βλασφημία

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλασφημία Medium diacritics: βλασφημία Low diacritics: βλασφημία Capitals: ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ
Transliteration A: blasphēmía Transliteration B: blasphēmia Transliteration C: vlasfimia Beta Code: blasfhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A word of evil omen, profane speech, D.25.26; βλασφημίαν ἐφθέγξατο, at a sacrifice, E.Ion1189; εἴ τις παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημοῖ β. πᾶσαν Pl.Lg.800c; πᾶσαν β. ἱερῶν καταχέουσι ib.d.    2 defamation, slander, Democr.177, D.10.36, 18.95; β. ποιεῖσθαι εἴς τινα Aeschin. 1.167, cf. Ep.Eph.4.31; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν whole cart-loads of abuse, Luc.Eun.2.    3 irreverent speech against God, blasphemy, ἡ εἰς τὸ θεῖον β. Men.715: in pl., LXX Ez.35.12, al.; τοῦ Πνεύματος against . ., Ev.Matt.12.31; πρὸς τὸν θεόν Apoc.13.6.

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, Schmähung, εἰς τὸ θεῖον Men. fr. inc. 169; Verläumdung, Ggstz εὐφημία Dem. 25, 26; φθέγγεσθαι Eur. Ion. 1189; καταχέειν κατὰ τῶν ἱερῶν Plat. Legg. VII, 800 d; ποιεῖσθαι κατά τινος Dem. 18, 95; ἀποῤῥίπτειν εἴς τινα Herodian. 8, 5, 3 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

βλασφημία: ἡ, ὁμιλίαλόγος δυσοίωνος, ἀσεβὴς ὁμιλία (ἀντίθ. τῷ εὐφημία), βλασφημίαν ἐφθέγξατο, ἐν καιρῷ θυσίας, Εὐρ. Ἴων. 1189· παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλ. πᾶσαν βλασφημεῖ Πλάτ. Νόμ. 800C· βλασφημίαν ἱερῶν καταχέουσι αὐτόθι D. 2) δυσφήμησις, κακολογία, ὕβρις, κατηγορία, συκοφαντία, Δημ. 141. 2., 257. 22· βλ. ποιεῖσθαι εἴς τινα Αἱσχίν. 24. 4· ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν, ὁλόκληρα φορτία ὕβρεων, Λουκ. Εὐν. 2. 3) ἀσεβὴς καὶ ἀνόσιος λόγος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰς τὸ θεῖον βλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169· συχν. ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., τινός, ἐναντίον…, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 31· πρός τινα Ἀποκάλ. ιγ', 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 au sens religieux parole de mauvais augure ou en gén. parole qui ne doit pas être prononcée dans une cérémonie religieuse, p. opp. à εὐφημία;
2 en gén. mauvais propos, médisance, calomnie, diffamation.
Étymologie: βλάσφημος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1mala lengua, difamación οὔτε πρῆξις ἀγαθὴ λόγου βλασφημίῃ λυμαίνεται ni una buena acción es manchada por la difamación de palabra Democr.B 177, γίγνεσθαι καὶ βλασφημίαν ἀντὶ τῆς νῦν εὐφημίας καὶ τάξεως; D.25.26, φιλονεικίαι καὶ βλασφημίαι καὶ ὀργαί Plu.2.795a, cf. 817c, Ep.Eph.4.31.
2 en plu. infamia, insulto βλασφημίας ἃς ἐπὶ τῷ θεωρικῷ ποιοῦνταί τινες D.10.36, εἰς ἄνδρα ... τὰς βλασφημίας ποιήσεται Aeschin.1.167, κατὰ τῶν Εὐβοέων D.18.95, ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν carros enteros de denuestos Luc.Eun.2, cf. Plu.2.825e, περὶ βλασφημιῶν Sobre los términos injuriosos tít. de una obra del hist. y gramático Suetonio, Suet.Blasph.
reproche Clem.Al.Paed.1.8.66.
3 acusación τοῦ μὴ καλῶς ὁδεύειν Const.App.2.47.3.
II en rel. c. el ámbito relig. palabra vana, profana o de mal agüero, blasfemia βλασφημίας ἀπέχεσθαι Democedes 2, emitida durante el sacrificio βλασφημίαν ἐφθέγξατο E.Io 1189, cf. Pl.Lg.800c
gener. contra los dioses o su ámbito εἰς τὸ θεῖον Men.Comp.2.154
esp. en lit. jud.-crist., LXX Ez.35.12, πρὸς τὸν Θεόν Apoc.13.6
c. gen. τοῦ Πνεύματος β. blasfemia contra el Espíritu Santo, Eu.Matt.12.31, οἶδα ... τὴν βλασφημίαν ἐκ τῶν λεγόντων Ἰουδαίους εἶναι ἑαυτούς conozco la blasfemia de los que dicen ser judíos, Apoc.2.9, cf. Gr.Nyss.Eun.1.196, dicho de las doctrinas heréticas, Iust.Phil.Apol.26.5, Hippol.Haer.9.12.

English (Abbott-Smith)

βλασφημία, -ας, ἡ (< βλάσφημος), [in LXX: Ez 35:12 (נֶאָצָה), Da TH 3:29 (96) (שׁלה) , To 1:18, I Mac 2:6, II Mac 8:4 10:35 15:24 *;]
(a)railing slander: Mt 12:31 15:19, Mk 3:28 7:22, Eph 4:31, Col 3:8, I Ti 6:4, Ju 9, Re 2:9
(b)spec., impious speech against God, blasphemy: Mt 26:65, Mk 14:64, Lk 5:21, Jo 10:33, Re 13:5; ὄνομα βλασφημίας, Re 13:1 17:3; c. gen. obj. Mt 12:31;πρὸς τ. θεόν, Re 13:6 (Cremer, 570; DB, i, 305; DCG ii, 423).†

English (Strong)

from βλάσφημος; vilification (especially against God): blasphemy, evil speaking, railing.

English (Thayer)

βλασφημίας, ἡ, railing, reviling (Vulg. blasphemia);
a. universally, slander, detraction, speech injurious to another's good name: κρίσις βλασφημίας, equivalent to κρίσις βλάσφημος in impious and reproachful speech injurious to the divine majesty: R G); ὄνομα or ὀνόματα βλασφημίας equivalent to βλάσφημα (cf. Winer s Grammar, § 34,3b.; (Buttmann, § 132,10)): R G Tr, see γέμω); τοῦ πνεύματος, genitive of the object, πρός τόν Θεόν, Euripides, Plato, Demosthenes, others; for נֶאָצָה BB. DD. under the word <TOPIC:Blasphemy>; Campbell, Diss. on the Gospels, diss. ix. part ii.)

Greek Monolingual

βλάσφημος, βλασφημώ
βλ. βλαστήμια, βλάστημος, βλαστημώ.

Greek Monotonic

βλασφημία: ἡ,
1. ασεβής και ανίερη ομιλία, αντίθ. προς το εὐφημία, σε Ευρ., Πλάτ.
2. συκοφάντηση, σπίλωση, δυσφήμηση, σε Δημ.
3. ανίερη και ανευλαβής ομιλία εναντίον του Θεού, σε Καινή Διαθήκη· τοῦ πνεύματος, εναντίον του Αγίου Πνεύματος, στο ίδ.· πρός τινα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βλασφημία:βλάπτω
1) злословие, хула, поношение Eur., Plat. etc.;
2) кощунство Men., NT.

Middle Liddell

[From βλάσφημος
1. a profane speech, opp. to εὐφημία, Eur., Plat.
2. defamation, evil-speaking, slander, Dem.
3. impious and irreverent speech against God, blasphemy, NTest.; τοῦ πνεύματος against the Spirit, NTest.; πρός τινα NTest.