ζήτημα
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is sought, Hp.VM3; οὐ ῥάδιον ζ. a thing not easy to find, of Pentheus' mutilated limbs, E.Ba.1139; δυσνοούμενον ζ., of God, Secund.Sent.3. II inquiry, question, S.OT278, Act.Ap.15.2,al.; esp. of a philosophic nature, τὸ περὶ νόμους ζ. Pl.Lg.631a; τὰ περὶ φύσεως ζ. ib.891c; ποιητικῶν ζ. λύσεις Metrod.Herc.831.13; also τοῦτ' . . οὗ τυγχάνει ζ. Pl.Cra.421a; ἐκεῖνό γ' ἦν τὸ ζ. πρῶτον, πότερον . . Id.Sph.221c; search, σῶμα μυρίοις ζητήμασιν εὑρών E.Ba.1218; μητρός after her, Id.Ion1352. 2 official or judicial inquiry, POxy.97.14 (ii A.D.). III in pl., claims, PRyl.117.14 (iii A.D.); subjects of dispute, SIG785.8 (i A.D.), Act.Ap.25.19.
German (Pape)
[Seite 1139] τό, das Suchen, die Untersuchung; μητρός Eur. Ion 1352; περὶ νόμων, περὶ φύσεως, Plat. Legg. I, 630 c X, 891 c; Gegenstand der Untersuchung, Soph. O. R. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ζήτημα: τό, τὸ ζητούμενον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· οὐ ῥᾴδιον ζ., πρᾶγμα δυσεύρετον, ἐπὶ τῶν ἠκρωτηριασμένων μελῶν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 1139. ΙΙ. ἔρευνα, Σοφ. Ο. Τ. 278, ἰδίως φιλοσοφικῆς φύσεως, τὸ περὶ νόμους ζ. Πλάτ. Νόμ. 630Ε· τὰ περὶ φύσεως ζ. αὐτόθι 891C· ὡσαύτως, τοῦτ’ οὗ τυγχάνει ζ. ὁ αὐτ. Κρατ. 421Α· ἐκεῖνό γ’ ἦν τὸ ζ. πρῶτον, πότερον… ὁ αὐτ. Σοφ. 221C· ἀναζήτησις, ἔρευνα, μυρίοις ζητήμασιν εὑρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1218· μητρός, περὶ τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 1352.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 recherche;
2 objet de recherche.
Étymologie: ζητέω.
English (Strong)
from ζητέω; a search (properly concretely), i.e. (in words) a debate: question.
English (Thayer)
ζητητός, τό (ζητέω), a question, debate: νόμου, about the law, περί τίνος, Sophocles down.)
Greek Monolingual
το (AM ζήτημα) ζητώ·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» — δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.)
2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ του μηδενός» — γεννά αφορμές για αδικαιολόγητες διενέξεις)
νεοελλ.
1. (νομ.) καθένα από τα ερωτήματα που υποβάλλονται στους ενόρκους και στα οποία πρέπει να απαντήσουν
2. φρ. α) «δεν υπάρχει ζήτημα» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται συζήτηση, δεν υπάρχει πρόβλημα
β) «το έκανε ζήτημα» — έδωσε σε κάποιο θέμα μεγάλη σημασία
(νεοελλ.-μσν.)
1. αίτημα
2. απόρημα, ερώτημα, πρόβλημα για λύση
3. παράκληση, χάρη
μσν.-αρχ.
απαίτηση, αξίωση
αρχ.
έρευνα, εξέταση.
Greek Monotonic
ζήτημα: -ατος, τό,
I. αυτό που επιζητείται, ζητούμενο· οὐ ῥᾴδιον ζήτημα, κάτι το οποίο δεν είναι εύκολο να ανευρεθεί (λέγεται για τα ακρωτηριασμένα μέλη του Πενθέα), σε Ευρ.
II. 1. αναζήτηση, έρευνα, εξέταση, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. έρευνα, εξακρίβωση, προσπάθεια ανίχνευσης· μητρός, αναζήτηση της μητέρας, σε Ευρ.