ἐλασσόω
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
Att. ἐλαττόω: aor.
A ἠλάττωσα Lys.13.9, Plb.16.21.5: pf. ἠλλάττωκα D.H.Comp.6, etc.:—Pass., fut. -ωθήσομαι Th.5.34, D. 21.66: fut. Med. in same sense, Hdt.6.11, Th.5.104: aor. ἠλασσώθην, -ττώθην, Id.1.77, D.10.33: pf. ἠλάττωμαι Apollod.Com.7.3, Plb. 18.4.3:—make less or smaller, diminish, reduce in amount, PTeb.19.11 (ii B.C.), PLips.105.28 (i A.D.):—Pass., POxy.918xi3 (ii A.D.). 2 in early writers, lower, degrade, τὴν πόλιν Lys.13.9, Isoc.8.17; ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους LXXPs.8.6; cut down, shorten, συναλοιφαῖς τὰ ῥήματα D.H.Comp.6: c. gen., detract from, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Th.3.42:—Med., reduce the power of, τινάς Plb.22.15.1. II Pass., 1 abs., to be lessened, suffer loss, be depreciated, of things, Th.2.62; of persons, Id.4.59,al., OGI139.10(ii B.C.), PTeb.382.13(i B.C.), Phld.Lib.p.32 O., al., Ev.Jo.3.30, etc.; μέγα τοῦθ' οἱ πατέρες ἠλαττώμεθα Apollod.Com. 7.3; also, take less than one's due, waive one's rights or privileges, Th. 1.77, D.56.14; but, fall short of one's professions, act dishonestly, Isoc.1.49. 2 c. dat. rei, have the worst of it, Hdt.6.11, Th.5.104, etc.; τῷ πολέμῳ Id.1.115; to be inferior, τῇ ἐμπειρίᾳ Id.5.72; πολλαῖς ναυσί X.HG1.5.15; πᾶσι τούτοις ib.6.2.28; ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, of a one-eyed man, Plb.18.4.3; πρός τινα POxy.215ii18: c. gen., fall short of, τῶν ἀρχετύπων Ph.1.606. 3 c. gen. pers., to be at a disadvantage with a person, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ' ἐλαττοῦμαι κατὰ τουτονὶ τὸν ἀγῶν' Αἰσχίνου D.18.3; ἐλαττοῦσθαί τινός τινι Pl.Alc.1.121b; μηδὲν τῶν δημιουργῶν Id.Grg.459c. 4 c. gen. rei, suffer loss in respect of, κεφαλαίου, τόκων, BGU155.10 (ii A.D.); to be in want of, LXX 1 Ki.21.15(16): also c. dat., ib.2 Ki.3.29.
German (Pape)
[Seite 789] att. ἐλαττόω, kleiner, geringer, schlechter machen, beeinträchtigen, verringern, im Ggstz von προστιθέναι, Thuc. 3, 42; τὴν πόλιν Lys. 13, 9; τινά, Isocr. 4, 176 u. Sp., wie τὴν βασιλείαν Pol. 16, 21, 5; φίλους Plut. Ages. 8. Häufiger im pass., geringer werden, im Werth herabsinken; Thuc. 2, 62; nachstehen, τινός, Plat. Georg. 459 c; nachgeben, weichen, Rep. VIII, 549 c; καὶ συγχωρεῖν Dem. 56, 14; beeinträchtigt werden, ἐλασσωθήσεσθαι Thuc. 5, 34; ὑπό τινος, Xen. Hell. 3, 4, 10 u. Sp.; τῷ πολέμῳ, im Kriege den Kürzeren ziehen, Thuc. 1, 115; ἐν ταῖς ξυμβολαίαις πρὸς τοὺς ξυμμάχους δίκαις 1, 77; κατὰ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Dem. 18, 3; in vielen Vrbdgn bei Sp., gew. mit dem gen. u. absolut, besiegt werden, ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, geblendet, Pol. 17, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλασσόω: Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, καταβιβάζω τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· μετὰ γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., γίνομαι μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ ὡσαύτως, λαμβάνω ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ λάβω, παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) μετὰ δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι πρᾶγμα, τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι κατώτερος, τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις αὐτόθι 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) μετὰ γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν παρά τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε ἡσσάομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. inus., ao. ἠλάττωσα, pf. ἠλάττωκα;
Pass. f. ἐλαττωθήσομαι, ao. ἠλαττώθην, pf. ἠλάττωμαι;
1 rendre moindre, diminuer, amoindrir;
2 rendre inférieur ; Pass. être inférieur : τινός τινι à qqn en qch ; abs. être inférieur : τινι en qch ; τῇ ἐμπειρίᾳ THC en expérience ; abs. avoir le dessous : τῷ πολέμῳ THC par le résultat de la guerre, càd être vaincu.
Étymologie: ἐλάσσων.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττῶ
I tr.
1 en cuanto a la cualidad hacer inferior, derrotar en cont. bélico, vencer en v. pas. ὑποδέκομαι ... τοὺς πολεμίους ... πολλὸν ἐλασσώσεσθαι Hdt.6.11, cf. Plb.1.41.1
•gener. hacer inferior ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους lo hiciste ligeramente inferior a los ángeles al hombre, LXX Ps.8.6, πρóς τι ἐκείνην μὲν (ὑπόστασιν) οὐκ ἠλάττωσας Porph.Sent.40 (p.48), en v. pas. Porph.ib., τὰ ἐκφό(ρια) ἠλασσ[ώθη] διὰ τὸ καθ' ὕδ(ατος) γεγο(νέναι) POxy.918.11.3 (II d.C.).
2 ref. la estima, el honor, etc. degradar, rebajar, menospreciar δόξω τὴν πόλιν ἐλαττοῦν Isoc.8.17, cf. Lys.13.9, τὴν βασιλείαν ἠλάττωσε Plb.16.21.5, φίλους Plu.Ages.8, τὸν ... τοῦ Θεοῦ Υἱὸν Ath.Al.M.25.220A, cf. Eust.1003.17
•c. gen. μήδ' ἐλασσοῦν (sc. αὐτὸν) τῆς ὑπαρχούσης (sc. τιμῆς) y no rebajarle en la (honra) que ya tiene Th.3.42, en v. pas. ἐλαττούμενοι ὑπὸ τῶν πατρικίων D.H.6.58, πιστεύομεν τῇ τύχῃ ἐκ τοῦ θείου μὴ ἐλασσώσεσθαι confiamos en no ser menospreciados por la divinidad en lo que toca a la fortuna Th.5.104, ἐλαττούμενοι ὑπὸ τῶν πατρικίων D.H.6.58.
3 en cuanto al tamaño o la cantidad hacer menor, disminuir, reducir, recortar τὸ προσάγγελμα μὴ ἐλαττώσας παρὰ τὸν πρῶτον no disminuyendo el informe (del total de tasas recogidas) en relación al anterior, PTeb.19.11 (II a.C.), ἂν τοὺς πλούτους ἐλαττώσῃς D.C.52.8.2, ταῖς συναλιφαῖς ἠλάττωκε τὰ μόρια τοῦ λόγου deja reducida, mediante sinalefas, unas partes del discurso D.H.Comp.6.10.
4 admin. dar de baja en el censo a un difunto para el pago de impuestos, en v. pas. ἀξιῶ τοῦτον ἐλασσωθῆναι PSI 691.11 (II d.C.).
II intr., en v. med.
1 en cuanto a cualidad ser inferior, estar en desventaja c. constr. limitativas: c. dat. τῷ πολέμῳ Th.1.115, τῇ ἐμπειρίᾳ Λακεδαιμόνιοι ἐλασσωθέντες Th.5.72, διὰ τὸ πολλαῖς ναυσὶν ἐλαττοῦσθαι X.HG 1.5.15, cf. 6.2.28, τῷ βίῳ παντὶ ἐλαττούμενοι Isoc.1.49, ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασιν Plb.18.4.3, γέρων ... ἐλαττούμενος συνέσει viejo disminuido en su capacidad mental LXX Si.25.2, οἱ δὲ ἄγγελοι ἐλαττοῦνται τούτῳ Ath.Al.M.26.592C
•c. prep. ἐλασσούμενοι ... ἐν ταῖς ξυμβολιμαίαις ... δίκαις Th.1.77
•c. ac. de rel. pron. ὡς ἕκαστοί τι ἐλασσοῦσθαι ἐνόμιζον Th.4.58, cf. 59, ἐλαττοῦσθαί τι καὶ συγχωρεῖν D.56.14, μέγα τοῦθ' οἱ πατέρες ἠλαττώμεθα Apollod.Car.7.3, c. término de compar. en gen. μηδὲν ἐλαττοῦσθαι τῶν δημιουργῶν Pl.Grg.459c, πολλὰ ... ἐλαττοῦμαι ... Αἰσχίνου D.18.3, c. prep. (τὸ δαιμόνιον) εἴπερ ἐλαττοῦται πρός σέ Epicur.(?) CPF 11.2.18
•desmerecer, no estar a la altura de c. gen. compar. μὴ τοῦ τε γένους ὄγκῳ ἐλαττώμεθα τῶν ἀνδρῶν Pl.Alc.1.121b, εἰκόνας ... τῶν ἀρχετύπων ἐλαττουμένας Ph.1.606, ἀτμὸς ... τῶν ἔξωθεν οὐκ ἐλαττούμενος μύρων un aliento que no desmerecía a los perfumes exóticos Aristaenet.1.16.32, θαῦμα ... τοῦ προτέρου μηδαμῶς ἐλαττούμενον Thdt.H.Rel.26.18, abs. ἐθέλοντος ἐλαττοῦσθαι ὥστε πράγματα μὴ ἔχειν queriendo parecer inferior para no tener problemas Pl.R.549c, οἱ δὲ (φθόγγοι) κατ' ἀσυμφωνίαν ἐλαττούμενοι Aristid.Quint.97.3.
2 en cuanto al tamaño o número disminuir, hacerse menor, menguar καὶ τὰ προσκεκτημένα ... ἐλασσοῦσθαι incluso lo poseido, mengua Th.2.62, αἱ αὐγαὶ τῶν ὀμμάτων ἐλασσούμεναι D.P.Au.1.32, ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι conviene que él crezca y yo mengüe, Eu.Io.3.30, τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἐλαττοῦσθαι ... ἐδόκει D.C.45.17.5, ὁ οἶνος ἐλαττοῦται Hierocl.Facet.254, en cláusulas de contratos κατὰ μηδὲν ἐλαττουμένων τῶν παραχωρουμένων ἐν τ[ῇ] ... βεβαιώσει PMich.784.18 (I d.C.), τῆς ἐτησίας ἐμβολῆς κατ' οὐδένα τρόπον ἐλαττουμένης Iust.Nou.163.2, c. suj. de pers. διὰ τὸ ... τῶν βαρβαρικῶν ἐφόδων ἐλαττωθῆναι τοὺς γεωργούς por haber disminuido el número de colonos bárbaros, Cod.Iust.10.27.2.10
•fig. verse perjudicado ἂν μὴ αἰσθάνηται δέ, πῶς ἐλαττοῦται; si no se da cuenta (de su pérdida) ¿en que se verá perjudicado? Diog.Oen.126.1.5, μὴ ἐλαττουμένου μου ἐν ᾧ εἶχον ... οἰνικῷ γενήματι POxy.2970.5 (I d.C.).
3 estar necesitado, carecer de c. gen. o dat. ἐλαττοῦμαι ἐπιλήμπτων ἐγώ ...; LXX 1Re.21.16, ἐλασσούμενος ἄρτοις LXX 2Re.3.29.
Greek Monotonic
ἐλασσόω: Αττ. -ττόω, αόρ. αʹ ἠλλάττωσα — Παθ., μέλ. ἐλασσωθήσομαι, ομοίως και σε Μέσ. τύπο ἐλασσώσομαι· αόρ. αʹ ἠλασσώθην, -ττώθην·
I. ελαττώνω, σμικρύνω, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω, κατεβάζω, χαμηλώνω, υποβιβάζω, σε Ρήτ.· με γεν., αφαιρώ από κάποιον, σε Θουκ.
II. Παθ.,
1. απόλ., γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, ζημιώνομαι, υποτιμώμαι, στον ίδ.· επίσης, παίρνω λιγότερα από αυτά που δικαιούμαι, παραχωρώ, αφήνω κατά μέρος τα δικαιώματά μου ή τα προνόμιά μου, στον ίδ.
2. με δοτ. πράγμ., έχω το χειρότερο από κάποιου πράγματος, αποδεικνύομαι κατώτερος, τινι, σε κάτι, στον ίδ., Ξεν.
3. με γεν. προσ., είμαι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με κάποιον άλλο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλασσόω: атт. ἐλαττόω (aor. ἡλάττωσα, pf. ἠλάττωκα; pass.: fut. ἐλαττωθήσομαι и ἐλασσώσομαι, aor. ἠλαττώθην, pf. ἠλάττωμαι)
1) уменьшать, убавлять, сокращать (τὰ τοῦ χοροῦ Arst.; τὴν εὔνοιάν τινος Plut.): περὶ χρήματα ἐλαττούμενος Arst. получающий меньшую денежную выгоду; ἐ. τινι τῆς ὑπαρχούσης τιμῆς Thuc. умалять почет, которым кто-л. окружен;
2) pass. быть ниже или слабее, уступать (τινος τῷ γένους ὄγκῳ Plat.): ἐλαττοῦμαι κατὰ τουτονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Dem. в данном процессе я нахожусь в положении менее выгодном, чем Эсхин; τῇ ἐμπειρίᾳ ἐλασσωθέντες Thuc. уступающие в опытности; ἐ. τῷ πολέμῳ Thuc. терпеть поражения в войне; μηδὲν ἐ. τινος Plut. ни в чем не уступать кому-л.;
3) причинять ущерб (τὴν πόλιν Lys., Isocr.; τοὺς φίλους Plut.): μηδὲν ἐλαττουμένου τοῦ πλήθους Arst. не нанося никакого ущерба народу; ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι Polyb. страдающий болезнью глаз или слепой.
Middle Liddell
I. to make less or smaller, to lessen, diminish, lower, Oratt.: c. gen. to detract from, Thuc.
II. Pass.
1. absol. to become smaller, be lessened, suffer loss, be depreciated, Thuc.: —also to take less than one's due, waive one's rights or privileges, Thuc.
2. c. dat. rei, to have the worst of it, to be inferior, τινι in a thing, Thuc., Xen.
3. c. gen. pers. to be at disadvantage with a person, Dem.