δίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίδωμι''': Ἰλ. Ψ. 620, Ἀττ.· παρατ. ἐδίδω, δίδω Ὀδ. Λ. 289,Ἰλ. Ε. 165, κτλ., γ΄ πληθ. ἐδίδοσαν Ἡρόδ. 8. 9, Ἀττ.· ἀλλὰ οἱ συνηθέστεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ. [[εἶναι]] ἐκ τοῦ *διδόω, ἰδίως παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσι, διδοῖς, διδοῖσθα Ἰλ. Ι. 164, Τ. 270· διδοῖ Ὀδ. Ρ. 350, Ἡρόδ., [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1010· διδοῦσι Ἰλ. Τ. 265, κτλ.· προστακτ. δίδου Ἡρόδ. 3. 140, Εὐρ.· Δωρ. δίδοι Πίνδ. Ο. 1. 136, Ἐπ. δίδωθι Ὀδ. Γ. 380· ἀπαρ. διδοῦν Θέογν. 1302, Ἐπ. διδοῦναι Ἰλ. Ω. 425· Δωρ. διδῶν Θεόκρ. 29. 9)· - παρατ. ἐδίδουν, -ους, -ου, Ὅμ. (Ἐπ. δίδου Ἰλ.), Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ἐδίδουν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 138, [[ὡσαύτως]] ἔδιδον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, δίδον [[αὐτόθι]] 328· Ἐπ. παρατ. [[δόσκον]] Ἰλ. Ξ. 382· - μέλλ. δώσω Ἀττ., Ἐπ. διδώσω Ὀδ. Ν. 358, Ω. 314· - ἀόρ. α΄ ἔδωκα, Ἐπ. δῶκα, Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. β΄ ἔδων, ἐξ ὧν τὸ ἔδωκα [[εἶναι]] εὔχρηστον μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, τὸ δὲ ἔδων ἐν τῷ πληθ. τῆς ὁριστ. ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐγκλίσεσι, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς· ἰδιαίτεροι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. ὑποτακτ. γ΄ ἑνικ. δώῃ, δώῃσι, δῷσι Ἰλ. Π. 725, Α. 324, Ὀδ. Β. 144· α΄ πληθ. δώομεν Ἰλ. Η. 299, Ὀδ. Π. 184, γ΄ πλ. δώωσι Ἰλ. Α. 137· ἀπαρ. [[δόμεναι]], δόμεν Α. 116, Σ. 458, ([[ὡσαύτως]] Δωρ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1163, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ ὁμαλὸς ἀόρ. α΄ δώσῃς Ἀνθ. Π. παρατ. 204, πρβλ. Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 292, κτλ.· - πρκμ. δέδωκα Πίνδ., Ἀττ., Βοιωτ. γ΄ πληθ. ἀποδεδόανθι Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 35· ὑπερσυντ. ἐδεδώκει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26. - Μέσ. (ἴδε [[ἀποδίδωμι]]). - Παθ., μέλλ. δοθήσομαι Εὐρ. Φοιν. 1650, Ἰσαῖ., κτλ.· ἀόρ. ἐδόθην Ὀδ. Β. 78, Ἀττ.· πρκμ. δέδομαι Ἰλ. Ε. 428, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1041, Θουκ.· γ΄ πληθ. δέδονται Εὐρ. Ἱκέτ. 757· ὑπερσυντέλ. ἐδέδοτο Θουκ. 3. 109. (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΟ, [[ὁπόθεν]] καὶ [[δοτήρ]], [[δόσις]], [[δῶρον]], [[δάνος]], κτλ.· πρβλ. τὰ Σανσκρ. da, dadâmi ([[δίδωμι]]), dâtâ (dator), dânam (donum, πρβλ. danunt ἀντὶ dant, [[δάνος]])· Λατ. da-re, dator, dos, donum, dedo, κτλ.· Σλαυ. dami (do), daru (donum), dani (vectigal).) Ἴδε Κόντ. Λογ. Ἑρμ. 332. Ἡ ἐξ ἀρχῆς, πρώτη, [[σημασία]], [[εἶναι]]: δίδω, δωροῦμαι, χαρίζω (περιλαμβανομένης [[πάντοτε]] τῆς ἰδέας τοῦ δώρου ἢ τῆς δωρεὰν δόσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποδίδωμι]]), τινί τι Ὁμήρῳ καὶ [[ἐφεξῆς]] ἡ κοινοτάτη [[σύνταξις]]· ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ = εἶμαι ἕτοιμος νὰ δώσω, νὰ [[προσφέρω]], Ἰλ. Ι. 519, Ἡρόδ. 5. 94., 9. 109, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, Ξεν. Ἀν. 6. 1. 9, κτλ.· τὰ διδόμενα, πράγματα προσφερόμενα, Δημ. 267. 6. 2) [[παρέχω]], δίδω, [[κῦδος]], νίκην, κτλ., Ὅμηρ., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῶν, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, κτλ., Ἰλ. Α. 96, κτλ.· βραδύτερον, εὖ δίδωμί τινι, δίδω εὐτυχίαν εἴς τινα, Σοφ. Ο. Τ. 1081, Ο. Κ. 642, Εὐρ. Ἀνδρ. 750· - ἀπολ., ἐπὶ τῶν νόμων, [[παρέχω]] τὴν ἄδειαν, δίδω ἄδειαν, [[ἐπιτρέπω]], δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων Ἰσαῖ. 63. 8. 3) [[προσφέρω]] εἰς τοὺς θεούς, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν Ἰλ. Μ. 6. Ὀδ. Α. 67, καὶ Ἀττ. 4) προστιθεμένης ἀπαρεμφ., [[ξεῖνος]] γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν…, Ἰλ. Ο. 532, πρβλ. Ψ. 21, 183· δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι Η. 149· - βραδύτερον, ἐπὶ χορηγήσεως τροφῆς ἢ ποτοῦ, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 7, Φερεκρ. Κορ. 3. κτλ.· ἐδίδου ῥοφεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10· δίδου μασᾶσθαι Εὔπολ. Διον. 2· δὸς [[καταφαγεῖν]] Ἡγήμ. Φιλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. Δουλ. 4, πρβλ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 8· ἀκολούθως παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., φιάλην ἔδωκε κεράσας Ἔφιππ. Ἐφηβ. 3· εὐζωρότερον δὸς Δίφιλ. Παιδ. 1· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χορηγήσεως ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, δίδου κατὰ χειρὸς (ἐνν. νίψασθαι) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2, Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 3. 5) φράσεις παρὰ πεζοῖς: δ. ὅρκον, ἀντίθετον τῷ λαμβάνειν, [[παρέχω]] ὅρκον, Ἰσαῖ. 77. 16, ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27 κἑξ.· - δ. ψῆφον, γνώμην, [[παρέχω]] ψῆφον, γνώμην, Δημ. 542, 18., 704. 5· - περὶ τοῦ δ. διαχειροτονίαν, ἴδε τὴν λέξιν· - δ. [[χάριν]] = χαρίζεσθαι, Σοφ. Αἴ. 1354, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 143· ὀργῇ [[χάριν]] δούς, χαρισθεὶς εἰς τὴν ὀργήν, Σοφ. Ο. Κ. 855· - λόγον τινὶ δ., [[παρέχω]] εἴς τινα ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· [[ἀλλά]], δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτεσθαι Ἡρόδ. 1. 97· οὔκ, εἰ διδοίης... σαυτῷ λόγον Σοφ. Ο. Τ. 583· - δ. δίκην ἢ δίκας ἴδε ἐν λ. [[δίκη]]· - ἀκοὴν δ. τινί, [[παρέχω]] ἀκρόασιν εἴς τινα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 30, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[παραδίδω]] ὡς λείαν, παραχωρῶ, ἀχέεσσί με δώσεις Ὀδ. Τ. 167· μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Ἰλ. Ε. 397· Ἕκτορα κυσὶν Ψ. 21· πυρί τινα Ὀδ. Ω. 65· πληγαῖς τινα Πλάτ. Πολ. 574C· ἔδωκε θῆρας φόβῳ Πίνδ. Π. 5. 82. 2) ἐπὶ γονέων, δίδω εἰς γάμον τὴν θυγατέρα μου, θυγατέρα ἀνδρὶ Ἰλ. Ζ. 192, Ὀδ. Δ. 7· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, ἀνέρι μητέρα δώσω Β. 223· Σάμηνδε ἔδοσαν αὐτήν, ἔδωκαν αὐτὴν εἰς γάμον ἐν τῇ Σάμῃ, Ο. 367, πρβλ. Ρ. 442· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Ἰλ. Ξ. 268· - παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Θουκ. 6. 59, Ξεν., κτλ.· ἀπολ., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ [[ἀλλήλων]] Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 288· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ῥῆμα]] ἦτο τὸ [[ἐκδίδωμι]], Wes. Ἡρόδ. 5. 52. 3) παρ’ Ἀττ., δίδωμί τινά τινι, χαρίζω τινὰ ἐνδίδων εἰς τὰς παρακλήσεις τινός, συγχωρῶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ αἰτήσει ἑτέρου (ὡς τὸ Romulum Marti redonare, Ὁρ. ᾨδ. 3. 3, 33), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 31· - διδόναι τινί τι, συγχωρῶ τι εἴς τινα, δὲν ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ πταίσματος, Λατ. condonare alicui aliquid, ὅρα Ἑρμηνευτ. Εὐρ. Κύκλ. 296, Δημ. 274, 1, 8. 4) διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδοσθαι, Ἡρόδ. 6. 108, Σοφ. Φ. 84, Θουκ. 2. 68· τινὶ εἰς χεῖρας Σοφ. Ἠλ. 1348· δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Δημ. 258. 18· εἰς κινδύνους Πολύβ. 3. 17, 8, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., δίδωσ’ ἑκὼν κτείνειν ἑαυτὸν Σοφ. Φ. 1341· - ἴδε κατωτ. IV. ΙΙΙ. ἐν ἀραῖς καὶ εὐχαῖς, μετ’ αἰτιατ. προσώπου καὶ ἀπαρ., χαρίζω, [[ἐπιτρέπω]], ἐνεργῶ [[ὥστε]]…, ἰδίως ἐν προσευχαῖς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄιδος [[εἴσω]], [[κάμε]] [[ὥστε]]…, χάρισαί (μοι) [[ὥστε]]…, Ἰλ. Γ. 322· δός με τίσασθαι, [[κάμε]] [[ὥστε]] νὰ…, Αἰσχύλ. Χο. 18, Εὐμ. 31· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοὶ ὁ αὐτ. Θήβ. 421· θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς… παθεῖν Σοφ. Φ. 316, πρβλ. Ο. Κ. 1101, 1287, Πλάτ. Νόμ. 813C· (ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ τὸ δὸς [[συχνάκις]] παραλείπεται). IV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[παραδίδω]] ἐμαυτόν, ἀφιεροῦμαι εἴς τι, τινί, ἰδίως ἡδονῇ, μόνον παρ’ Ἀττ., Valck, Φοιν. 21. Διατρ. σ. 233· εἰς δημοκοπίαν Διόδ. Ἐκλογ. 2. 567. 45· δρόμῳ δούς, δραμὼν πάσῃ δυνάμει, Ἀλκίφρ. 3. 47· πρβλ. [[ἐκδίδωμι]], [[ἐνδίδωμι]]. V τὸ παθ. ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. [[ἀποδίδωμι]]), οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα, εἰς σὲ δὲν ἀνήκουσιν ἔργα πολεμικά, Ἰλ. Ε. 428· ἀλλὰ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.
|lstext='''δίδωμι''': Ἰλ. Ψ. 620, Ἀττ.· παρατ. ἐδίδω, δίδω Ὀδ. Λ. 289,Ἰλ. Ε. 165, κτλ., γ΄ πληθ. ἐδίδοσαν Ἡρόδ. 8. 9, Ἀττ.· ἀλλὰ οἱ συνηθέστεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ. [[εἶναι]] ἐκ τοῦ *διδόω, ἰδίως παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσι, διδοῖς, διδοῖσθα Ἰλ. Ι. 164, Τ. 270· διδοῖ Ὀδ. Ρ. 350, Ἡρόδ., [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1010· διδοῦσι Ἰλ. Τ. 265, κτλ.· προστακτ. δίδου Ἡρόδ. 3. 140, Εὐρ.· Δωρ. δίδοι Πίνδ. Ο. 1. 136, Ἐπ. δίδωθι Ὀδ. Γ. 380· ἀπαρ. διδοῦν Θέογν. 1302, Ἐπ. διδοῦναι Ἰλ. Ω. 425· Δωρ. διδῶν Θεόκρ. 29. 9)· - παρατ. ἐδίδουν, -ους, -ου, Ὅμ. (Ἐπ. δίδου Ἰλ.), Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ἐδίδουν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 138, [[ὡσαύτως]] ἔδιδον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, δίδον [[αὐτόθι]] 328· Ἐπ. παρατ. [[δόσκον]] Ἰλ. Ξ. 382· - μέλλ. δώσω Ἀττ., Ἐπ. διδώσω Ὀδ. Ν. 358, Ω. 314· - ἀόρ. α΄ ἔδωκα, Ἐπ. δῶκα, Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. β΄ ἔδων, ἐξ ὧν τὸ ἔδωκα [[εἶναι]] εὔχρηστον μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, τὸ δὲ ἔδων ἐν τῷ πληθ. τῆς ὁριστ. ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐγκλίσεσι, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς· ἰδιαίτεροι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. ὑποτακτ. γ΄ ἑνικ. δώῃ, δώῃσι, δῷσι Ἰλ. Π. 725, Α. 324, Ὀδ. Β. 144· α΄ πληθ. δώομεν Ἰλ. Η. 299, Ὀδ. Π. 184, γ΄ πλ. δώωσι Ἰλ. Α. 137· ἀπαρ. [[δόμεναι]], δόμεν Α. 116, Σ. 458, ([[ὡσαύτως]] Δωρ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1163, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ ὁμαλὸς ἀόρ. α΄ δώσῃς Ἀνθ. Π. παρατ. 204, πρβλ. Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 292, κτλ.· - πρκμ. δέδωκα Πίνδ., Ἀττ., Βοιωτ. γ΄ πληθ. ἀποδεδόανθι Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 35· ὑπερσυντ. ἐδεδώκει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26. - Μέσ. (ἴδε [[ἀποδίδωμι]]). - Παθ., μέλλ. δοθήσομαι Εὐρ. Φοιν. 1650, Ἰσαῖ., κτλ.· ἀόρ. ἐδόθην Ὀδ. Β. 78, Ἀττ.· πρκμ. δέδομαι Ἰλ. Ε. 428, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1041, Θουκ.· γ΄ πληθ. δέδονται Εὐρ. Ἱκέτ. 757· ὑπερσυντέλ. ἐδέδοτο Θουκ. 3. 109. (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΟ, [[ὁπόθεν]] καὶ [[δοτήρ]], [[δόσις]], [[δῶρον]], [[δάνος]], κτλ.· πρβλ. τὰ Σανσκρ. da, dadâmi ([[δίδωμι]]), dâtâ (dator), dânam (donum, πρβλ. danunt ἀντὶ dant, [[δάνος]])· Λατ. da-re, dator, dos, donum, dedo, κτλ.· Σλαυ. dami (do), daru (donum), dani (vectigal).) Ἴδε Κόντ. Λογ. Ἑρμ. 332. Ἡ ἐξ ἀρχῆς, πρώτη, [[σημασία]], [[εἶναι]]: δίδω, δωροῦμαι, χαρίζω (περιλαμβανομένης [[πάντοτε]] τῆς ἰδέας τοῦ δώρου ἢ τῆς δωρεὰν δόσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποδίδωμι]]), τινί τι Ὁμήρῳ καὶ [[ἐφεξῆς]] ἡ κοινοτάτη [[σύνταξις]]· ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ = εἶμαι ἕτοιμος νὰ δώσω, νὰ [[προσφέρω]], Ἰλ. Ι. 519, Ἡρόδ. 5. 94., 9. 109, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, Ξεν. Ἀν. 6. 1. 9, κτλ.· τὰ διδόμενα, πράγματα προσφερόμενα, Δημ. 267. 6. 2) [[παρέχω]], δίδω, [[κῦδος]], νίκην, κτλ., Ὅμηρ., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῶν, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, κτλ., Ἰλ. Α. 96, κτλ.· βραδύτερον, εὖ δίδωμί τινι, δίδω εὐτυχίαν εἴς τινα, Σοφ. Ο. Τ. 1081, Ο. Κ. 642, Εὐρ. Ἀνδρ. 750· - ἀπολ., ἐπὶ τῶν νόμων, [[παρέχω]] τὴν ἄδειαν, δίδω ἄδειαν, [[ἐπιτρέπω]], δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων Ἰσαῖ. 63. 8. 3) [[προσφέρω]] εἰς τοὺς θεούς, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν Ἰλ. Μ. 6. Ὀδ. Α. 67, καὶ Ἀττ. 4) προστιθεμένης ἀπαρεμφ., [[ξεῖνος]] γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν…, Ἰλ. Ο. 532, πρβλ. Ψ. 21, 183· δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι Η. 149· - βραδύτερον, ἐπὶ χορηγήσεως τροφῆς ἢ ποτοῦ, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 7, Φερεκρ. Κορ. 3. κτλ.· ἐδίδου ῥοφεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10· δίδου μασᾶσθαι Εὔπολ. Διον. 2· δὸς [[καταφαγεῖν]] Ἡγήμ. Φιλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. Δουλ. 4, πρβλ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 8· ἀκολούθως παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., φιάλην ἔδωκε κεράσας Ἔφιππ. Ἐφηβ. 3· εὐζωρότερον δὸς Δίφιλ. Παιδ. 1· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χορηγήσεως ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, δίδου κατὰ χειρὸς (ἐνν. νίψασθαι) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2, Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 3. 5) φράσεις παρὰ πεζοῖς: δ. ὅρκον, ἀντίθετον τῷ λαμβάνειν, [[παρέχω]] ὅρκον, Ἰσαῖ. 77. 16, ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27 κἑξ.· - δ. ψῆφον, γνώμην, [[παρέχω]] ψῆφον, γνώμην, Δημ. 542, 18., 704. 5· - περὶ τοῦ δ. διαχειροτονίαν, ἴδε τὴν λέξιν· - δ. [[χάριν]] = χαρίζεσθαι, Σοφ. Αἴ. 1354, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 143· ὀργῇ [[χάριν]] δούς, χαρισθεὶς εἰς τὴν ὀργήν, Σοφ. Ο. Κ. 855· - λόγον τινὶ δ., [[παρέχω]] εἴς τινα ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· [[ἀλλά]], δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτεσθαι Ἡρόδ. 1. 97· οὔκ, εἰ διδοίης... σαυτῷ λόγον Σοφ. Ο. Τ. 583· - δ. δίκην ἢ δίκας ἴδε ἐν λ. [[δίκη]]· - ἀκοὴν δ. τινί, [[παρέχω]] ἀκρόασιν εἴς τινα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 30, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[παραδίδω]] ὡς λείαν, παραχωρῶ, ἀχέεσσί με δώσεις Ὀδ. Τ. 167· μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Ἰλ. Ε. 397· Ἕκτορα κυσὶν Ψ. 21· πυρί τινα Ὀδ. Ω. 65· πληγαῖς τινα Πλάτ. Πολ. 574C· ἔδωκε θῆρας φόβῳ Πίνδ. Π. 5. 82. 2) ἐπὶ γονέων, δίδω εἰς γάμον τὴν θυγατέρα μου, θυγατέρα ἀνδρὶ Ἰλ. Ζ. 192, Ὀδ. Δ. 7· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, ἀνέρι μητέρα δώσω Β. 223· Σάμηνδε ἔδοσαν αὐτήν, ἔδωκαν αὐτὴν εἰς γάμον ἐν τῇ Σάμῃ, Ο. 367, πρβλ. Ρ. 442· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Ἰλ. Ξ. 268· - παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Θουκ. 6. 59, Ξεν., κτλ.· ἀπολ., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ [[ἀλλήλων]] Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 288· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ῥῆμα]] ἦτο τὸ [[ἐκδίδωμι]], Wes. Ἡρόδ. 5. 52. 3) παρ’ Ἀττ., δίδωμί τινά τινι, χαρίζω τινὰ ἐνδίδων εἰς τὰς παρακλήσεις τινός, συγχωρῶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ αἰτήσει ἑτέρου (ὡς τὸ Romulum Marti redonare, Ὁρ. ᾨδ. 3. 3, 33), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 31· - διδόναι τινί τι, συγχωρῶ τι εἴς τινα, δὲν ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ πταίσματος, Λατ. condonare alicui aliquid, ὅρα Ἑρμηνευτ. Εὐρ. Κύκλ. 296, Δημ. 274, 1, 8. 4) διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδοσθαι, Ἡρόδ. 6. 108, Σοφ. Φ. 84, Θουκ. 2. 68· τινὶ εἰς χεῖρας Σοφ. Ἠλ. 1348· δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Δημ. 258. 18· εἰς κινδύνους Πολύβ. 3. 17, 8, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., δίδωσ’ ἑκὼν κτείνειν ἑαυτὸν Σοφ. Φ. 1341· - ἴδε κατωτ. IV. ΙΙΙ. ἐν ἀραῖς καὶ εὐχαῖς, μετ’ αἰτιατ. προσώπου καὶ ἀπαρ., χαρίζω, [[ἐπιτρέπω]], ἐνεργῶ [[ὥστε]]…, ἰδίως ἐν προσευχαῖς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄιδος [[εἴσω]], [[κάμε]] [[ὥστε]]…, χάρισαί (μοι) [[ὥστε]]…, Ἰλ. Γ. 322· δός με τίσασθαι, [[κάμε]] [[ὥστε]] νὰ…, Αἰσχύλ. Χο. 18, Εὐμ. 31· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοὶ ὁ αὐτ. Θήβ. 421· θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς… παθεῖν Σοφ. Φ. 316, πρβλ. Ο. Κ. 1101, 1287, Πλάτ. Νόμ. 813C· (ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ τὸ δὸς [[συχνάκις]] παραλείπεται). IV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[παραδίδω]] ἐμαυτόν, ἀφιεροῦμαι εἴς τι, τινί, ἰδίως ἡδονῇ, μόνον παρ’ Ἀττ., Valck, Φοιν. 21. Διατρ. σ. 233· εἰς δημοκοπίαν Διόδ. Ἐκλογ. 2. 567. 45· δρόμῳ δούς, δραμὼν πάσῃ δυνάμει, Ἀλκίφρ. 3. 47· πρβλ. [[ἐκδίδωμι]], [[ἐνδίδωμι]]. V τὸ παθ. ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. [[ἀποδίδωμι]]), οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα, εἰς σὲ δὲν ἀνήκουσιν ἔργα πολεμικά, Ἰλ. Ε. 428· ἀλλὰ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἐδίδουν]], <i>f.</i> [[δώσω]] ; <i>ao.</i> [[ἔδωκα]], <i>seul. à l’ind. ; ao.2</i> *ἔδων, <i>seul. au plur. &gt; impér.</i> [[δός]], <i>sbj.</i> [[δῶ]], <i>opt.</i> [[δοίην]], <i>inf.</i> [[δοῦναι]], <i>part. [[δούς]] ; pf.</i> [[δέδωκα]];<br /><i>Pass. f.</i> δοθήσομαι, <i>ao.</i> ἐδόθην, <i>pf.</i> [[δέδομαι]];<br /><b>I.</b> donner :<br /><b>1</b> faire don de : τινί [[τι]], de qch à qqn ; <i>particul.</i> donner en mariage : δ. θυγατέρα [[ἀνδρί]] IL <i>ou simpl.</i> θυγατέρα IL donner une fille en mariage à qqn ; <i>abs.</i> ἐδίδοσαν καὶ ἥγοντο [[ἐξ]] [[ἀλλήλων]] HDT ils se donnaient en mariage et épousaient les filles les uns des autres ; ὁ δοὺς καὶ γήμας EUR celui qui a donné en mariage et celui qui a épousé, <i>càd</i> le beau-père et le gendre;<br /><b>2</b> remettre de la main à la main : δ. [[ἐς]] χεῖρας [[λαβεῖν]] SOPH remettre entre les mains (de qqn);<br /><b>3</b> offrir : ἱρὰ θεοῖσιν OD des sacrifices aux dieux;<br /><b>4</b> servir, présenter : δ. [[πιεῖν]] HDT donner à boire;<br /><b>5</b> procurer : δ. τινι [[εὖ]] SOPH procurer du bonheur <i>ou</i> être favorable à qqn ; τινι τὴν τύχην δ. [[εὖ]] EUR procurer à qqn une heureuse fortune ; [[εὖ]] δ. EUR procurer du bonheur ; τῆς τύχης [[εὖ]] διδούσης SOPH la fortune étant favorable ; <i>en mauv. part</i> δ. ἄλγεα IL, πημονάς ESCHL envoyer <i>ou</i> causer des souffrances, des douleurs (à qqn);<br /><b>6</b> livrer : τινα κυσίν IL qqn aux chiens ; ὀδύνῃσι τινα δ. IL <i>ou</i> ἀχέεσσι OD livrer qqn aux souffrances, aux douleurs ; avec un inf. : τοῦτον ἔδωκεν ἐμοὶ [[ὑπήκοον]] [[εἶναι]] XÉN (mon père) me l’a donné pour qu’il m’obéisse ; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς DÉM s’exposer à des dangers;<br /><b>7</b> transmettre, enseigner;<br /><b>8</b> produire, fournir, apporter : δ. ψῆφον, γνώμην DÉM donner son vote, son avis ; ἀκοὴν δ. τινί SOPH prêter l’oreille à qqn;<br /><b>9</b> accorder, concéder (un bienfait, une faveur, l’objet d’une demande, <i>etc.</i>) ; [[δός]] avec un inf. accorde (moi) de ; avec une prop. inf. accorde <i>ou</i> permets que : [[τούτω]] εὐτυχεῖν [[δοῖεν]] θεοί ESCHL puissent les dieux donner à celui-ci d’être heureux ! <i>d’où</i> concéder (à un interlocuteur, <i>etc.</i>) : εἴ μοι δίδως καὶ συγχωρεῖς [[εἶναι]] [[ταῦτα]] PLAT si tu m’accordes cela et que tu conviennes qu’il en est ainsi;<br /><b>10</b> permettre;<br /><b>11</b> faire remise (d’une peine), remettre ; pardonner (une faute);<br /><b>II.</b> <i>au prés. et à l’impf.</i> offrir de donner, consentir à donner : ὁμήρους [[οὐκ]] ἐδίδωσαν XÉN ils ne voulaient pas donner d’otages.<br />'''Étymologie:''' R. Δο, donner, avec redoubl. cf. <i>lat.</i> dare.
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίδωμι Medium diacritics: δίδωμι Low diacritics: δίδωμι Capitals: ΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: dídōmi Transliteration B: didōmi Transliteration C: didomi Beta Code: di/dwmi

English (LSJ)

Il.23.620, etc. (late δίδω POxy.121 (iii A. D.)); late forms, 1pl. διδόαμεν v. l. in J.BJ3.8.5, etc., 3pl. δίδωσι (παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, esp. in Ep. and Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270,

   A διδοῖ Od.17.350, Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 (ἀνα-), A.Supp.1010, etc., διδοῦσι Il.19.265 (always in Hom.), dub. in Att., Antiph.156; imper. δίδου Thgn.1303, Hdt.3.140, E.Or.642, δίδοι Pi.O.1.85, Epigr. in Class.Phil.4.78, Ep. δίδωθι Od.3.380; inf. διδόναι, also διδοῦν Thgn.1329, Ep. διδοῦναι Il.24.425, Aeol. δίδων Theoc.29.9; part. διδούς, Aeol. δίδοις Alc.Supp.23.13: impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq.678, Od.19.367, 11.289 (Ep. δίδου Il. 5.165), etc.; 3pl. ἐδίδοσαν Hdt.8.9, etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op.139, D.H.5.6 codd. (ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer.437, δίδον ib.328; Ep. iter. δόσκον Il.14.382: fut. δώσω 14.268, etc., Ep. διδώσω Od.13.358, 24.314; inf. δωσέμεναι Il.13.369: aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., Ep. δῶκα Il.4.43: aor. 2 ἔδων, used in pl. ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν (Lacon. ἔδον IG5(1).1B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; Ep. forms of aor., subj. 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; 3sg. δώη, Boeot. δώει SIG2858.17 (Delph.), IG7.3054 (Lebad.), δοῖ PPetr.2.p.24; 1pl. δώομεν Il.7.299, Od.16.184, 3pl. δώωσι Il.1.137; 3sg. opt. is written δόη UPZ1.4, δοῖ IG14.1488, etc.; inf. δόμεναι Il.1.116, δόμεν 4.379 (also Dor., Ar.Lys.1163 (ἀπο-), δόμειν SIG942 (Dodona)); Cypr. inf. δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H. (also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part. ἀπυ-δόας IG5(2).6.13 (Tegea); inf. δῶναι Schwyzer 666.2 (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): pf. δέδωκα Pi.N.2.8, etc.; Boeot. 3pl. ἀπο-δεδόανθι IG7.3171.35 (Orchom.): plpf. ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26:—Med. only in compds.:— Pass., fut. δοθήσομαι E.Ph.1650, Is.3.39, etc.: aor. ἐδόθην Od.2.78, etc.: pf. δέδομαι Il.5.428, A.Supp.1041, Th.1.26, etc.; 3pl. δέδονται E.Supp.757: plpf. ἐδέδοτο Th.3.109:—give freely, τινί τι Od.24.274, etc.: in pres. and impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr.100, X.An.6.3.9, etc.; τὰ διδόμενα things offered, D.18.119.    2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for... S.OT1081, OC642, E.Andr.750: abs., of the laws, grant permission, δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2, cf. Pl.Lg.813c.    3 offer to the gods, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν, Il.12.6, Od.1.67, etc.    4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν . . ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183; δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149: later freq. of giving to eat or drink, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172, cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.; ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr.203; δίδου μασᾶσθαι Eup. 253; δὸς καταφαγεῖν Hegem.1; τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41; δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7; with inf. omitted, φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10; εὐζωρότερον δός Diph.58; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2.    5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath, δοκεῖ κἂν ὀμόσαι εἴ τις αὐτῷ ὅρκον διδοίη Is.9.24, cf. D.39.3, Arist. Rh.1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj.1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged... S.OC855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20; δ. λόγον σφίσι deliberate, Hdt. 1.97; οὐκ, εἰ διδοίης . . σαυτῷ λόγον S.OT583; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to... S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence, = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc. πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips.13 iii 3; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10.    II c. acc. pers., hand over, deliver up, ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167; μιν . . ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397; Ἕκτορα κυσίν 23.21; πυρί τινα Od.24.65; πληγαῖς τινά Pl.R.574c; ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60.    2 of parents, give their daughter to wife, θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192, Od.4.7; also of Telemachus, ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223; τὴν . . Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added, δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268: in Prose and Trag., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107, cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92.β, cf. E.Med.288; also δ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117.    3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc.296 (s. v. l.).    4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up, δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108, cf. S.Ph.84, Th.2.68; τινὶ εἰς χεῖρας S.El.1348; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97; εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8; εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf., δίδωσ' ἑκὼν κτείνειν ἑαυτόν S.Ph.1341.    5 appoint, establish, of a priest, LXXEx.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—Pass., οἱ δεδομένοι, = Nethinim, ministers of the Temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα . . orders were given them that... Apoc.9.5.    III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that... esp. in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go... Il.3.322; τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2; δός με τείσασθαι give me to... A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers., τούτῳ . . εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th.422; θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς . . παθεῖν S.Ph.316, cf. OC1101, 1287, Pl.Lg.737b.    2 grant, concede in argument, δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd.100b, cf. Arist.Metaph.990a12, al.: c. inf., Id.Ph.239b29; δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3; ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph.186a9; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men.87a, Euc.1.9, etc.; δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6, al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69.    IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207.    V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp. ἡδονῇ E.Ph.21, Plu.Publ.13; ἡδοναῖς Philostr. VS1.12; ἐλπίδι J.AJ17.12.2; εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8; δρόμῳ δοὺς φέρεσθαι at full speed, Alciphr.3.47.

German (Pape)

[Seite 616] geben; 2. sing. indic. praes. act. διδοῖς Hom. Iliad. 9, 164, vgl. Scholl. Herodian., διδοῖσθα 19, 270, vgl. Scholl. Herodian., 3 sing. διδοῖ Iliad. 9, 519 Odyss. 4, 237. 17, 350 Pind. I. 4, 33 Herodot. 1, 107, 3. plur. Att. Pr. διδόασιν, aber διδοῦσιν Iliad. 2, 255. 19, 265 Odyss. 1, 313. 8, 167. 17, 450. 18, 279, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 255; imperat. δίδωθι Odyss. 3, 380, imperat. δίδοι Pind. Ol. 1, 85. 6, 104; infin. διδοῦναι Iliad. 24, 425, vgl. Scholl. Odyss. 13, 358, infin. διδῶν Theocr. 29, 9; imperfect. ἐδίδως Odyss. 19, 367, ἐδίδου 11, 289, δίδου Iliad. 9, 334, 3. plur. ἔδιδον Homer. hymn. Cerer. 437, δίδον vs. 328; futur. δώσω, Hom. Odyss. 13, 358 διδώσομεν, vgl. Scholl. u. Dindorfs Anmerkung, διδώσειν 24, 314; aor. 1. ἔδωκα, Att. Prosa nur indicat. sing. u. 3. plur., die andern Formen nur vom 2. aor. ἔδων, welchem umgekehrt der indicat. sing. fehlt; 3 plur. gewöhnl. ἔδοσαν, aber ἔδον Hesiod. Th. 30; conjunct. 3. sing. bei Hom. δώῃ, Iliad. 7, 81, und δώῃσιν, Ilisd. 1, 324, und δῷσι, Iliad. 1, 129, in welcher Stelle Zoilus und Chrysippus δῷσι für den Plural ausgaben und dem Hom. einen Solöcismus vorwarfen, s. Scholl. Herodian.; 3. plur. δώωσιν Iliad. 1, 137, δῶσιν 3, 66, 1. plur. δώομεν Iliad. 7, 299, δῶμεν 23, 537; optat. δοίην, Herodot. 9, 111 δῴην, vgl. Thom. Mag. p. 91 sq.; infin. δοῦναι, Hom. δόμεναι und δόμεν, Iliad. 4, 379. 380, δοῦναι Iliad. 11, 319 Odyss. 1, 316; imperat. δός, partic. δούς; iterativ. δόσκον, Iliad. 9, 331 Odyss. 17, 420. 19, 76, δόσκεν Iliad. 14, 382. 18, 546; perfect. δέδωκα; perfect. pass. δέδομαι, 3. sing. δέδοται Iliad. 5, 428; sonst passivische Formen bei Hom. nicht; aorist. ἐδόθην, vom compos. ἀποδίδωμι Odyss. 2, 78 ἕως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη; – das δι- des praes. ist Reduplication, Wurzel Δο, in älterer Form δα, Latein. dare, Sanskrit dadami, im Griech. erhielt der A-Laut sich in δάνος, δάνειον, δανείζω. – Meistens bezeichnet δίδωμι das freiwillige Geben, ohne Verpflichtung und Zwang, vgl. ἀποδίδωμι; Gegensatz λαβεῖν, s. z. B. Herodot. 3, 148 ὃς λαβεῖν μὲν διδόμενα οὐκ ἐδικαίευ, Plat. Axioch. p. 366 c δός τι, καὶ λάβε τι, Antiphil. A. P. 9, 546 δός, λάβε. Construction τινί τι, von Homer an überall. Im praes. und im imperfect. ist δίδωμι oft = geben wollen, anbieten; Hom. Iliad. 9, 519 νῦν δ' ἅμα τ' αὐτίκα πολλὰ διδοῖ, τὰ δ' ὄπισθεν ὑπέστη; Odyss. 11, 289 οὐδέ τι Νηλεὺς τῷ ἐδίδου ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης ἀργαλέας; Xen. Anab. 6, 1, 9 ὁμήρους οὐκ ἐδίδοσαν; vgl. Hell. 5, 3, 14; Herodot. 3, 184. 5, 94; Dem. 21, 85 und öfter; τὸ διδόμενον δέχεσθαι Her. 8, 114; Plat. Gorg. 499 c. – Insbesondere: a) darbringen, weihen; Odyss. 1, 67 περὶ δ' ἱρὰ θεοῖσιν ἀθανάτοισιν ἔδωκε; Iliad. 12, 6 οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας. – b) von den Göttern, verleihen, κῦδος Iliad. 1, 279, εὖχος 7, 81, νίκην 17, 627; auch vom Unglück, verhängen, ἄλγεα Iliad. 1, 96, ἄτας 19, 270, κήδεα Odyss. 9, 15; πημονάς Aesch. Pers. 293; – c. inf., bes. in Gebeten, Ζεῦ ἄνα, δὸς τίσασθαι Il. 3, 351, gieb, gewähre, laß geschehen; τὸν δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἁιδος εἴσω, laß ihn eingehen, 3, 322; vgl. Aesch. Ch. 18; Soph. Phil. 315 u. öfter; vgl. Plat. Legg. V, 737 b; Xen. Cyr. 6, 4, 4. 5, 1, 12; ohne Zusatz, ὑμῖν ὡς ἔοικε δέδοται ἐκκομίσαι τοὺς ἄνδρας, euch ist es verliehen, An. 6, 4, 36. So ὦ Ζεῦ διδοίης τοῖσιν εὖ Soph. O. C. 648, d. i. Glück verleihen; τῆς τύχης εὖ διδούσης O. R. 1081; vgl. Eur. Andr. 751 u. daselbst Pflugk; θεῶν διδόντων Aesch. Pers. 293; ἢν ὁ θεὸς εὖ διδῷ Xen. Cyr. 3, 1, 34, wie Pol. 4, 21, 11. – c) übergeben, lehren, τέχνην ῥητορικήν Plat. Phaedr. 271 a; μουσικὴ ἐκείνοις ἐδόθη Rep. V, 452 a; u. Sp. Von einzelnen wissenschaftlichen Angaben und Behauptungen, z. B. Scholl. Didym. Iliad. 2, 111 καὶ δόξειεν ἂν ὑπὸ Διονυσίου τοῦ Θρᾳκὸς ταῦτα δεδόσθαι, »und dies scheint auf einer Angabe des D. zu beruhen«, s. Lehrs Aristarch. p. 21. – d) gestatten, überlassen, δίδωμι ὑμῖν βουλεύσασθαι Xen. Cyr. 3, 2, 13. So εἴ μοι δίδως καὶ συγχωρεῖς εἶναι ταῦτα Plat. Phaed. 100 b; vgl. Charmid. 168 b; ὁ νόμος αὐτῷ δέδωκε – προλαμβάνειν, οὓς ἐθέλει Legg. VII, 813 c; vgl. Rep. V, 461 e; so δέδοται ὑπὸ τοῦ νόμου ἄνευ όνείδους πράττειν Conv. 183 b; δότε αὐτῷ τοῦτο, räumet ihm das ein, Dem. 18, 139; auch abs., δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Isae. 7, 2. – e) übergeben, überliefern, preisgeben, Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῦρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι; 23, 183 Ἐκτορα δ' οὔ τι δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν, ἀλλὰ κύνεσσιν; Odyss. 19, 167 ἦ μέν μ' ἀχέεσσί γε δώσεις πλείοσιν ἢ ἔχομαι; 17, 567 ὅτε μ' οὗτος ἀνὴρ κατὰ δῶμα κιόντα οὔ τι κακὸν ῥέξαντα βαλὼν όδύνῃσιν ἔδωκεν; vgl. Plat. Phaed. 254 e; θῆρας φόβῳ Pind. P. 5, 60. – f) θυγατέρα ἀνδρί, dem Mann zur Frau geben; Il. 6, 192. 19, 291, vgl. Od. 2, 223; Pind. auch ἐδίδου κόρᾳ ἄνδρα, P. 9, 121. Ohne dat., Σάμηνδε ἔδοσαν τήν, sie verheiratheten sie nach Same, Od. 15, 367; vgl. hiermit Odyss. 17, 442, wo Odysseus von sich erzählt αὐτὰρ ἔμ' ἐς Κύπρον ξείνῳ δόσαν ἀντιάσαντι, als Kriegsgefangenen; ὁ δούς neben ὁ γήμας Eur. Med. 288; ὁ διδούς, der Schwiegervater, im Ggstz von ὁ λαμβάνων, Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 20). Auch in Prosa, doch seltener, vgl. ἐκδίδωμι; ταύτην Μήδων οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα Her. 1, 107; ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων 5, 92, 2; Xen. An. 7, 2, 38; Dem. 41, 3 u. Sp.; δοθῆναι πρὸς γάμον Plut. Rom. 2. – g) διδόναι τινά τινι, Jemandem zu Gefallen losgeben, begnadigen, δέονται δοῦναι σφίσι τὼ ἄνδρε καὶ μὴ κατακαίνειν Xen. An. 6, 4, 31; ähnl. τὰ Ἑλλάδος ὀνείδη Φρυξὶν οὐκ ἐδώκαμεν, wir haben sie ihnen nicht geschenkt, für: verziehen, Eur. Cycl. 296; vgl. Dem. 18, 139. Aehnl. Poll. 6, 25 ὁ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω, man mag ihm diesen Gebrauch des Wortes nachsehen. – h) ἑαυτόν τινι, sich in Jemandes Gewalt, Schutz begeben, δός μοι σεαυτόν Soph. Phil. 84; οὐκ οἶσθ' ὅτῳ μ' ἔδωκας ἐς χεῖράς ποτε El. 1348; vgl. Thuc. 2, 68 διδόασιν ἑαυτοὺς Ἀκαρνᾶσι; Xen. Cyr. 5, 1, 27; δίδωμί σοι ἐμαυτὸν δοῦλον 4, 6, 2; τοῦτον ἔδωκεν ἐμοὶ ὑπήκοον εἶναι An. 1, 6, 6; Sp.; εἴς τι, Dem. 18. 197, sich einer Sache widmen; u. bes, oft Pol., διδόναι ἑαυτὸν εἰς ἔντευξιν, εἰς κινδύνους, u. ä., 3, 15, 4. 3, 17, 8, εἰς τρυφήν, ἐπὶ τὴν ἐμπορίαν, D. Sic. 17, 108. 2, 55; auch εἰς ἐρημίας, sich in die Einöde begeben, 5, 59; vgl. Pol. 5, 14, 9. – Auch absol. wird διδόναι, gleichsam intrans., so gebraucht, ἡδονῇ, sich dem Vergnügen ergeben, Eur. Phoen. 21, u. bes. Sp., δ ρόμῳ δούς, sich auf die Füße machen, Alciphr. 3, 47. – Die einzelnen Vbdgn, ἀκοήν, δαίμονα, δίκην, λόγον, πεῖραν, πίστιν, χάριν, ψῆφον, s. unter diesen Wörtern; ὅρκον διδόναι, den Eid zuschieben, Is. 9, 24; Dem. 39, 25; Antiphan. Stob. fl. 27, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δίδωμι: Ἰλ. Ψ. 620, Ἀττ.· παρατ. ἐδίδω, δίδω Ὀδ. Λ. 289,Ἰλ. Ε. 165, κτλ., γ΄ πληθ. ἐδίδοσαν Ἡρόδ. 8. 9, Ἀττ.· ἀλλὰ οἱ συνηθέστεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ. εἶναι ἐκ τοῦ *διδόω, ἰδίως παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσι, διδοῖς, διδοῖσθα Ἰλ. Ι. 164, Τ. 270· διδοῖ Ὀδ. Ρ. 350, Ἡρόδ., ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1010· διδοῦσι Ἰλ. Τ. 265, κτλ.· προστακτ. δίδου Ἡρόδ. 3. 140, Εὐρ.· Δωρ. δίδοι Πίνδ. Ο. 1. 136, Ἐπ. δίδωθι Ὀδ. Γ. 380· ἀπαρ. διδοῦν Θέογν. 1302, Ἐπ. διδοῦναι Ἰλ. Ω. 425· Δωρ. διδῶν Θεόκρ. 29. 9)· - παρατ. ἐδίδουν, -ους, -ου, Ὅμ. (Ἐπ. δίδου Ἰλ.), Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ἐδίδουν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 138, ὡσαύτως ἔδιδον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, δίδον αὐτόθι 328· Ἐπ. παρατ. δόσκον Ἰλ. Ξ. 382· - μέλλ. δώσω Ἀττ., Ἐπ. διδώσω Ὀδ. Ν. 358, Ω. 314· - ἀόρ. α΄ ἔδωκα, Ἐπ. δῶκα, Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. β΄ ἔδων, ἐξ ὧν τὸ ἔδωκα εἶναι εὔχρηστον μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, τὸ δὲ ἔδων ἐν τῷ πληθ. τῆς ὁριστ. ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐγκλίσεσι, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς· ἰδιαίτεροι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. ὑποτακτ. γ΄ ἑνικ. δώῃ, δώῃσι, δῷσι Ἰλ. Π. 725, Α. 324, Ὀδ. Β. 144· α΄ πληθ. δώομεν Ἰλ. Η. 299, Ὀδ. Π. 184, γ΄ πλ. δώωσι Ἰλ. Α. 137· ἀπαρ. δόμεναι, δόμεν Α. 116, Σ. 458, (ὡσαύτως Δωρ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1163, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ ὁμαλὸς ἀόρ. α΄ δώσῃς Ἀνθ. Π. παρατ. 204, πρβλ. Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 292, κτλ.· - πρκμ. δέδωκα Πίνδ., Ἀττ., Βοιωτ. γ΄ πληθ. ἀποδεδόανθι Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 35· ὑπερσυντ. ἐδεδώκει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26. - Μέσ. (ἴδε ἀποδίδωμι). - Παθ., μέλλ. δοθήσομαι Εὐρ. Φοιν. 1650, Ἰσαῖ., κτλ.· ἀόρ. ἐδόθην Ὀδ. Β. 78, Ἀττ.· πρκμ. δέδομαι Ἰλ. Ε. 428, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1041, Θουκ.· γ΄ πληθ. δέδονται Εὐρ. Ἱκέτ. 757· ὑπερσυντέλ. ἐδέδοτο Θουκ. 3. 109. (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΟ, ὁπόθεν καὶ δοτήρ, δόσις, δῶρον, δάνος, κτλ.· πρβλ. τὰ Σανσκρ. da, dadâmi (δίδωμι), dâtâ (dator), dânam (donum, πρβλ. danunt ἀντὶ dant, δάνος)· Λατ. da-re, dator, dos, donum, dedo, κτλ.· Σλαυ. dami (do), daru (donum), dani (vectigal).) Ἴδε Κόντ. Λογ. Ἑρμ. 332. Ἡ ἐξ ἀρχῆς, πρώτη, σημασία, εἶναι: δίδω, δωροῦμαι, χαρίζω (περιλαμβανομένης πάντοτε τῆς ἰδέας τοῦ δώρου ἢ τῆς δωρεὰν δόσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποδίδωμι), τινί τι Ὁμήρῳ καὶ ἐφεξῆς ἡ κοινοτάτη σύνταξις· ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ = εἶμαι ἕτοιμος νὰ δώσω, νὰ προσφέρω, Ἰλ. Ι. 519, Ἡρόδ. 5. 94., 9. 109, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, Ξεν. Ἀν. 6. 1. 9, κτλ.· τὰ διδόμενα, πράγματα προσφερόμενα, Δημ. 267. 6. 2) παρέχω, δίδω, κῦδος, νίκην, κτλ., Ὅμηρ., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῶν, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, κτλ., Ἰλ. Α. 96, κτλ.· βραδύτερον, εὖ δίδωμί τινι, δίδω εὐτυχίαν εἴς τινα, Σοφ. Ο. Τ. 1081, Ο. Κ. 642, Εὐρ. Ἀνδρ. 750· - ἀπολ., ἐπὶ τῶν νόμων, παρέχω τὴν ἄδειαν, δίδω ἄδειαν, ἐπιτρέπω, δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων Ἰσαῖ. 63. 8. 3) προσφέρω εἰς τοὺς θεούς, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν Ἰλ. Μ. 6. Ὀδ. Α. 67, καὶ Ἀττ. 4) προστιθεμένης ἀπαρεμφ., ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν…, Ἰλ. Ο. 532, πρβλ. Ψ. 21, 183· δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι Η. 149· - βραδύτερον, ἐπὶ χορηγήσεως τροφῆς ἢ ποτοῦ, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 7, Φερεκρ. Κορ. 3. κτλ.· ἐδίδου ῥοφεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10· δίδου μασᾶσθαι Εὔπολ. Διον. 2· δὸς καταφαγεῖν Ἡγήμ. Φιλ. 1· ὡσαύτως, τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. Δουλ. 4, πρβλ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 8· ἀκολούθως παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., φιάλην ἔδωκε κεράσας Ἔφιππ. Ἐφηβ. 3· εὐζωρότερον δὸς Δίφιλ. Παιδ. 1· ὡσαύτως ἐπὶ χορηγήσεως ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, δίδου κατὰ χειρὸς (ἐνν. νίψασθαι) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2, Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 3. 5) φράσεις παρὰ πεζοῖς: δ. ὅρκον, ἀντίθετον τῷ λαμβάνειν, παρέχω ὅρκον, Ἰσαῖ. 77. 16, ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27 κἑξ.· - δ. ψῆφον, γνώμην, παρέχω ψῆφον, γνώμην, Δημ. 542, 18., 704. 5· - περὶ τοῦ δ. διαχειροτονίαν, ἴδε τὴν λέξιν· - δ. χάριν = χαρίζεσθαι, Σοφ. Αἴ. 1354, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 143· ὀργῇ χάριν δούς, χαρισθεὶς εἰς τὴν ὀργήν, Σοφ. Ο. Κ. 855· - λόγον τινὶ δ., παρέχω εἴς τινα ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἀλλά, δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτεσθαι Ἡρόδ. 1. 97· οὔκ, εἰ διδοίης... σαυτῷ λόγον Σοφ. Ο. Τ. 583· - δ. δίκην ἢ δίκας ἴδε ἐν λ. δίκη· - ἀκοὴν δ. τινί, παρέχω ἀκρόασιν εἴς τινα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 30, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., παραδίδω ὡς λείαν, παραχωρῶ, ἀχέεσσί με δώσεις Ὀδ. Τ. 167· μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Ἰλ. Ε. 397· Ἕκτορα κυσὶν Ψ. 21· πυρί τινα Ὀδ. Ω. 65· πληγαῖς τινα Πλάτ. Πολ. 574C· ἔδωκε θῆρας φόβῳ Πίνδ. Π. 5. 82. 2) ἐπὶ γονέων, δίδω εἰς γάμον τὴν θυγατέρα μου, θυγατέρα ἀνδρὶ Ἰλ. Ζ. 192, Ὀδ. Δ. 7· καὶ οὕτως ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, ἀνέρι μητέρα δώσω Β. 223· Σάμηνδε ἔδοσαν αὐτήν, ἔδωκαν αὐτὴν εἰς γάμον ἐν τῇ Σάμῃ, Ο. 367, πρβλ. Ρ. 442· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Ἰλ. Ξ. 268· - παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Θουκ. 6. 59, Ξεν., κτλ.· ἀπολ., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 288· ἀλλὰ συνηθέστερον ῥῆμα ἦτο τὸ ἐκδίδωμι, Wes. Ἡρόδ. 5. 52. 3) παρ’ Ἀττ., δίδωμί τινά τινι, χαρίζω τινὰ ἐνδίδων εἰς τὰς παρακλήσεις τινός, συγχωρῶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ αἰτήσει ἑτέρου (ὡς τὸ Romulum Marti redonare, Ὁρ. ᾨδ. 3. 3, 33), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 31· - διδόναι τινί τι, συγχωρῶ τι εἴς τινα, δὲν ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ πταίσματος, Λατ. condonare alicui aliquid, ὅρα Ἑρμηνευτ. Εὐρ. Κύκλ. 296, Δημ. 274, 1, 8. 4) διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδοσθαι, Ἡρόδ. 6. 108, Σοφ. Φ. 84, Θουκ. 2. 68· τινὶ εἰς χεῖρας Σοφ. Ἠλ. 1348· δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Δημ. 258. 18· εἰς κινδύνους Πολύβ. 3. 17, 8, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., δίδωσ’ ἑκὼν κτείνειν ἑαυτὸν Σοφ. Φ. 1341· - ἴδε κατωτ. IV. ΙΙΙ. ἐν ἀραῖς καὶ εὐχαῖς, μετ’ αἰτιατ. προσώπου καὶ ἀπαρ., χαρίζω, ἐπιτρέπω, ἐνεργῶ ὥστε…, ἰδίως ἐν προσευχαῖς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄιδος εἴσω, κάμε ὥστε…, χάρισαί (μοι) ὥστε…, Ἰλ. Γ. 322· δός με τίσασθαι, κάμε ὥστε νὰ…, Αἰσχύλ. Χο. 18, Εὐμ. 31· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοὶ ὁ αὐτ. Θήβ. 421· θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς… παθεῖν Σοφ. Φ. 316, πρβλ. Ο. Κ. 1101, 1287, Πλάτ. Νόμ. 813C· (ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ τὸ δὸς συχνάκις παραλείπεται). IV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., παραδίδω ἐμαυτόν, ἀφιεροῦμαι εἴς τι, τινί, ἰδίως ἡδονῇ, μόνον παρ’ Ἀττ., Valck, Φοιν. 21. Διατρ. σ. 233· εἰς δημοκοπίαν Διόδ. Ἐκλογ. 2. 567. 45· δρόμῳ δούς, δραμὼν πάσῃ δυνάμει, Ἀλκίφρ. 3. 47· πρβλ. ἐκδίδωμι, ἐνδίδωμι. V τὸ παθ. ἀπαντᾷ μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. ἀποδίδωμι), οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα, εἰς σὲ δὲν ἀνήκουσιν ἔργα πολεμικά, Ἰλ. Ε. 428· ἀλλὰ συχν. παρ’ Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐδίδουν, f. δώσω ; ao. ἔδωκα, seul. à l’ind. ; ao.2 *ἔδων, seul. au plur. > impér. δός, sbj. δῶ, opt. δοίην, inf. δοῦναι, part. δούς ; pf. δέδωκα;
Pass. f. δοθήσομαι, ao. ἐδόθην, pf. δέδομαι;
I. donner :
1 faire don de : τινί τι, de qch à qqn ; particul. donner en mariage : δ. θυγατέρα ἀνδρί IL ou simpl. θυγατέρα IL donner une fille en mariage à qqn ; abs. ἐδίδοσαν καὶ ἥγοντο ἐξ ἀλλήλων HDT ils se donnaient en mariage et épousaient les filles les uns des autres ; ὁ δοὺς καὶ γήμας EUR celui qui a donné en mariage et celui qui a épousé, càd le beau-père et le gendre;
2 remettre de la main à la main : δ. ἐς χεῖρας λαβεῖν SOPH remettre entre les mains (de qqn);
3 offrir : ἱρὰ θεοῖσιν OD des sacrifices aux dieux;
4 servir, présenter : δ. πιεῖν HDT donner à boire;
5 procurer : δ. τινι εὖ SOPH procurer du bonheur ou être favorable à qqn ; τινι τὴν τύχην δ. εὖ EUR procurer à qqn une heureuse fortune ; εὖ δ. EUR procurer du bonheur ; τῆς τύχης εὖ διδούσης SOPH la fortune étant favorable ; en mauv. part δ. ἄλγεα IL, πημονάς ESCHL envoyer ou causer des souffrances, des douleurs (à qqn);
6 livrer : τινα κυσίν IL qqn aux chiens ; ὀδύνῃσι τινα δ. IL ou ἀχέεσσι OD livrer qqn aux souffrances, aux douleurs ; avec un inf. : τοῦτον ἔδωκεν ἐμοὶ ὑπήκοον εἶναι XÉN (mon père) me l’a donné pour qu’il m’obéisse ; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς DÉM s’exposer à des dangers;
7 transmettre, enseigner;
8 produire, fournir, apporter : δ. ψῆφον, γνώμην DÉM donner son vote, son avis ; ἀκοὴν δ. τινί SOPH prêter l’oreille à qqn;
9 accorder, concéder (un bienfait, une faveur, l’objet d’une demande, etc.) ; δός avec un inf. accorde (moi) de ; avec une prop. inf. accorde ou permets que : τούτω εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί ESCHL puissent les dieux donner à celui-ci d’être heureux ! d’où concéder (à un interlocuteur, etc.) : εἴ μοι δίδως καὶ συγχωρεῖς εἶναι ταῦτα PLAT si tu m’accordes cela et que tu conviennes qu’il en est ainsi;
10 permettre;
11 faire remise (d’une peine), remettre ; pardonner (une faute);
II. au prés. et à l’impf. offrir de donner, consentir à donner : ὁμήρους οὐκ ἐδίδωσαν XÉN ils ne voulaient pas donner d’otages.
Étymologie: R. Δο, donner, avec redoubl. cf. lat. dare.