άνεμος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
ο (AM ἄνεμος)
1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση
2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα
μσν.- νεοελλ.
(κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας
νεοελλ.
φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ ανέμου» — καταστρέφεται ή καταστράφηκε
μσν.
το πνεύμα του Θεού, ο Θεός
αρχ.-μσν.
αέρια των εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άνεμος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα an∂- «φυσώ, πνέω». Από την ίδια ρίζα προήλθαν όχι μόνο τα αρχ. ινδ. anilas «πνοή, άνεμος, αέρας», αρχ. ιρλδ. anal «πνοή» κ.ά., αλλά και τα λατ. anima «πνοή, άνεμος, αέρας» και animus «ψυχή, πνεύμα» (και οι δύο σημασίες συνενώνονται στο αρχ. ελλην. πνεύμα) και animal «το έχον ψυχή, ζωή, το ζώο». Από τις λατινικές αυτές λέξεις προήλθαν σημαντικές λέξεις του λατινογενούς (ρωμανικού) ευρωπαϊκού λεξιλογίου, όπως λ.χ. η λ. ame «ψυχή» μέσω του αρχ. γαλλ. alme / arme) της Γαλλικής, η λ. alma «ψυχή» της Ισπανικής και anima «ψυχή» της Ιταλικής, το ισπανικό καί ιταλικό animo «πνεύμα» καί το ευρύτερης χρήσης animal «ζώο» (ιταλ., γαλλ., ισπ., αγγλ., κ.ά.). Αντιθέτως το ελλ. άνεμος χρησιμοποιήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στη διεθνή επιστημονική ορολογία ως α΄ συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων
πρβλ. λ.χ. αγγλ. anemogram (ανεμόγραμμα), anemograph (ανεμογράφος), anemometer (ανεμόμετρο), anemoscope (ανεμοσκόπιο) αλλά καί anemochorous, anemophilous, anemotaxis, anemotropism κ.ά. Σημειώνεται ακόμη πως λέξεις που δήλωναν «τον άνεμο» τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες (ινδο)ευρωπαϊκές γλώσσες προήλθαν από τη συνώνυμη ΙΕ ρίζα wē-«πνέω, φυσώ» (πρβλ. ελλην., άελλα άημι, αήτες, αήτης, αύρα, κ.ά, λατ. ventus «άνεμος», γαλλ. vent, αγγλ. wind και weather «καιρός», γερμ. Wind και Wetter «καιρός» κ.λπ. βλ. λ. άημι). Τέλος, μεγάλη παραγωγική δύναμη εμφανίζει στην Ελληνική (αρχαία και νέα) η λ. άνεμος ως α΄ συνθετικό ανεμ(ο)-και ως β΄ συνθετικό -ανεμος (και αρχ. -ήνεμος)].Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνεμος:
ΠΑΡ. αρχ. ανεμία, ανεμόεις, ανεμούμαι, ανεμώλιος, Ανεμώτις
αρχ.-μσν.
ανεμώδης
μσν.
ανέμωοις
μσν.- νεοελλ.
ανέμη, ανεμίζω, ανεμικός.
ΣΥΝΘ. (Α΄ ΣΥΝΘ.) ανεμόδαρτος, ανεμοστρόβιλος
αρχ.
ανεμοκοίτης, ανεμοσκεπής, ανεμόστροφος, ανεμοσφάραγος, ανεμοτρεφής, ανεμοφόρητος ανεμώκης
μσν.
ανεμοδούριον, ανεμομαχώ, ανεμόπτερος, ανεμοφθόρητος
μσν.- νεοελλ.
ανεμοζάλη
νεοελλ.
ανεμόβραχος, ανεμόβροντο, ανεμόβροχο, ανεμογάμης, ανεμογγάστρι(-ά), ανεμοδαρμένος, ανεμοδέρνω, ανεμοκαίω, ανεμοκίνητος, ανεμοκουνώ, ανεμοκυκλογύριστος, ανεμοκυκλοπόδης, ανεμομάζωμα, ανεμόμυλος, ανεμόπληκτος, ανεμοπόδαρος, ανεμοπύρι, ανεμοπύρωμα, ανεμοράχη, ανεμοριπή, ανεμορούφουλας, ανεμόσαρκος, ανεμόσκαλα, ανεμοσκορπίζω, ανεμοσουρίζω, ανεμόσυκο, ανεμοσυρμή, ανεμοταραχή, ανεμότρατα, ανεμοχάφτω, ανεμόχιονο, ανεμόχολο, ανεμαλώνι, ανεμαντλία, ανεμάρπαστος, ανεμοβλογιά, ανεμογνωμόνιο, ανεμόγραμμα, ανεμογραφία, ανεμογράφος, ανεμοδείκτης, ανεμολογία, ανεμολόγος, ανεμομετρία.(Β ΣΥΝΘ.) -ΑΝΕΜΟΣ: αλεξάνεμος, επάνεμος, Ευάνεμος, Ευδάνεμος, ισάνεμος, κωλυσάνεμος, λαθάνεμος, παυσάνεμος.-ΗΝΕΜΟΣ: αλεξήνεμος, απήνεμος, διήνεμος, δυσήνεμος, ευήνεμος, κατήνεμος, ποδήνεμος, προήνεμος, προσήνεμος, πυρήνεμος, συνήνεμος, υπερήνεμος, υπήνεμος, φιλήνεμος.