ἴασπις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ιδος (but acc.
A ἴασπιν Orph.L.267,613), ἡ, jasper, Pl.Phd.110d, IG22.1388.88, 7.2420 (Thebes, iii B.C.), Thphr.Lap.23, AP9.746 (Polemo). II = χρυσόγονον, Dsc.4.56. (Cf. Hebr. yāšpheh).
German (Pape)
[Seite 1234] ιδος, ἡ, ein Edelstein, Jaspis; Plat. Phaed. 110 d; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλάτ. Φαίδ. 110D, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37, Θεόφρ. π. Λίθ. 23, κ. ἀλλ., (πρβλ. τὸ Ἑβρ. yashpêh).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jaspe, pierre précieuse.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indéterminée.
Spanish
English (Strong)
probably of foreign origin (see יָשְׁפֵה); "jasper", a gem: jasper.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)
πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού κερατόλιθος
μσν.-αρχ.
1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῡ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)
2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη του λίθου
αρχ.
το φυτό χρυσογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].
Greek Monotonic
ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, είδος πολύτιμου λίθου, σε Πλάτ. (ξένη λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ἴασπις: ιδος ἡ яшма Plat., NT.
Frisk Etymological English
-ιδος, -ιν
Grammatical information: f.
Meaning: jasper (Pl., Thphr.), also plant-name (Dsc.); prob. from the colour (Strömberg Pflanzennamen 26).
Compounds: As 1. member a. o. in ἰασπ-αχάτης jasper-like agate (Aët., Plin.).
Derivatives: ἰασπίζω be jasper-like (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Oriental LW [loanword], cf. Hebr. jāšpe, Akkad. jašpu name of a stone; prop.Egyptian? - Lewy Fremdw. 56, Masson, Emprunts sémitiques 65f.
Middle Liddell
ἴασπῐς, ιδος, ἡ,
jasper, Plat. (A foreign word.)
Frisk Etymology German
ἴασπις: -ιδος, -ιν
{íaspis}
Grammar: f.
Meaning: Jaspis (Pl., Thphr. u. a.), auch Pflanzenname (Dsk.); wahrscheinlich von der Farbe (Strömberg Pflanzennamen 26).
Composita : Als Vorderglied u. a. in ἰασπαχάτης jaspisähnlicher Achat (Aët., Plin.).
Derivative: Davon ἰασπίζω jaspisähnlich sein (Dsk.).
Etymology : Orientalisches LW, vgl. hebr. iāšepoeh N. eines Steins; eig. ägyptisch? — Lewy Fremdw. 56 m. Lit.
Page 1,706
Chinese
原文音譯:‡aspij 衣阿士披士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:碧玉
字義溯源:碧玉;或源自希伯來文(יָשְׁפֵה)=碧玉),來自:擦亮
出現次數:總共(4);啓(4)
譯字彙編:
1) 碧玉(4) 啓4:3; 啓21:11; 啓21:18; 啓21:19