μογερός: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἐπίπονος, μογερός, ἔμπονος;" to "Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, [[ἔμμοχθο...)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mogeros
|Transliteration C=mogeros
|Beta Code=mogero/s
|Beta Code=mogero/s
|Definition=ά, όν, also ός, όν Nic.''Al.''419<br><span class="bld">A</span> ([[varia lectio|v.l.]] for [[σμυγερός]]): ''poet.'' Adj. used by Trag. in anap. and lyr. ([[μόγος]], cf. [[σμογερός]]):<br><span class="bld">I</span> of persons, [[toiling]], [[distressed]], [[wretched]], A.''Pr.''565, ''Th.''827, E.''Tr.''783, 790, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 1207; so μ. οἶκοι S.''El.''93. Adv. [[μογερῶς]] = [[unluckily]], [[grievously]] Man.1.146.<br><span class="bld">II</span> of things, [[toilsome]], [[grievous]], [[κάματοι]] [[varia lectio|v.l.]] in ''AP''7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.''Med.''205; [[ἀκουαί]] ear [[trouble]], Marc.Sid.86.
|Definition=ά, όν, also ός, όν Nic.''Al.''419<br><span class="bld">A</span> ([[varia lectio|v.l.]] for [[σμυγερός]]): ''poet.'' Adj. used by Trag. in anap. and lyr. ([[μόγος]], cf. [[σμογερός]]):<br><span class="bld">I</span> of persons, [[toiling]], [[distressed]], [[wretched]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''565, ''Th.''827, E.''Tr.''783, 790, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 1207; so μ. οἶκοι S.''El.''93. Adv. [[μογερῶς]] = [[unluckily]], [[grievously]] Man.1.146.<br><span class="bld">II</span> of things, [[toilsome]], [[grievous]], [[κάματοι]] [[varia lectio|v.l.]] in ''AP''7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.''Med.''205; [[ἀκουαί]] ear [[trouble]], Marc.Sid.86.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:00, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογερός Medium diacritics: μογερός Low diacritics: μογερός Capitals: ΜΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: mogerós Transliteration B: mogeros Transliteration C: mogeros Beta Code: mogero/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419
A (v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός):
I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. μογερῶς = unluckily, grievously Man.1.146.
II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.

German (Pape)

[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.

Russian (Dvoretsky)

μογερός:
1 несчастный, страдающий (μήτηρ Eur.);
2 мучительный (ἄχεα Eur.);
3 жестокий (Μοῖρα βαρυδότειρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.

Greek Monolingual

μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].

Greek Monotonic

μογερός: -ά, -όν (μόγος),·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.
II. λέγεται για πράγματα, κοπιαστικός, αλγεινός, λυπηρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μογερός, ή, όν μόγος
I. of persons, toiling, wretched, Trag.
II. of things, toilsome, grievous, Eur.

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung