ἑός
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἑή, ἑόν, dat. written εἱῷ [ -] Maiist.10; Boeot. ἱός Corinn. Supp.2.73; possess.Adj.of 3 pers.sg.,
A his, her own, Hom., Pi., Dor., Thess. (IG9(2).250); not in Att. Prose (unless in A.Fr.350 the word is Plato's), dub. in Trag., E.El.1206 (lyr.):—τὸν ἑόν τε Πόδαργον his own Podargus, Il.23.295; strengthd., ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ in his own inmost soul, 10.204; ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες his own labourers, Od.4.643. II after Hom.(also v.l. Il.1.393, al.), of other persons, 1 as Adj. 3 pers. pl., their, Hes.Op.58, Pi.P.2.91, freq. in later Ep., as Batr.103, A.R.1.1113, etc. 2 in Alex. Poets, = ἐμός, A.R.2.226. 3 also, = σός, Batr.23, A.R.2.634, 3.140, Theoc.17.50. 4 = ἡμέτερος, A.R.4.203. 5 = ὑμέτερος, Id.2.332, 3.267, AP7.730 (Pers.), Q.S.1.468. (I.-E. sewo-, Lat. suus; cf. ὅς.)
German (Pape)
[Seite 892] ή, όν, ion. u. ep. = ὅς, sein, ihr, Hom. u. sp. D.; auch Eur. El. 1206; verstärkt: ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες, seine eigenen Taglöhner, Od. 4, 643; ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ, in seinem eignen Gemüthe, Il. 10, 204, was später ἑαυτοῦ. – Bei Hes. O. 58 = σφέτερος, u. so öfter bei sp. Ep., wie Ap. Rh. Auch = ἐμός, Ap. Rh. 1, 285. 2, 226; = σός, 2, 634. 3, 140 u. öfter; Theocr. 17, 50; Mosch. 4, 77 u. a. sp. D.; = ἡμέτερος, Ap. Rh. 4, 203; = ὑμέτερος, 2, 332. 3, 267; vgl. Wolf proleg. CCXLVII ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἑός: ἑή, ἑόν, Ἐπικ. ἀντὶ ὅς, ἥ, ὅν, (ἕ, ἕο, οὗ): - κτητικὴ ἀντων. τοῦ γ΄ ἑνικ. προσ. αὐτοῦ, αὐτῆς αὐτοῦ. Λατ. suus, Ὅμ., ὡσαύτως παρὰ Πινδ., καὶ Δωρ.· οὐδέποτε ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ καὶ μόνον δὶς ἢ τρὶς παρὰ τοῖς Τραγ., δηλαδὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281 (Ἰαμβ.), Εὐρ. Ἠλ. 1206 (λυρ.), Σοφ. Ἠλ. 1075 (ἂν παραδεχθῶμεν τὴν τοῦ Δινδορφίου διόρθωσιν, τὸν ἑὸν πότμον... στενάχουσα, ἀντὶ τὸν ἀεὶ πατρός... στενάζουσα, δηλ. τὸν ἀεὶ χρόνον στενάζουσα διὰ τὸν ἑαυτῆς πατέρα, ἴδε σημ. Jebb)· τὸν ἑόν τε Πόδαργον Ἰλ. Ψ. 295· ἐπιτεταμένον, ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ, Λατ. suo ipsius, animo, K. 204· ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες Ὀδ. Δ. 643: - (ἐντεῦθεν τὰ μεθ’ Ὅμηρ. ἑαυτοῦ, αὑτοῦ). - Δὲν εἶναι δὲ ἁπλῶς ἀντανακλωμένη, ἀλλ’ ἀντιστοιχεῖ πρός τε τὸ ejus τῆς Λατ. καὶ τὸ suus. II. μεθ’ Ὅμηρ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἄλλων προσώπων, 1) ὡς ἀντων. κτητ. τοῦ γ΄ πληθ. προσ. ἀντὶ σφέτερον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, Πινδ. Π. 2. 169, καὶ συχνὰ παρὰ μεταγν. Ἐπικ. ὡς ἐν Βατραχομυομ. καὶ Ἀπολλ. Ροδ., ἴδε Ruhnk Ep. Cr. 178. 2) παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς προσέτι = ἐμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 226. 3) ὡσαύτως = σός, ὁ αὐτὸς Β. 634., Γ. 140, Θεόκρ. 17. 50. 4) = ἡμέτερος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 203. 5) = ὑμέτερος, ὁ αὐτὸς Β. 332., Γ. 267. - παρομοία σύγχυσις προσώπων παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ὅς, ἥ, ὅν, καὶ σφεῖς, ἔτι καὶ παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐν τῷ σφέτερος, παρ’ Ἡσ., καὶ παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ ἑαυτοῦ· πρβλ. Wolf Proleg. σ. ccxlvii, κἑξ. - Περὶ τοῦ ἐάων, ἴδε ἐν λ. ἐΰς.
French (Bailly abrégé)
ἑή, ἑόν;
épq. et dor. (rar. ion. ou trag.);
1 c. ὅς, pron. poss. ou réfl. de la 3ᵉ pers. son, sa ; renforcé par αὐτοῦ : ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ IL dans son propre cœur ; ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες OD ses propres serviteurs;
2 p. ext. pron. réfl. de la 2ᵉ pers. sg. : ton, ta.
Étymologie: th. ἑ-, cf. οὗ.
English (Autenrieth)
(σϝός, cf. suus), gen. ἑοῦ, ἑοῖο, ἑῆς: his, her, own; seldom w. art., Il. 23.295, Il. 10.256; strengthened by gen. of αὐτός, ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες, his own, Od. 4.643.
English (Slater)
ἑός (ἑοῖο, ἑῷ, ἑόν; ἑῶν: ἑᾶς, ἑᾷ, ἑάν; ἑαῖς: ἑόν acc.)
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. (P. 9.105) (cf. ὅς.) αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ (O. 6.60) κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (νέον coni. Bergk) (O. 7.5) ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) — ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (O. 7.67) ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (O. 10.38) ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον (P. 2.41) ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.91) “κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” (P. 4.159) μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις (P. 4.187) ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) (P. 4.269) τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.38) ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) (P. 9.105) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.45) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων (N. 6.15) [ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd., Σ. (N. 7.85) ] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; (I. 5.42) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων (I. 6.69) ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.29) τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to him Πα. . 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν (Pae. 20.12) πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8.
Greek Monotonic
ἑός: ἑή, ἑόν, Επικ. αντί ὅς, ἥ, ὅν· (ἕ, ἕο = οὗ)· κτητ. αντων. του γʹ ενικ. προσ., δικό του, δική του, Λατ. suus, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποτέ στην Αττ. πεζογραφία.
Russian (Dvoretsky)
ἑός: эп.-дор.-ион.-поэт.
1) (= ὅς) pron. pass. et refl. 3 л. (иногда с αὐτοῦ) его (самого), ее (самой), свой (собственный), своя Hom., Aesch., Eur., Her., Theocr.; их Hes.;
2) pron. pass. 2 л. sing. твой Theocr. и 2 л. pl. ваш Anth.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
epic for ὅς, ἥ, ὅν [ἕ, ἕο, = οὗ]
possessive adj. of 3 pers. sg. his, her own, Lat. suus, Hom., etc.; never in attic Prose.