Comp. ἐξεπίτηδες id. (Ion.-Att.).
Derivatives: Adj. ἐπιτήδειος (Att.; -εος Ion.) appropriate, suitable, fitting with ἐπιτηδειότης (Ion.-Att.); denomin. verb ἐπιτηδεύω on purpose, do sth. on purpose (Ion.-Att.) with ἐπιτήδευμα, ἐπιτήδευσις profession, action (Att.; on the meaning Röttger Plat. Subst. 22ff.), Cret. ἐπιτάδουμα; ἐπιτηδευ(μα)τικός (hell.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Supposes a noun *τῆδος, *τᾶδος; further unknown. Acc. to Bücheler (s. Bechtel s. v.) to Osc. tadait censeat (?; after Vetter rather videatur); cf. Brugmann Grundr.1 2, 684 and Demonstr. 140ff. (s. Bq), von Prellwitz Glotta 19, 97.

Middle Liddell


such as may serve the purpose, enough, or of set purpose, advisedly, studiously, Lat. consulto, de industria, Hom.;—in Hdt. and attic written proparox.,

Frisk Etymology German

ἐπιτηδές: (Α 142, ο 28),
{epitēdés}
Forms: ἐπίτηδες (ion. att.), ἐπίταδες (Theok. 7, 42)
Grammar: Adv.
Meaning: etwa mit Vorbedacht, absichtlich; zur Proparoxytonierung (gefühlsbedingt?) Schwyzer 380.
Composita: Komp. ἐξεπίτηδες ib. (ion. att.).
Derivative: Davon das Adj. ἐπιτήδειος (att.; -εος ion.) geeignet, geschickt, passend mit ἐπιτηδειότης (ion. att.); ferner das denominative Verb ἐπιτηδεύω geflissentlich, mit Fleiß betreiben (ion. att.) mit ἐπιτήδευμα, ἐπιτήδευσις Beschäftigung, Beruf, Benehmen (att.; zur Bedeutung Röttger Plat. Subst. 22ff.), kret. ἐπιτάδουμα; ἐπιτηδευ(μα)τικός (hell.).
Etymology: Scheint ein Nomen *τῆδος, *τᾶδος vorauszusetzen; sonst dunkel. Nach Bücheler (s. Bechtel s. v.) zu osk. tadait censeat (?; nach Vetter eher videatur); weitere, sehr unglaubhafte Hypothesen von Brugmann Grundr.1 2, 684 und Demonstr. 140ff. (s. Bq), von Prellwitz Glotta 19, 97.
Page 1,544