χλιαίνω
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
fut.
A -ᾰνῶ Ar.Lys.386: pf. κεχλίαγκα Hsch.: Ion. aor. 1 ἐχλίηνα Hermesian.7.89: inf. χλῑῆναι AP9.244 (Apollonid.):— Pass., aor. ἐχλιάνθην, Luc.Am.40, etc.: (χλίω):—warm, σεαυτόν Ar. l. c., cf. S.Eleg.4; κατὰ μικρὸν χ. τινά Arist.Pr.888b40; χ. ἵν' ἡ ὀδύνη ἔχῃ foment the painful place, Hp.Aff.10; προοπτήσαντα χ. πάλιν warm up meat, Alex.149.11; opp. ὀπτᾶν, Arist.Pr.929b31:— Pass., warm oneself, grow warm, dub. in Ar.Ec.64 (leg. ἐχραινόμην) ; κέρατα χλιαινόμενα τῷ κηρῷ smeared with hot wax, Arist.HA595b12; οἶνος κεχλιασμένος Sor.2.87; of persons affected by fever, Hp.Coac. 154; esp. to be warmed by contact, χρωτί AP5.164, al. (Mel.): also metaph. of passion, εἰδώλοις κάλλευς κωφὰ χ. ib.12.125 (Id.). [ῑ in Ar.Lys., Alex., Hermesian., Apollonid.; ῐ in S.Eleg., Ar.Ec. l. c. (sed v. supr.), Mel.]
German (Pape)
[Seite 1358] perf. κεχλίαγκα (Hesych., der τεθέρμαγκα erkl.), wärmen, warm machen, ούκοῦν ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν Ar. Lys. 386; von Speisen, Alexis bei Ath. VIII, 379 b; auch durch Wärme erweichen, auflösen; oft in der Anth.: χρωτὶ χλιαινόμενος Mel. 13 (XII, 63), vgl. 81. 93. 102 (V, 172. 151. 165); χλιῆναι γόνυ Apollnds. 15 (IX, 244); χλιαινομένη κάλλεος εἰδώλοις 24 (VII, 125); χλιαινόμενον παιδὸς σαρκί Ep. ad. 33 (XII, 136); u. in später Prosa, wie Luc. Lex. 14 Hipp. 6. – [Ι ist lang bei Ar. Lys. 386, Alexis a. a. O. u. Apollnds. 15, in den andern Stellen der Anth., wie Ar. Eccl. 64 u. Soph. bei Ath. XIII, 604 f kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
χλιαίνω: μέλλ. - ᾰνῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 386· πρκμ. κεχλίαγκα Ἡσύχ.· ἀόρ. α΄ ἐχλίηνα Ἑρμῆς παρ’ Ἀθην. 599Α· ἀπαρ. χλιῆναι Ἀνθ. Π. 9. 244. -Παθ. ἀόρ. ἐχλιάνθην, Λουκ. Ἔρωτ. 40, κλπ.· (χλίω). Θερμαίνω, σεαυτὸν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 90· κατὰ μικρὸν χλ. τινὰ Ἀριστ. Προβλ. 8. 18· προοπτήσαντα χλιαίνειν τινά, θερμαίνειν πάλιν, «ξαναζεσταίνω», Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 11· ἀντίθετον τῷ ὀπτᾶν, Ἀριστ. Προβλ. 21. 25. -Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, ζεσταίνομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 64, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 7, 2· ἐπὶ τῶν ὑπὸ πυρετοῦ προσβεβλημένων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, πρβλ. 1012C. 2) διαθερμαίνω, ἐξοργίζω. - Παθητ., διαθερμαίνομαι, ἐξοργίζομαι, Ἀνθ. Π. 5. 151, 165, 172., 12. 63, 125. [ῑ ἐν Ἀριστοφ. Λυσ., Ἀλέξιδι, καὶ Ἑρμησ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῐ ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἔνθα ὁ Bgk. ἐχραινόμην), καὶ ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι δακτυλικοῖς στίχοις· πρβλ. χλιαρός.]
French (Bailly abrégé)
f. χλιανῶ, ao. ἐχλίανα et ἐχλίηνα, pf. inus.
rendre tiède, échauffer doucement, amollir par l’action d’une chaleur douce ; Pass. s’échauffer doucement.
Étymologie: χλίω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
(ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό
μσν.-αρχ.
θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ' ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.)
αρχ.
1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ρ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών που εκφράζουν τη γενική έννοια της λάμψης (πρβλ. αρχ. ιρλανδ. glē «λαμπερός, αστραφτερός», μέσ. άνω γερμ. glīmen «λάμπω», αρχ. νορβ. gljā «λάμπω»). Εκτός από το θ. χλι- του ρ. χλιαίνω απαντά και μορφή θ. χλι-δ- (πρβλ. χλιδ-ή) παρεκταμένη με οδοντικό -δ- (πρβλ. αρχ. νορβ. glita «σπινθηροβολώ», επίσης με οδοντική παρέκταση). Όλες αυτές οι συνδέσεις θα οδηγούσαν σε μια μορφή ρίζας ghlei-(d)-, η οποία θα μπορούσε να αναχθεί στη γενική μορφή ghel- της ρίζας της λ. χλόη (βλ. λ. χλόη). Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, δεν δίνει λύσεις σ' όλα τα μορφολογικά προβλήματα (όπως είναι λ.χ. η μακρότητα του -ῑ- στους τ. χλίω, χλιαρός) και δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή. Παρλλ. προς το ρ. χλιαίνω απαντά και το επί θ. χλιαρός, κατά το συνηθισμένο στην Ελληνική σχήμα τών επιθ. σε -ρος που δηλώνουν φυσική κατάσταση και αντιστοιχούν με ρ. μτβ. σε -αίνω (πρβλ. μιαρός: μιαίνω), ένας τ. αρχ. ενεστ. χλῑω, καθώς και ορισμένοι υστερογενείς ρηματ. τ. με θ. χλοιδ- (πρβλ. χλοιδῶ, χλοιδέσκουσαι), σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη βαθμίδα της υποτιθέμενης ρίζας ghlei-(d)-. Από σημασιολογική, τέλος, άποψη, το ρ. χλιαίνω έχει αρχικά σημ. «θερμαίνω, ζεσταίνω» και στη συνέχεια «καθιστώ κάτι μαλακό θερμαίνοντάς το», από όπου προήλθε η ειδικότερη σημ. του μαλακού, του τρυφηλού, του πολυτελούς, την οποία εμφανίζουν τ. της οικογένειας αυτής (πρβλ. χλιδή, χλιδῶ)].
Greek Monotonic
χλῑαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐχλίηνα — Παθ., αόρ. αʹ ἐχλιάνθην (χλίω)·
1. θερμαίνω, σε Αριστοφ., Ανθ.
2. εξοργίζω — Παθ., εξοργίζομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χλιαίνω: (λῑ и λῐ) (fut. χλιᾰνῶ, aor. ἐχλίᾱνα и ἐχλίηνα) нагревать, согревать (ἑαυτόν Arph.; τὸν ἄρτον Arst.; ὄργανα πυρὸς φλογὶ χλιανθέντα Luc.): ἐχλιαινόμην ἑστὼς πρὸς τὸν ἥλιον Arph. я грелся, стоя на солнце; χλαίνεσθαί τινι Anth. согреваться чем-л.
Middle Liddell
χλῑαίνω, χλίω
1. to warm, Ar., Anth.
2. to heat with passion:—Pass. to be so heated, Anth.
Frisk Etymology German
χλιαίνω: (-ī̆-),
{khliaínō}
Forms: Aor. -ιᾶναι, ion. -ιῆναι, Pass. -ιανθῆναι, Fut. -ιανῶ (Ar.); Pf. κεχλίαγκα· τεθέρμαγκα H.,
Grammar: v.
Meaning: erwärmen, erweichen (Hp., S. Eleg., Ar., Arist. ,AP usw.) mit χλιάσματα n. pl. erwärmende Umschläge (Hp.).
Composita : auch m. ἀνα-, ἐπι-, ὑπο-u.a.,
Derivative: Daneben χλιάζω ib. (Sch. Nik. Al. 206), χλιάω ib. im Ptz. χλιόωντι ποτῳ̃ (Nik.Al.110; v.l. χλιόεντι), χλίω (-ι-), auch m. ἐν- schwelgen, sich übermütig gebärden (A.), ἐγχλίει· ἐντρυφᾷ H. mit χλιάf. Wärme (D. S.), χλιόεις in χλιόεντι (v.l. Nik.Al.110), -ώδης lauwarm (sp. Mediz.). — Adj. χλιαρός, -ερός (Schwyzer 482), -ηρῶς (Hp.) lauwarm (Alkm., Epich., Hdt., Kom., Arist. usw.) mit -αρότης f. (Prokl.). — Mit δ -Erweiterung: χλιδή f. Weichlichkeit, Üppigkeit, Luxus, Übermut (Hdt., Trag., auch Pl. Smp. 197d, X.Kyr. 4,5,54), auch χλίδος n. ‘(üppiger) Schmuck’ (Ion Trag. 3; Schwyzer 509), mit χλίδων, -ωνος m. (Akz. nach Hdn. 2, 729,18) ‘Arm-, Halsband, Fußspange’ (Asios VII-VIa, Ar. Fr. 320, 11, att. Inschr. IVa, hell. u. sp.), -ανός (äol. χλίδ-) üppig, wollüstig (Sapph., A. [anap.], E. [lyr.], Plu.), -αίνομαι üppig leben (X)., -άω, vereinzelt m. κατα-, κατεν-, weichlich sein, schwelgen, übermütig sein (Pi., Trag., Ar. [troch.], Posidon., Arr.), -ημα n. = χλίδος (E. IA 74). Dazu anscheinend primäre Formen: κεχλιδότα ἀνθοῦντα H., διακεχλιδώς = θρυπτόμενος (Archipp.); mit Hochstufe: διακεχλοιδώς· διαρρέων ὑπὸ τρυφῆς, διακεχλοιδέναι· θρύπτεσθαι H. Ebenso χλοιδᾶν· διέλκεσθαι καὶ τρυφᾶν, χλοιδῶσι θρύπτονται, χλοιδέσκουσαι· γαστρίζουσαι H. (zur Bildung Schwyzer 708). — Hierher noch ngr. χλιός lauwarm, aber schwerlich mit Georgacas Glotta 36, 191 als altererbtes Grundwort der obigen Wortgruppe.
Etymology : Das Paar χλιαίνω : χλιαρός (wie μιαίνω : μιαρός, πιαίνω : πιαρός usw.) gehört auch semantisch zusammen durch die physiologische Bed. weich, lauwarm. Auch χλιά mit χλιόεις, χλιώδης schließt sich daran an. Dagegen stehen das anscheinend primäre und seltene χλίω und χλιδ-ή in übertragenem Sinn weichlich, üppig. — Eine überzeugende Etymologie fehlt. Seit langem (s. WP. 1, 626f., Pok. 432f. m. Lit., bes. Persson Beitr. 2, 793 f.) verbindet man damit einige kelt. und germ. Wörter der Bed. glänzen in air. glē, kymr. gloew glänzend, klar, germ., z.B. awno. gljā scheinen, glänzen, mhd. glīmen leuchten, glänzen, wozu noch lit. žlejà ‘Finsternis, Morgen-, Abenddämmerung’ (ausführlich darüber Fraenkel s.v.). Eine Entsprechung von χλιδ-ή soll weiterhin in got. glitmunjan glänzen, awno. glita glitzern usw. vorliegen. Das daraus sich ergebende idg. ĝhlei(-d)- wird zur großen Sippe von χλόη, χολή gezogen; s. dd.
Page 2,1103-1104