δίδωμι: Difference between revisions

3,219 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίδωμι''': Ἰλ. Ψ. 620, Ἀττ.· παρατ. ἐδίδω, δίδω Ὀδ. Λ. 289,Ἰλ. Ε. 165, κτλ., γ΄ πληθ. ἐδίδοσαν Ἡρόδ. 8. 9, Ἀττ.· ἀλλὰ οἱ συνηθέστεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ. [[εἶναι]] ἐκ τοῦ *διδόω, ἰδίως παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσι, διδοῖς, διδοῖσθα Ἰλ. Ι. 164, Τ. 270· διδοῖ Ὀδ. Ρ. 350, Ἡρόδ., [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1010· διδοῦσι Ἰλ. Τ. 265, κτλ.· προστακτ. δίδου Ἡρόδ. 3. 140, Εὐρ.· Δωρ. δίδοι Πίνδ. Ο. 1. 136, Ἐπ. δίδωθι Ὀδ. Γ. 380· ἀπαρ. διδοῦν Θέογν. 1302, Ἐπ. διδοῦναι Ἰλ. Ω. 425· Δωρ. διδῶν Θεόκρ. 29. 9)· - παρατ. ἐδίδουν, -ους, -ου, Ὅμ. (Ἐπ. δίδου Ἰλ.), Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ἐδίδουν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 138, [[ὡσαύτως]] ἔδιδον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, δίδον [[αὐτόθι]] 328· Ἐπ. παρατ. [[δόσκον]] Ἰλ. Ξ. 382· - μέλλ. δώσω Ἀττ., Ἐπ. διδώσω Ὀδ. Ν. 358, Ω. 314· - ἀόρ. α΄ ἔδωκα, Ἐπ. δῶκα, Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. β΄ ἔδων, ἐξ ὧν τὸ ἔδωκα [[εἶναι]] εὔχρηστον μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, τὸ δὲ ἔδων ἐν τῷ πληθ. τῆς ὁριστ. ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐγκλίσεσι, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς· ἰδιαίτεροι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. ὑποτακτ. γ΄ ἑνικ. δώῃ, δώῃσι, δῷσι Ἰλ. Π. 725, Α. 324, Ὀδ. Β. 144· α΄ πληθ. δώομεν Ἰλ. Η. 299, Ὀδ. Π. 184, γ΄ πλ. δώωσι Ἰλ. Α. 137· ἀπαρ. [[δόμεναι]], δόμεν Α. 116, Σ. 458, ([[ὡσαύτως]] Δωρ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1163, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ ὁμαλὸς ἀόρ. α΄ δώσῃς Ἀνθ. Π. παρατ. 204, πρβλ. Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 292, κτλ.· - πρκμ. δέδωκα Πίνδ., Ἀττ., Βοιωτ. γ΄ πληθ. ἀποδεδόανθι Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 35· ὑπερσυντ. ἐδεδώκει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26. - Μέσ. (ἴδε [[ἀποδίδωμι]]). - Παθ., μέλλ. δοθήσομαι Εὐρ. Φοιν. 1650, Ἰσαῖ., κτλ.· ἀόρ. ἐδόθην Ὀδ. Β. 78, Ἀττ.· πρκμ. δέδομαι Ἰλ. Ε. 428, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1041, Θουκ.· γ΄ πληθ. δέδονται Εὐρ. Ἱκέτ. 757· ὑπερσυντέλ. ἐδέδοτο Θουκ. 3. 109. (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΟ, [[ὁπόθεν]] καὶ [[δοτήρ]], [[δόσις]], [[δῶρον]], [[δάνος]], κτλ.· πρβλ. τὰ Σανσκρ. da, dadâmi ([[δίδωμι]]), dâtâ (dator), dânam (donum, πρβλ. danunt ἀντὶ dant, [[δάνος]])· Λατ. da-re, dator, dos, donum, dedo, κτλ.· Σλαυ. dami (do), daru (donum), dani (vectigal).) Ἴδε Κόντ. Λογ. Ἑρμ. 332. Ἡ ἐξ ἀρχῆς, πρώτη, [[σημασία]], [[εἶναι]]: δίδω, δωροῦμαι, χαρίζω (περιλαμβανομένης [[πάντοτε]] τῆς ἰδέας τοῦ δώρου ἢ τῆς δωρεὰν δόσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποδίδωμι]]), τινί τι Ὁμήρῳ καὶ [[ἐφεξῆς]] ἡ κοινοτάτη [[σύνταξις]]· ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ = εἶμαι ἕτοιμος νὰ δώσω, νὰ [[προσφέρω]], Ἰλ. Ι. 519, Ἡρόδ. 5. 94., 9. 109, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, Ξεν. Ἀν. 6. 1. 9, κτλ.· τὰ διδόμενα, πράγματα προσφερόμενα, Δημ. 267. 6. 2) [[παρέχω]], δίδω, [[κῦδος]], νίκην, κτλ., Ὅμηρ., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῶν, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, κτλ., Ἰλ. Α. 96, κτλ.· βραδύτερον, εὖ δίδωμί τινι, δίδω εὐτυχίαν εἴς τινα, Σοφ. Ο. Τ. 1081, Ο. Κ. 642, Εὐρ. Ἀνδρ. 750· - ἀπολ., ἐπὶ τῶν νόμων, [[παρέχω]] τὴν ἄδειαν, δίδω ἄδειαν, [[ἐπιτρέπω]], δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων Ἰσαῖ. 63. 8. 3) [[προσφέρω]] εἰς τοὺς θεούς, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν Ἰλ. Μ. 6. Ὀδ. Α. 67, καὶ Ἀττ. 4) προστιθεμένης ἀπαρεμφ., [[ξεῖνος]] γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν…, Ἰλ. Ο. 532, πρβλ. Ψ. 21, 183· δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι Η. 149· - βραδύτερον, ἐπὶ χορηγήσεως τροφῆς ἢ ποτοῦ, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 7, Φερεκρ. Κορ. 3. κτλ.· ἐδίδου ῥοφεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10· δίδου μασᾶσθαι Εὔπολ. Διον. 2· δὸς [[καταφαγεῖν]] Ἡγήμ. Φιλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. Δουλ. 4, πρβλ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 8· ἀκολούθως παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., φιάλην ἔδωκε κεράσας Ἔφιππ. Ἐφηβ. 3· εὐζωρότερον δὸς Δίφιλ. Παιδ. 1· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χορηγήσεως ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, δίδου κατὰ χειρὸς (ἐνν. νίψασθαι) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2, Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 3. 5) φράσεις παρὰ πεζοῖς: δ. ὅρκον, ἀντίθετον τῷ λαμβάνειν, [[παρέχω]] ὅρκον, Ἰσαῖ. 77. 16, ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27 κἑξ.· - δ. ψῆφον, γνώμην, [[παρέχω]] ψῆφον, γνώμην, Δημ. 542, 18., 704. 5· - περὶ τοῦ δ. διαχειροτονίαν, ἴδε τὴν λέξιν· - δ. [[χάριν]] = χαρίζεσθαι, Σοφ. Αἴ. 1354, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 143· ὀργῇ [[χάριν]] δούς, χαρισθεὶς εἰς τὴν ὀργήν, Σοφ. Ο. Κ. 855· - λόγον τινὶ δ., [[παρέχω]] εἴς τινα ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· [[ἀλλά]], δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτεσθαι Ἡρόδ. 1. 97· οὔκ, εἰ διδοίης... σαυτῷ λόγον Σοφ. Ο. Τ. 583· - δ. δίκην ἢ δίκας ἴδε ἐν λ. [[δίκη]]· - ἀκοὴν δ. τινί, [[παρέχω]] ἀκρόασιν εἴς τινα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 30, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[παραδίδω]] ὡς λείαν, παραχωρῶ, ἀχέεσσί με δώσεις Ὀδ. Τ. 167· μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Ἰλ. Ε. 397· Ἕκτορα κυσὶν Ψ. 21· πυρί τινα Ὀδ. Ω. 65· πληγαῖς τινα Πλάτ. Πολ. 574C· ἔδωκε θῆρας φόβῳ Πίνδ. Π. 5. 82. 2) ἐπὶ γονέων, δίδω εἰς γάμον τὴν θυγατέρα μου, θυγατέρα ἀνδρὶ Ἰλ. Ζ. 192, Ὀδ. Δ. 7· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, ἀνέρι μητέρα δώσω Β. 223· Σάμηνδε ἔδοσαν αὐτήν, ἔδωκαν αὐτὴν εἰς γάμον ἐν τῇ Σάμῃ, Ο. 367, πρβλ. Ρ. 442· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Ἰλ. Ξ. 268· - παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Θουκ. 6. 59, Ξεν., κτλ.· ἀπολ., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ [[ἀλλήλων]] Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 288· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ῥῆμα]] ἦτο τὸ [[ἐκδίδωμι]], Wes. Ἡρόδ. 5. 52. 3) παρ’ Ἀττ., δίδωμί τινά τινι, χαρίζω τινὰ ἐνδίδων εἰς τὰς παρακλήσεις τινός, συγχωρῶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ αἰτήσει ἑτέρου (ὡς τὸ Romulum Marti redonare, Ὁρ. ᾨδ. 3. 3, 33), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 31· - διδόναι τινί τι, συγχωρῶ τι εἴς τινα, δὲν ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ πταίσματος, Λατ. condonare alicui aliquid, ὅρα Ἑρμηνευτ. Εὐρ. Κύκλ. 296, Δημ. 274, 1, 8. 4) διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδοσθαι, Ἡρόδ. 6. 108, Σοφ. Φ. 84, Θουκ. 2. 68· τινὶ εἰς χεῖρας Σοφ. Ἠλ. 1348· δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Δημ. 258. 18· εἰς κινδύνους Πολύβ. 3. 17, 8, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., δίδωσ’ ἑκὼν κτείνειν ἑαυτὸν Σοφ. Φ. 1341· - ἴδε κατωτ. IV. ΙΙΙ. ἐν ἀραῖς καὶ εὐχαῖς, μετ’ αἰτιατ. προσώπου καὶ ἀπαρ., χαρίζω, [[ἐπιτρέπω]], ἐνεργῶ [[ὥστε]]…, ἰδίως ἐν προσευχαῖς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄιδος [[εἴσω]], [[κάμε]] [[ὥστε]]…, χάρισαί (μοι) [[ὥστε]]…, Ἰλ. Γ. 322· δός με τίσασθαι, [[κάμε]] [[ὥστε]] νὰ…, Αἰσχύλ. Χο. 18, Εὐμ. 31· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοὶ ὁ αὐτ. Θήβ. 421· θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς… παθεῖν Σοφ. Φ. 316, πρβλ. Ο. Κ. 1101, 1287, Πλάτ. Νόμ. 813C· (ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ τὸ δὸς [[συχνάκις]] παραλείπεται). IV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[παραδίδω]] ἐμαυτόν, ἀφιεροῦμαι εἴς τι, τινί, ἰδίως ἡδονῇ, μόνον παρ’ Ἀττ., Valck, Φοιν. 21. Διατρ. σ. 233· εἰς δημοκοπίαν Διόδ. Ἐκλογ. 2. 567. 45· δρόμῳ δούς, δραμὼν πάσῃ δυνάμει, Ἀλκίφρ. 3. 47· πρβλ. [[ἐκδίδωμι]], [[ἐνδίδωμι]]. V τὸ παθ. ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. [[ἀποδίδωμι]]), οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα, εἰς σὲ δὲν ἀνήκουσιν ἔργα πολεμικά, Ἰλ. Ε. 428· ἀλλὰ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.
|lstext='''δίδωμι''': Ἰλ. Ψ. 620, Ἀττ.· παρατ. ἐδίδω, δίδω Ὀδ. Λ. 289,Ἰλ. Ε. 165, κτλ., γ΄ πληθ. ἐδίδοσαν Ἡρόδ. 8. 9, Ἀττ.· ἀλλὰ οἱ συνηθέστεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ. [[εἶναι]] ἐκ τοῦ *διδόω, ἰδίως παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσι, διδοῖς, διδοῖσθα Ἰλ. Ι. 164, Τ. 270· διδοῖ Ὀδ. Ρ. 350, Ἡρόδ., [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1010· διδοῦσι Ἰλ. Τ. 265, κτλ.· προστακτ. δίδου Ἡρόδ. 3. 140, Εὐρ.· Δωρ. δίδοι Πίνδ. Ο. 1. 136, Ἐπ. δίδωθι Ὀδ. Γ. 380· ἀπαρ. διδοῦν Θέογν. 1302, Ἐπ. διδοῦναι Ἰλ. Ω. 425· Δωρ. διδῶν Θεόκρ. 29. 9)· - παρατ. ἐδίδουν, -ους, -ου, Ὅμ. (Ἐπ. δίδου Ἰλ.), Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ἐδίδουν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 138, [[ὡσαύτως]] ἔδιδον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, δίδον [[αὐτόθι]] 328· Ἐπ. παρατ. [[δόσκον]] Ἰλ. Ξ. 382· - μέλλ. δώσω Ἀττ., Ἐπ. διδώσω Ὀδ. Ν. 358, Ω. 314· - ἀόρ. α΄ ἔδωκα, Ἐπ. δῶκα, Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. β΄ ἔδων, ἐξ ὧν τὸ ἔδωκα [[εἶναι]] εὔχρηστον μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, τὸ δὲ ἔδων ἐν τῷ πληθ. τῆς ὁριστ. ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐγκλίσεσι, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς· ἰδιαίτεροι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. ὑποτακτ. γ΄ ἑνικ. δώῃ, δώῃσι, δῷσι Ἰλ. Π. 725, Α. 324, Ὀδ. Β. 144· α΄ πληθ. δώομεν Ἰλ. Η. 299, Ὀδ. Π. 184, γ΄ πλ. δώωσι Ἰλ. Α. 137· ἀπαρ. [[δόμεναι]], δόμεν Α. 116, Σ. 458, ([[ὡσαύτως]] Δωρ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1163, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ ὁμαλὸς ἀόρ. α΄ δώσῃς Ἀνθ. Π. παρατ. 204, πρβλ. Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 292, κτλ.· - πρκμ. δέδωκα Πίνδ., Ἀττ., Βοιωτ. γ΄ πληθ. ἀποδεδόανθι Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 35· ὑπερσυντ. ἐδεδώκει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26. - Μέσ. (ἴδε [[ἀποδίδωμι]]). - Παθ., μέλλ. δοθήσομαι Εὐρ. Φοιν. 1650, Ἰσαῖ., κτλ.· ἀόρ. ἐδόθην Ὀδ. Β. 78, Ἀττ.· πρκμ. δέδομαι Ἰλ. Ε. 428, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1041, Θουκ.· γ΄ πληθ. δέδονται Εὐρ. Ἱκέτ. 757· ὑπερσυντέλ. ἐδέδοτο Θουκ. 3. 109. (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΟ, [[ὁπόθεν]] καὶ [[δοτήρ]], [[δόσις]], [[δῶρον]], [[δάνος]], κτλ.· πρβλ. τὰ Σανσκρ. da, dadâmi ([[δίδωμι]]), dâtâ (dator), dânam (donum, πρβλ. danunt ἀντὶ dant, [[δάνος]])· Λατ. da-re, dator, dos, donum, dedo, κτλ.· Σλαυ. dami (do), daru (donum), dani (vectigal).) Ἴδε Κόντ. Λογ. Ἑρμ. 332. Ἡ ἐξ ἀρχῆς, πρώτη, [[σημασία]], [[εἶναι]]: δίδω, δωροῦμαι, χαρίζω (περιλαμβανομένης [[πάντοτε]] τῆς ἰδέας τοῦ δώρου ἢ τῆς δωρεὰν δόσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποδίδωμι]]), τινί τι Ὁμήρῳ καὶ [[ἐφεξῆς]] ἡ κοινοτάτη [[σύνταξις]]· ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ = εἶμαι ἕτοιμος νὰ δώσω, νὰ [[προσφέρω]], Ἰλ. Ι. 519, Ἡρόδ. 5. 94., 9. 109, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, Ξεν. Ἀν. 6. 1. 9, κτλ.· τὰ διδόμενα, πράγματα προσφερόμενα, Δημ. 267. 6. 2) [[παρέχω]], δίδω, [[κῦδος]], νίκην, κτλ., Ὅμηρ., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῶν, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, κτλ., Ἰλ. Α. 96, κτλ.· βραδύτερον, εὖ δίδωμί τινι, δίδω εὐτυχίαν εἴς τινα, Σοφ. Ο. Τ. 1081, Ο. Κ. 642, Εὐρ. Ἀνδρ. 750· - ἀπολ., ἐπὶ τῶν νόμων, [[παρέχω]] τὴν ἄδειαν, δίδω ἄδειαν, [[ἐπιτρέπω]], δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων Ἰσαῖ. 63. 8. 3) [[προσφέρω]] εἰς τοὺς θεούς, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν Ἰλ. Μ. 6. Ὀδ. Α. 67, καὶ Ἀττ. 4) προστιθεμένης ἀπαρεμφ., [[ξεῖνος]] γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν…, Ἰλ. Ο. 532, πρβλ. Ψ. 21, 183· δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι Η. 149· - βραδύτερον, ἐπὶ χορηγήσεως τροφῆς ἢ ποτοῦ, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 7, Φερεκρ. Κορ. 3. κτλ.· ἐδίδου ῥοφεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10· δίδου μασᾶσθαι Εὔπολ. Διον. 2· δὸς [[καταφαγεῖν]] Ἡγήμ. Φιλ. 1· [[ὡσαύτως]], τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. Δουλ. 4, πρβλ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 8· ἀκολούθως παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., φιάλην ἔδωκε κεράσας Ἔφιππ. Ἐφηβ. 3· εὐζωρότερον δὸς Δίφιλ. Παιδ. 1· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χορηγήσεως ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, δίδου κατὰ χειρὸς (ἐνν. νίψασθαι) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2, Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 3. 5) φράσεις παρὰ πεζοῖς: δ. ὅρκον, ἀντίθετον τῷ λαμβάνειν, [[παρέχω]] ὅρκον, Ἰσαῖ. 77. 16, ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27 κἑξ.· - δ. ψῆφον, γνώμην, [[παρέχω]] ψῆφον, γνώμην, Δημ. 542, 18., 704. 5· - περὶ τοῦ δ. διαχειροτονίαν, ἴδε τὴν λέξιν· - δ. [[χάριν]] = χαρίζεσθαι, Σοφ. Αἴ. 1354, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 143· ὀργῇ [[χάριν]] δούς, χαρισθεὶς εἰς τὴν ὀργήν, Σοφ. Ο. Κ. 855· - λόγον τινὶ δ., [[παρέχω]] εἴς τινα ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· [[ἀλλά]], δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτεσθαι Ἡρόδ. 1. 97· οὔκ, εἰ διδοίης... σαυτῷ λόγον Σοφ. Ο. Τ. 583· - δ. δίκην ἢ δίκας ἴδε ἐν λ. [[δίκη]]· - ἀκοὴν δ. τινί, [[παρέχω]] ἀκρόασιν εἴς τινα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 30, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[παραδίδω]] ὡς λείαν, παραχωρῶ, ἀχέεσσί με δώσεις Ὀδ. Τ. 167· μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Ἰλ. Ε. 397· Ἕκτορα κυσὶν Ψ. 21· πυρί τινα Ὀδ. Ω. 65· πληγαῖς τινα Πλάτ. Πολ. 574C· ἔδωκε θῆρας φόβῳ Πίνδ. Π. 5. 82. 2) ἐπὶ γονέων, δίδω εἰς γάμον τὴν θυγατέρα μου, θυγατέρα ἀνδρὶ Ἰλ. Ζ. 192, Ὀδ. Δ. 7· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, ἀνέρι μητέρα δώσω Β. 223· Σάμηνδε ἔδοσαν αὐτήν, ἔδωκαν αὐτὴν εἰς γάμον ἐν τῇ Σάμῃ, Ο. 367, πρβλ. Ρ. 442· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Ἰλ. Ξ. 268· - παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Θουκ. 6. 59, Ξεν., κτλ.· ἀπολ., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ [[ἀλλήλων]] Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 288· ἀλλὰ συνηθέστερον [[ῥῆμα]] ἦτο τὸ [[ἐκδίδωμι]], Wes. Ἡρόδ. 5. 52. 3) παρ’ Ἀττ., δίδωμί τινά τινι, χαρίζω τινὰ ἐνδίδων εἰς τὰς παρακλήσεις τινός, συγχωρῶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ αἰτήσει ἑτέρου (ὡς τὸ Romulum Marti redonare, Ὁρ. ᾨδ. 3. 3, 33), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 31· - διδόναι τινί τι, συγχωρῶ τι εἴς τινα, δὲν ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ πταίσματος, Λατ. condonare alicui aliquid, ὅρα Ἑρμηνευτ. Εὐρ. Κύκλ. 296, Δημ. 274, 1, 8. 4) διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδοσθαι, Ἡρόδ. 6. 108, Σοφ. Φ. 84, Θουκ. 2. 68· τινὶ εἰς χεῖρας Σοφ. Ἠλ. 1348· δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Δημ. 258. 18· εἰς κινδύνους Πολύβ. 3. 17, 8, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., δίδωσ’ ἑκὼν κτείνειν ἑαυτὸν Σοφ. Φ. 1341· - ἴδε κατωτ. IV. ΙΙΙ. ἐν ἀραῖς καὶ εὐχαῖς, μετ’ αἰτιατ. προσώπου καὶ ἀπαρ., χαρίζω, [[ἐπιτρέπω]], ἐνεργῶ [[ὥστε]]…, ἰδίως ἐν προσευχαῖς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄιδος [[εἴσω]], [[κάμε]] [[ὥστε]]…, χάρισαί (μοι) [[ὥστε]]…, Ἰλ. Γ. 322· δός με τίσασθαι, [[κάμε]] [[ὥστε]] νὰ…, Αἰσχύλ. Χο. 18, Εὐμ. 31· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοὶ ὁ αὐτ. Θήβ. 421· θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς… παθεῖν Σοφ. Φ. 316, πρβλ. Ο. Κ. 1101, 1287, Πλάτ. Νόμ. 813C· (ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ τὸ δὸς [[συχνάκις]] παραλείπεται). IV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[παραδίδω]] ἐμαυτόν, ἀφιεροῦμαι εἴς τι, τινί, ἰδίως ἡδονῇ, μόνον παρ’ Ἀττ., Valck, Φοιν. 21. Διατρ. σ. 233· εἰς δημοκοπίαν Διόδ. Ἐκλογ. 2. 567. 45· δρόμῳ δούς, δραμὼν πάσῃ δυνάμει, Ἀλκίφρ. 3. 47· πρβλ. [[ἐκδίδωμι]], [[ἐνδίδωμι]]. V τὸ παθ. ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. [[ἀποδίδωμι]]), οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα, εἰς σὲ δὲν ἀνήκουσιν ἔργα πολεμικά, Ἰλ. Ε. 428· ἀλλὰ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἐδίδουν]], <i>f.</i> [[δώσω]] ; <i>ao.</i> [[ἔδωκα]], <i>seul. à l’ind. ; ao.2</i> *ἔδων, <i>seul. au plur. &gt; impér.</i> [[δός]], <i>sbj.</i> [[δῶ]], <i>opt.</i> [[δοίην]], <i>inf.</i> [[δοῦναι]], <i>part. [[δούς]] ; pf.</i> [[δέδωκα]];<br /><i>Pass. f.</i> δοθήσομαι, <i>ao.</i> ἐδόθην, <i>pf.</i> [[δέδομαι]];<br /><b>I.</b> donner :<br /><b>1</b> faire don de : τινί [[τι]], de qch à qqn ; <i>particul.</i> donner en mariage : δ. θυγατέρα [[ἀνδρί]] IL <i>ou simpl.</i> θυγατέρα IL donner une fille en mariage à qqn ; <i>abs.</i> ἐδίδοσαν καὶ ἥγοντο [[ἐξ]] [[ἀλλήλων]] HDT ils se donnaient en mariage et épousaient les filles les uns des autres ; ὁ δοὺς καὶ γήμας EUR celui qui a donné en mariage et celui qui a épousé, <i>càd</i> le beau-père et le gendre;<br /><b>2</b> remettre de la main à la main : δ. [[ἐς]] χεῖρας [[λαβεῖν]] SOPH remettre entre les mains (de qqn);<br /><b>3</b> offrir : ἱρὰ θεοῖσιν OD des sacrifices aux dieux;<br /><b>4</b> servir, présenter : δ. [[πιεῖν]] HDT donner à boire;<br /><b>5</b> procurer : δ. τινι [[εὖ]] SOPH procurer du bonheur <i>ou</i> être favorable à qqn ; τινι τὴν τύχην δ. [[εὖ]] EUR procurer à qqn une heureuse fortune ; [[εὖ]] δ. EUR procurer du bonheur ; τῆς τύχης [[εὖ]] διδούσης SOPH la fortune étant favorable ; <i>en mauv. part</i> δ. ἄλγεα IL, πημονάς ESCHL envoyer <i>ou</i> causer des souffrances, des douleurs (à qqn);<br /><b>6</b> livrer : τινα κυσίν IL qqn aux chiens ; ὀδύνῃσι τινα δ. IL <i>ou</i> ἀχέεσσι OD livrer qqn aux souffrances, aux douleurs ; avec un inf. : τοῦτον ἔδωκεν ἐμοὶ [[ὑπήκοον]] [[εἶναι]] XÉN (mon père) me l’a donné pour qu’il m’obéisse ; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς DÉM s’exposer à des dangers;<br /><b>7</b> transmettre, enseigner;<br /><b>8</b> produire, fournir, apporter : δ. ψῆφον, γνώμην DÉM donner son vote, son avis ; ἀκοὴν δ. τινί SOPH prêter l’oreille à qqn;<br /><b>9</b> accorder, concéder (un bienfait, une faveur, l’objet d’une demande, <i>etc.</i>) ; [[δός]] avec un inf. accorde (moi) de ; avec une prop. inf. accorde <i>ou</i> permets que : [[τούτω]] εὐτυχεῖν [[δοῖεν]] θεοί ESCHL puissent les dieux donner à celui-ci d’être heureux ! <i>d’où</i> concéder (à un interlocuteur, <i>etc.</i>) : εἴ μοι δίδως καὶ συγχωρεῖς [[εἶναι]] [[ταῦτα]] PLAT si tu m’accordes cela et que tu conviennes qu’il en est ainsi;<br /><b>10</b> permettre;<br /><b>11</b> faire remise (d’une peine), remettre ; pardonner (une faute);<br /><b>II.</b> <i>au prés. et à l’impf.</i> offrir de donner, consentir à donner : ὁμήρους [[οὐκ]] ἐδίδωσαν XÉN ils ne voulaient pas donner d’otages.<br />'''Étymologie:''' R. Δο, donner, avec redoubl. cf. <i>lat.</i> dare.
}}
}}