βλασφημέω

From LSJ
Revision as of 14:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλασφημέω Medium diacritics: βλασφημέω Low diacritics: βλασφημέω Capitals: ΒΛΑΣΦΗΜΕΩ
Transliteration A: blasphēméō Transliteration B: blasphēmeō Transliteration C: vlasfimeo Beta Code: blasfhme/w

English (LSJ)

pf.

   A βεβλασφήμηκα D.18.10:—speak profanely of sacred things, εἰς θεούς Pl.R.381e; offer rash prayers, Id.Alc.2.149c; β. κατά τινος utter imprecations against, Aeschin.1.180.    2 speak ill or to the prejudice of one, slander, περὶ τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isoc.15.2, cf. D.l.c., ib.82; β. κατά τινος Isoc.12.65, cf. Arist.Fr.44; ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησαν D.51.3; β. τινά Babr.71.6, Ev.Luc.23.39, etc.: abs., Phld.Lib.p.8 O.:—Pass., to have evil spoken of one, βεβλασφημημένους Id.Vit.p.12 J., cf. 1 Ep.Cor.10.30.    3 speak impiously or irreverently of God, blaspheme, εἰς τὸν Κύριον LXX Da.3.29(96); εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Ev.Marc.3.29; εἰς τὰ θεῖα Vett. Val.58.12; τοὺς θεούς Id.67.20: abs., LXX 2 Ma.10.34, al., Ev.Matt.9.3.

German (Pape)

[Seite 448] perf. βεβλασφήμηκα, Dem. 18, 10, den guten Ruf eines Andern schmälern, schmähen, lästern; εἰς θεούς Plat. Rep. II, 381 e; so bes. N. T. u. K. S., gotteslästerliche Reden führen; ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλ. Dem. 51, 3; vgl. πᾶσαν βλασφημίαν βλ. Plat. Legg. VII, 800 c; περί τινος Dem. 18, 10. 40, 47; καὶ λοιδορεῖσθαι 19, 210; ὑπὲρ ἐκείνων καθ' ἡμῶν Isocr. 12, 65; Sp. auch τινά, z. B. Plut. u. App. – Böses von den Göttern erflehen, Plat. Alc. II, 149 c.

Greek (Liddell-Scott)

βλασφημέω: πρκμ. βεβλασφήμηκα, Δημ. 228. 14· (βλάσφημος) προφέρω κακοὺς ἢ βεβήλους λόγους, ὁμιλῶ μετ᾿ ἐλαφρότητος ἢ περιφρονήσεως περὶ ἱερῶν πραγμάτων, εἰς θεούς Πλάτ. Πολ. 381Ε (πρβλ. τὸ ἐναντίον εὐφημέω)· ἐν Ἀλκ. ΙΙ. 149C, ἀναπέμπω ἀπερισκέπτως προσευχάς· παρ᾿ Αἰσχίν. 25.39, προφέρω λόγους δυσοιώνους. 2) ὁμιλῶ κακὰ περί τινος, κακολογῶ ἢ συκοφαντῶ, κατηγορῶ, ψέγω, περί τινος Ἰσοκρ. 310Β, Δημ. ἔνθ' ἀνωτ.· ὦ βλασφημῶν περὶ ἐμοῦ ὁ αὐτ. 252. 29· βλ. κατά τινος Ἰσοκρ. 246Α, Ἀριστ.· ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησεν Δημ. 1229. 5· ὡσαύτως, βλ. τινα Βάβρ. 71. 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 23. 39, κτλ.: ― Παθ., κακολογοῦμαι, κατηγοροῦμαι, Ἐπιστ. π. Κορινθ. ι', 30. ― Πρβλ. ἑπόμ. 3) ὁμιλῶ ἀσεβῶς περὶ Θεοῦ, Ἑβδ., Κ. Δ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. βλασφημήσω, ao. ἐβλασφήμησα, pf. βεβλασφήμηκα;
1 au sens religieux prononcer des paroles de mauvais augure ou qui ne doivent pas être prononcées pendant un sacrifice, p. opp. à εὐφημέω;
2 p. ext. tenir de mauvais propos sur, médire de : περί τινος, de qqn, κατά τινος, lancer de mauvais propos contre qqn.
Étymologie: βλάσφημος.

Spanish (DGE)

I 1intr. hablar mal, proferir infamias o insultos c. prep. y gen. περὶ τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isoc.15.2, cf. Is.2.43, D.18.10, 82, ὑπὲρ ἐκείνων Isoc.12.65, κατὰ τῆς πόλεως D.20.37, cf. Aeschin.1.180, c. εἰς y ac. εἰς τὴν Ἀθηνᾶν Theopomp.Hist.31, c. ac. int. ὅσ' εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησαν D.51.3
criticar, insultar, injuriar abs. D.19.210, 20.37, 115, 25.94, Phld.Lib.fr.18.7, c. dat. instrum. λόγοις PSI 298.14 (IV d.C.).
2 tr. criticar, infamar τινά Socr.Ep.22.2, Ep.Tit.3.2, μή με βλασφήμει Babr.71.6, en v. pas. βεβ[λασ] φημημένους ὑπό τινων Phld.Vit.p.12, cf. Ep.Rom.3.8.
II rel. la divinidad y su ámbito
1 intr. hablar impía o profanamente, blasfemar contra εἰς θεούς Pl.R.381e, cf. Vett.Val.57.8, περὶ τῆς Λητοῦς Plu.2.170b, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Eu.Marc.3.29, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ Herm.Sim.6.2.3.
2 tr. hablar irreverentemente de pers. divinizadas καθάπερ θεὸν ἀόρατον ... ἕκαστος οὐδὲ λόγῳ βλασφημεῖν ἐτόλμα D.S.2.21.7, cf. Vett.Val.65.20
esp. en lit. jud.-crist. αὐτόν (Jesucristo) Eu.Luc.23.39, δόξας 2Ep.Petr.2.10, τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης Apoc.Petr.7.22, en v. pas. βλασφημείσθω ... ὑμῶν τὸ ἀγαθόν Ep.Rom.14.16
c. ac. int. εἴ ... τις ... βλασφημοῖ πᾶσαν βλασφημίαν si uno profiere toda clase de blasfemias Pl.Lg.800c, cf. LXX To.1.18S, Eu.Marc.3.28
abs. manifestarse profanamente, blasfemar βλασφημούντων ... αὐτῶν Pl.Alc.2.149c, τὸ βλασφημεῖν οὐχ ὅσιον ἡγούμεθα Arist.Fr.44, ἐβλασφήμουν καὶ λόγους ἀθεμίτους προΐεντο LXX 2Ma.10.34, οὗτος βλασφημεῖ Eu.Matt.9.3.

• Etimología: Comp. cuyo primer elemento βλασ-puede proceder de *ml̥-k- c. alarg. en -s-: *βλαψ-φ > βλασ-φ- y por tanto rel. c. βλάπτω q.u. Para el segundo elemento v. φήμη

English (Abbott-Smith)

βλασφημέω, -ῶ (< βλάσφημος), [in LXX: IV Ki 19:4 (יכח hi.) ib. 6, 22 (גּדף pi.), Is 52:5 (נאץ hith.), Da LXX 3:29 (96) (אמר שׁלח), To 1:18, Da TH Bel 9, II Mac 2 *;]
1.to speak lightly or profanely of sacred things (in cl., opp. of εὐφημέω), esp. to speak impiously of God, to blaspheme, speak blasphemously: absol., Mt 9:3 26:65, Mk 2:7, Jo 10:36, Ac 26:11, I Ti 1:20, II Pe 2:12; τ. θεόν, Ac 19:37, Re 16:11, 21; τὸ ὄνομα τ. θεοῦ, Re 13:6 16:9; δόξας, Ju 3, II Pe 2:10; εἰς τὸ πνεῦμα τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, Mk 3:29, Lk 12:10.
2.to revile, rail at, slander: absol., Lk 22:65, Ac 13:45 18:6, I Pe 4:4; c. acc., Mt 27:39, Mk 3:28 15:29, Lk 23:39, Tit 3:2, Ja 2:7, Ju 10. Pass.: Ro 2:24 3:8 14:16, I Co 10:30, I Ti 6:1, Tit 2:5, II Pe 2:2 (Cremer, 570).†

English (Strong)

from βλάσφημος; to vilify; specially, to speak impiously: (speak) blaspheme(-er, -mously, -my), defame, rail on, revile, speak evil.

English (Thayer)

βλασφήμω; imperfect ἐβλασφήμουν; 1st aorist ἐβλασφήμησα; passive (present βλασφημοῦμαι); 1future βλασφημηθήσομαι; (βλάσφημος, which see); to speak reproachfully, rail at, revile, calumniate (Vulg. blasphemo); absolutely: Plutarch, Appian, etc.): L T Tr WH; βλασφημίαν, to utter blasphemy (Plato, legg. 7, p. 800c.; see ἀγαπάω at the end), R G (where L T Tr WH ὅσα for ὅσας, see above); (followed by ἐν, Buttmann (1873) as at end, and see ἀγνοέω, a.). Passive βλασφημοῦμαι to be evil spoken of, reviled, railed at: T WH Tr marginal reading δυσφημούμενοι); τό ὄνομα τίνος, גִּדֵּף, L T Tr WH; (τόν Θεόν, τήν θεάν, G L T Tr WH τήν Θεόν); τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλασφημεῖται), δόξας, δόξα, III:3b. γ.); εἰς τό πνεῦμα τό ἅγιον, εἰς θεούς, Plato, rep. 2, p. 381e.). The earlier Greeks say βλασφημαν εἰς τινα, περί or κατά τίνος; (on the N. T. constructions cf. Winer s Grammar, 222 (208); 629 (584); Buttmann, 146 (128)).

Greek Monotonic

βλασφημέω: παρακ. βεβλασφήμηκα (βλάσφημος),
1. μιλώ επιπόλαια με αισχρές ή ανίερες λέξεις, μιλώ αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα· βλασφημέω εἰς θεούς, σε Πλάτ.· ξεστομίζω δυσοίωνες λέξεις, σε Αισχίν.
2. μιλώ με κακεντρέχεια ή προκατάληψη για κάποιον, μιλώ δυσφημιστικά για κάποιον· περί τινος, σε Δημ.· εἴς τινα, στον ίδ.· επίσης, βλασφημέω τινά, σε Βάβρ., Κ.Δ. — Παθ., κακολογούμαι, κατηγορούμαι, στο ίδ.
3. μιλώ ανευλαβώς ή ασεβώς για το Θεό, είμαι βλάσφημος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βλασφημέω:
1) хулить, злословить (περί τινος Isocr., Dem., κατά τινος Isocr., Arst., Plut., εἰς θεούς Plat., τι εἴς τινα Dem. и τινα Babr., NT);
2) воссылать неразумные молитвы (βλασφημούντων ἀκούοντες οἱ θεοὶ οὐκ ἀποδέχονται τὰς θυσίας Plat.);
3) кощунствовать NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: speak profanely, evil of, slander (Arist.).
Derivatives: βλασφημία (Democr.). βλάσφημος evil-speaking is rare and late (D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: βλασφημέω and βλασφημία seem older than βλάσφημος. which reminds of ἀνδραγαθία (from ἀνηρ ἀγαθός) etc., cf. Schwyzer 726; the second element seems φήμη, the first is uncertain (βλάβος, μέλεος etc.). - Cf. the synonymous κερτομέω, λοιδορέω (s. vv.) which also have no etym. - On Mod.Gr. βλαστημῶ CEG 5

Middle Liddell

βλάσφημος
1. to drop evil or profane words, speak lightly or amiss of sacred things, βλ. εἰς θεούς Plat.: to utter ominous words, Aeschin.
2. to speak ill or to the prejudice of one, to speak slander, περί τινος Dem.; εἴς τινα Dem.:—also, βλ. τινα Babr., NTest.:—Pass. to have evil spoken of one, NTest.
3. to speak impiously or irreverently of God, to blaspheme, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλασφημέω βλάβη, φήμι] kwaadspreken, lasteren; vooral over goden ; ἵνα μὴ... εἰς θεοὺς βλασφημῶσιν opdat zij niet de goden belasteren Plat. Resp. 381e; ὃς δ ’ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον alwie over de Heilige Geest lasterlijk spreekt NT Marc. 3.29; ook over mensen. βεβλασφήμηκε περὶ ἐμοῦ hij heeft laster over mij verspreid Dem. 18.10.

Frisk Etymology German

βλασφημέω: {blasphēméō}
Forms: βλασφημῆσαι
Grammar: v.
Meaning: schmähen, lästern, verleumden (Pl., Redner, Arist. usw.).
Derivative: Daneben βλασφημία Schmähung, Verleumdung, Gotteslästerung (Demokr., E., Pl., Redner usw.) und, erheblich seltener und im ganzen später, βλάσφημος lästernd, verleumdend, der Verleumder (D., Arist., LXX usw.).
Etymology : Nach den Belegen zu schließen sind βλασφημέω und βλασφημία (vgl. besonders die gegensätzlichen Begriffe εὐφημέω und εὐφημία) älter als ihr angebliches Grundwort βλάσφημος. Es handelt sich somit wahrscheinlich um eine Bildung wie καλλιερέω (: καλὰ ἱερά), ἀνδραγαθέω, ἀνδραγαθία (: ἀνὴρ ἀγαθός), δειροτομέω (: δειρὴν τέμνειν), πολιορκέω, πολιορκία (: πόλις, ἕρκος), die nach dem Muster von z. B. οἰνοχοέω : οἰνοχόος : οἶνον χεῖν direkt aus einer Wortgruppe gebildet worden sind, vgl. Schwyzer 726. In βλασφημέω, βλασφημία fungiert als Hinterglied φήμη; der vordere Bestandteil hat mehrere hypothetische Deutungsversuche hervorgerufen (βλάβος, μέλεος usw., s. Bq). — Es verdient notiert zu werden, daß auch die Synonyme κερτομέω, λοιδορέω (s. dd.) in ihren Anfangsgliedern unklar sind. In allen diesen Fällen haben wir es mit expressiven und volkstümlichen Wörtern zu tun, die einer logischen Zerlegung spotten.
Page 1,241-242