δάϊος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
contr. δᾷος, α, ον, Dor. for Ep. δήιος (contr. δῆος Thgn. 552b), η, ον: also δάϊος, ον, E.Tr.1301 (lyr.), HF915 (lyr.) (Trag. always use the Dor.form): (δαίω Α):—
A hostile, destructive, Hom.only in Il., δηΐου ἐκ πολέμου 7.119; δ. ἄνδρα 6.481: esp. as epith. of πῦρ, burning, consuming, 8.181, al.; δάϊοι enemies, Pi.N.8.28, A.Ag.559; λάφυρα δάων Id.Th.278 (dub.l.); φόβημα δαΐων S.OC699 (lyr.): in sg., fighting man, Ar.Ra.1022; also δάου μάχας S.Ichn.239; δαΐον ὁρμάν hostile, Ar.Nu.335 (=[Philox.]18 (anap.)); ἔπιτε δαΐαν ὁδόν Ar.Ra. 897 (lyr.). 2 unhappy, wretched, A.Pers.282 (lyr.), etc., S.Aj.784, E.Andr.838(lyr.). II (δαῆναι) knowing, cunning, τεχνίτης APl. 4.119 (Posid.). Adv. δαΐως Epicur.Fr.183 codd. Plu. (δαιμονίως Usener). [δᾱϊος: but disyll. in Hom. where the last syll. is long; Trag., when disyll., written δᾷος, A.Pers.282; δηῐων at the end of a pentam., AP6.123 (Anyte).]
German (Pape)
[Seite 515] ion. δήϊος, w. m. s., auch 2 Endungen, Eur. Tr. 1301 Herc. fur. 915; 1) feindlich, vernichtend, bei Tragg. in chor. u. mel.; πῦρ Aesch. Spt. 222; μάχαι Soph. Ai. 365; ἐγχέων φόβημα δαΐων O. C. 597; ὁδός Ar. Ran. 897; δάϊοι, Feinde, Pind. N. 8, 28. – 2) elend, unglücklich, auch im Trimeter diese Form, Aesch. Pers. 274. 947; Soph. Ai. 771; Eur. Herc. Fur. 1023. – 3) erfahren, kundig, δάϊε τεχνῖτα Posidip. 14 (Plan. 119); δαΐως καὶ μεγαλοπρεπῶς ἐπεμελήθητε Plut. non posse 15.
Greek (Liddell-Scott)
δάϊος: συνῃρ. δᾷος, α, ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. δήιος (συνῃρ. δῇος Θέογν. 552 B), η, ον· ὡσαύτως δάϊος, ος, ον, Εὐρ. Τρῳ. 1031, Ἡρ. Μαιν. 915· οἱ Τραγ. ἀείποτε μεταχειρίζονται τὸν Δωρ. τύπον, καθὼς μεταχειρίζονται καὶ γάϊος, νάϊος, ἀντὶ γήιος, νήιος, ἂν καὶ ἔλεγον δῃοῦν καὶ ἀδῇος, ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 559, Χο. 628· (δαΐς, δαίω Α)· -ἐχθρικός, καταστρεπτικός, φοβερός, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ πυρός, καῖον, καταναλίσκον, καὶ παρὰ Τραγ.· -δάϊοι, ἐχθροί, Πίνδ. Ν. 8. 49· λάφυρα δᾴων Αἰσχύλ. Θήβ. 271· φόβημα δαΐων Σοφ. Ο. Κ. 699· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐχθρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 1022· οὕτω, δαΐαν ὁρμάν, ἐχθρικήν, πολεμίαν, ὁ αὐτ. Νεφ. 335· ἔπιτε δαΐαν ὁδὸν ὁ αὐτ. Βατρ. 897. 2) δυστυχής, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 282, κτλ., Σοφ. Αἴ. 784, Εὐρ. Ἀνδρ. 838 (ἔνθα ἔχομεν γεν. θηλ. δαΐας). ΙΙ. (δαῆναι) γινώσκων, ἔμπειρος, τεχνίτης Ἀνθ. Πλαν. 119· πρβλ. δαΐφρων. [δᾱϊος· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὅπου ἡ τελευταία συλλαβὴ εἶναι μακρά, ἡ λέξις πρέπει νὰ προφέρηται ὡς δισύλλαβος· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ., ὅταν εἶναι δισύλλαβος, γράφεται δᾷος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 123 ἔχομεν δῆῐων ἐν τέλει πενταμέτρου].
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
par contr. δᾷος;
1 qui ravage ou détruit, destructeur ; οἱ δάϊοι les ennemis, l’ennemi;
2 ruiné, détruit ; malheureux, infortuné, misérable.
Étymologie: δαίομαι.
English (Slater)
δᾱϊος, δᾱος subs.,
1 enemy σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (N. 4.38) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (Hermann: δαίοισιν codd.) (N. 8.28) δᾴο]ις (e Σ supp. G-H.) Πα. 2. . [δαιον (supp. Kambylis:) v. γάιος.]
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón.- ép. δήϊος Il.7.119, 8.181, Sol.23.17; contr. δῇος Tyrt.8.12, Thgn.552
• Prosodia: [-ᾱ-, pero en Homero δήϊος se mide disíl. (sinicesis) cuando la última es larga; contr. dór. y trag. δᾷος cuando es disíl.]
• Morfología: [tb. -ος, -ον E.Tr.1301, Ar.Nu.335]
I sent. neg.
1 de abstr. y cosas destructor cont. bélico πόλεμος Il.7.119, δαΐας πεπαυμέ[νοι σάλ] πιγγος A.Fr.451n.8, ἔγχεα S.OC 699, cf. E.l.c., A.R.1.635, μάχα S.Fr.314.245, Lyc.861, τέρας E.Ph.1023, ἄνθεμα ... δήιον ofrenda de guerra, AP 6.128 (Mnasalc.)
•del fuego devorador, arrasador, Il.8.181, A.Th.222
•rel. fenómenos atmosféricos violento, catastrófico ἐποίουν ὑγρᾶν Νεφελᾶν ... δάιον ὁρμάν Ar.l.c.
•de un camino de destrucción τίνα λόγων ἔπιτε δαΐαν ὁδόν Ar.Ra.897, δ. νόσος enfermedad destructiva Hsch.δ 238.
2 de pers. hostil, enemigo κτείνας δήϊον ἄνδρα Il.6.481, δῄων ἀνδρῶν ἀντιάσειν Thgn.l.c., λοξὸν ... ὁρῶσι πάντες ὥστε δήιον Sol.l.c., πᾶς ἄν τις ἀνὴρ ἠράσθη δάιος εἶναι Ar.Ra.1022, βάτου ἦν ... ἐγὼ δήιος AP 7.656 (Leon.)
•subst. plu. (οἱ) δάϊοι los enemigos δηΐοισι μάχεσθαι Il.4.373, δᾴοισιν ... ἕλκεα ῥῆξαν Pi.N.8.28, εἰ μὴ ... δῄων ὀρέγοιτο Tyrt.l.c., cf. Archil.170.5, εὐναὶ γὰρ ἦσαν δαΐων πρὸς τείχεσιν A.A.559, στάζε φόνον δαΐων AP 6.123 (Anyt.).
3 desgraciado de pers. ἴυζ' ἄποτμον βοὰν δυσαιανῆ Πέρσαις δαΐοις A.Pers.282, ὦ δαΐα Τέκμησσα S.Ai.784
•rel. conducta personal de consecuencias funestas τόλμαι E.Andr.837.
II uso expresivo, sent. posit. tremendo, arrasador, extraordinario Λύσσιπε ... δάιε τεχνίτα Posidipp.Epigr.18.2.
III adv. -ως extraordinariamente δ. τε καὶ μεγαλοπρεπῶς Epicur.Fr.[99] 1.
• Etimología: La rel. c. δαίω ‘quemar’ < *dau̯iō sería secundaria; deriv. de δάϊς q.u., que no procede de *dau̯i-, como indica mic. da-i-qo-ta e. e. Δᾱιχu̯όντας.
Greek Monolingual
(I)
δάϊος, -α, -ον (Α)
βλ. δήιος.———————— (II)
δάϊος, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. του αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)].
Greek Monotonic
δάϊος: [ᾱ], συνηρ. δᾷος, -α, -ον, Επικ. δήϊος, συνηρ. δῇος, -η, -ον,·
I. 1. εχθρικός, καταστροφικός, τρομακτικός, προσωνύμιο του πυρός, αυτός που κατακαίει, που «καταναλώνει», που αφανίζει, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· δάϊοι, δᾷοι, εχθροί, σε Αισχύλ., Σοφ.· στον ενικ., εχθρός, πολέμιος, σε Αριστοφ.· από όπου ως επίθ., εχθρικός, πολεμικός, στον ίδ.
2. θλιμμένος, δυστυχισμένος, αξιοθρήνητος, άθλιος, σε Τραγ.
II. γνώστης, έμπειρος τεχνίτης, ειδήμων, έμπειρος, δεξιοτέχνης, σε Ανθ. (με τη δεύτερη σημασία από το *δάω, δαῆναι· με την πρώτη σημασία πιθ. από το δαΐς, μάχη).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάϊος en δᾷος -α -ον, f. ook -ος, ep. δήιος [δαίω] ep. δηι - vóór lange lettergreep in uitgangen -οιο, -ων, -οις en -ους wordt gelezen als één lettergreep van zaken, eigenl. van vuur (ver)brandend; alg. vernietigend, verderfelijk. van personen vernietigend, vijandig; subst. plur. οἱ δήιοι de vijanden; in positieve zin strijdlustig, vurig:. πᾶς... ἀνὴρ ἠράσθη δάϊος εἶναι iedere man verlangde ernaar een vurige strijder te zijn Aristoph. Ran. 1022. ongelukkig, ellendig:. ὦ δαΐα Τέκμησσα o ongelukkige Tekmessa Soph. Ai. 784.
Russian (Dvoretsky)
δάϊος: I (ᾱ), эп.-ион. тж. δήϊος (иногда двусложно), стяж. δᾷος 3 и 2
1) губительный, истребительный (πῦρ Hom., Aesch.; πόλεμος Hom.; μάχαι, ἐγχέων φόβημα Soph.);
2) враждебный, вражеский (ἀνήρ Hom.): λόγων ἐπιέναι δαΐαν ὁδόν Arph. вступать в словесное состязание;
3) злополучный, несчастный Trag.
II эп.-ион. δήϊος ὁ (только pl.) неприятель, враг Hom., Pind., Aesch.