δάφνη

From LSJ
Revision as of 11:10, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάφνη Medium diacritics: δάφνη Low diacritics: δάφνη Capitals: ΔΑΦΝΗ
Transliteration A: dáphnē Transliteration B: daphnē Transliteration C: dafni Beta Code: da/fnh

English (LSJ)

ἡ,

   A sweet bay, Laurus nobilis, Od.9.183, Hes.Th.30, prob. in Men. Georg.36; τὸ τῆς δ. (sc. τρύπανον) ἄριστον Thphr.HP5.9.7; δάφναν μὴ δρέπε Supp.Epigr.2.185 (Boeot., v B.C.); [Ἀπόλλων] χρείων ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο h.Ap.396; ἐξ ὧν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος… Πυθικὴν σείσας δάφνην Ar.Pl.213; ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης Call.Del.94; στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ GDI2507 (Delph.), cf. Epigr.Gr.786 (Halic.), CIG3641 b 20 (add., Lampsacus).    II δ. Ἀλεξανδρεία, Ruscus Hypoglossum, Thphr.HP1.10.8,3.17.4, Dsc. 4.145.    2 = χαμαιδάφνη, Ps.Dsc.4.147.    III white mangrove, Avicennia officinalis, Thphr.HP4.7.2.    IV a kind of coral, ibid. (ᾰ Theoc.11.45.)

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, Lorbeerbaum; Odyss. 9, 183 σπέος ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές, ἅπαξ εἰρημέν.; Hes. Th. 30; Pind. P. 10, 40; öfter bei Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

δάφνη: ἡ, τὸ γνωστὸν δένδρον, ἡ δάφνη, Λατ. laurus, Ὀδ. Ι. 183, Ἡσ. Θ. 30· ἱερὰ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅστις ἔδιδε τοὺς χρησμοὺς αὐτοῦ ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 396· ἐξ ὦν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος… Πυθικὴν σείσας δάφνην Ἀριστοφ. Πλ. 213· ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης Καλλ. εἰς Δῆλ. 94· στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1689, πρβλ. 2661, 3641b. 20 (προσθ.).- Οἱ περὶ τῆς Δάφνης μῦθοι εἶναι μεταγενέστεροι, Παυσ. 8. 20. Ὀβίδ. Μεταμ. 1. 452 κἑξ. ΙΙ. δ. Ἀλεξανδρεία, εἶδος δάφνης, ruscus, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 8, Διοσκ. 4. 147.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
laurier, arbuste.
Étymologie: DELG terme méditerranéen.

English (Autenrieth)

laurel, bay, Od. 9.183†.

Greek Monolingual

(AM δάφνη)
1. το φυτό δάφνη η ευγενής (laurus nobilis)
2. ονομασία διαφόρων ειδών της οικογένειας λαουρίδες ή δαφνίδες
3. στεφάνι από φύλλα δάφνης, σύμβολο νίκης
4. κλαδί δάφνης, σύμβολο των μαρτύρων της Εκκλησίας
νεοελλ.
φρ.
1. «έδρεψε δάφνες» — είχε επιτυχίες, διακρίθηκε
2. «αναπαύεται στις δάφνες του» ή «επαναπαύεται επί τών δαφνών του» — μένει αδρανής, στηριγμένος σε παλαιότερες επιτυχίες του
3. «πολεμικές δάφνες» — πολεμικά κατορθώματα, ανδραγαθήματα
αρχ.
1. προφητική ή μαντική ικανότητα
2. φρ. «πυθική δάφνη» — η μαντική δάφνη του Απόλλωνος τών Δελφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. δάφνη μαρτυρείται με διάφορες μορφές (πρβλ. λάφνη, δαυχμός, δαύχνα), οι οποίες οφείλονται είτε στη θρησκευτική χρήση της λέξεως είτε στο γεγονός ότι πρόκειται για δάνεια λ. Τη σχέση με το λατ. laurus πιστοποιεί η γλώσσα του Ησυχίου «λάφνη
δάφνη», όπου διαπιστώνεται εναλλαγή μεταξύ -λ- και -δ-γνωστή από τις δάνειες λέξεις και από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. dapu2ritojo για τον λαβύρινθο)
Ο τ. δαύχνα απαντά μόνο σε σύνθετες λέξεις (πρβλ. Δαυχναφόριος, δαυχνοφόρος, αρχιδαυχναφορώ), ενώ στον επικό Νίκανδρο απαντά ο τ. δαυχμός και στον Ησύχιο (δαυχμόν
«εύκαυστον ξύλον δάφνης»). Οι τύποι αυτοί συνδέθηκαν πιθ. παρετυμολογικά με το δαύκος.
ΠΑΡ. δάφνινος, δαφνίτης, δαφνίτις, δαφνωτός
αρχ.
δαφναίος, δαφνήεις, δάφνιος, δαφνίς
μσν.
δαφνηρός, δαφνιακός
νεοελλ.
δάφνι, δαφνί, δαφνιά, δαφνικός, δαφνούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δαφνέλαιο(ν), δαφνοειδής, δαφνόκοκκος (AM δαφνόκκοκον), δαφνοφόροςδαφνηφόρος), δαφνώδης, δαφνών(ας)
αρχ.
δαφνηρεφής, δαφνηφάγος, δαφνογηθής, δαφνοκόμης, δαφνόκομος, δαφνοπώλης, δαφνόσκιος
μσν.- νεοελλ.
δαφνόφυλλο νεοελλ. δαφνόδενδρο, δαφνοελιά, δαφνόκλαδο, δαφνοκούκκι, δαφνόκουκκο, δαφνοκούκουτσο, δαφνόλαδο, δαφνόμαζες, δαφνομαντεία, δαφνόστεγος, δαφνοστέφανο, δαφνοστεφανώνω, δαφνοστεφής, δαφνοστόλιστος, δαφνότοπος. (Β' συνθετικό) ροδοδάφνη
αρχ.
χαμαιδάφνη
νεοελλ.
αγριοδάφνη, αροδάφνη, μαυροδάφνη, πικροδάφνη, χαμοδάφνη].

Greek Monotonic

δάφνη: ἡ, το γνωστό φυτό «δάφνη», Λατ. laurus, σε Ομηρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· αφιερωμένο στον Απόλλωνα, ο οποίος επέδιδε τους χρησμούς του ἐκ δάφνης, σε Ομηρ. Ύμν. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

δάφνη: дор. δάφνα ἡ бот. лавр (Laurus nobilis) Hom., HH, Hes., Pind., Arst., Theocr.: δάφνης στέφανος Plut. лавровый венок (лавр считался священным деревом Аполлона).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάφνη -ης, ἡ, Dor. δάφνα, laurier (boom).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: laurel (Od.).
Other forms: Variants: λάφνη δάφνη. Περγαῖοι H. and δαύχνα (Thess., Cypr.) with Δαυχναῖος (Aetol.); also δαυχμός (Nic., H.; s. δαῦκος).
Derivatives: δαφνίς laurel (Hp.; cf. κεδρίς and Chantr. Form. 343), δαφνών laurel wood (Str.), δαφνῖτις Kassia of laurek etc. (Dsc.; Redard Les noms grecs en -της 70f.), -ίτης (οἶνος, Gp.), surname of Apollon in Syracuse (H., EM). Adject.: δαφνώδης laurel-like (E.), δάφνινος from laurel (Thphr.), δαφνιακός (AP), δαφνήεις rich in laurels (Nonn.), δαφναῖος belonging to the laurel (Nonn.), also surname of Apollon (AP, Nonn.), Δαφναία surname of Artemis in Sparta (Paus.), also Δαφνία (Olympia, Str.). - Δάφνις m. PN, Δαφνοῦς ON.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like the cognate Lat. laurus is δάφνη a Mediterranean word. "Die wechselnden Formen sind teils als Varianten der gebenden Sprache, teils als wechselnde Wiedergabe bei der Entlehnung verständlich." Frisk (which is true of most variants of Pre-Greek words), who continues "Solmsen Wortforschung 118 n. 1 und Bechtel Dial. 1, 205, Gött. Nachr. 1919, 343f. wollen δαύχνα, δαυχμός von δάφνη trennen und zu δαῦκος (s. d.) mit weiterem Anschluß an δαίω anzünden ziehen; kaum überzeugend." Several IE etymologies in W.-Hofmann s. laurus. - The word is typical for Pre-Greek, showing several variations. They can be explained by assuming *dakʷ-(n)-, which gave δαφ-ν- or δαυκ\/χ-(ν\/μ)-; note that there is no *λαυφ-; cf. Beekes, Pre-Greek (B 1). Thus δαφν- and δαυκ\/χ-ν\/μ- were one word.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
the laurel, or rather the bay-tree, Lat. laurus, Od., Hes., etc.; sacred to Apollo, who delivered his oracles ἐκ δάφνης, Hhymn.