ἄητος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(A) ὁ, A = ἀετός, the constellation Aquila, Arat.315.
ἄητος (B), ον, only in phrase A θάρσος ἄητον Il.21.395 (=θάρσος ἄᾱτον Q.S.1.217); also ἄητοι; ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, and ἀήτους· μεγάλας (A.Fr.3), Hsch. ἄητος (C) ·ὁ ἀκατάπαυστος, Hdn Gr.1.220; perh. insatiate (ἄω); cf. αἴητος.
German (Pape)
[Seite 45] Hom. einmal, Iliad. 21, 395 θάρσος ἄητον, vielleicht verw. mit ἄημι, oder mit ἅζομαι, ἄγαμαι, erstaunlich, oder stürmisch; vgl. αἴητον; nach Hesych. auch von Aesch. Atham. frg. 2 für μέγας gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἄητος: -ον, παλαιοτάτη λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει θάρσος ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται θάρσος ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡσαύτως καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄημι, μετὰ τῆς σημασίας θυελλώδης, ἄγριος, τρομερός, ὡς τὸ αἴητος· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impétueux, terrible.
Étymologie: ἄημι.
English (Autenrieth)
word of doubtful meaning, stormy, impetuous (if from ἄημι); ἄητον θάρσος, Il. 21.395†.
Spanish (DGE)
v. 1 ἄατος.
Greek Monotonic
ἄητος: -ον (ἄημι), θυελλώδης, άγριος, σφοδρός· θάρσος ἄητον, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄητος: бурный, порывистый, стремительный (θάρσος Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain; θάρσος ἄητον Φ 395 (θ. ἄατον Q. S. 1, 217).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. H. ἄητοι ἀκόρεστοι, ἄπληστοι; ἀήτους μεγάλας. Αἰσχύλος Ἀθάμαντι. Hdn. Gr. 1,220 ἄητος ὁ ἀκατάπαυστος. The first explanation connects the word with ἄμεναι, ἆσαι; it would then differ from ἄατος, ἆτος through the long vowel (which is not probable). Perhaps the same word as αἴητος (πέλωρ αἴητον Σ 410 said of Hephaistos). If so, the variation α\/αι might point to a substr. word (metrical lengthening is improbable, α < αι impossible); FUR 253 (but his connection with ἀήσυλος is quite uncertain). Palmer, Interpretation 339 connects the word said of Hephaistos with Myc. ajameno as artist; improbable. Not to ἄημι, LfgrE. S. Sabbadini Riv. studi class. 15 (1967) 78-84.
See also: ἆσαι satiate
Middle Liddell
ἄημι?]
stormy, furious, θάρσος ἄητον Il.
Frisk Etymology German
ἄητος: in θάρσος ἄητον Φ 395 (θ. ἄατον Q. S. 1, 217).
{áētos}
Etymology : Vgl. H. ἄητοι· ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, ἀήτους· μεγάλας. Hdn. Gr. 1,220 ἄητος· ὁ ἀκατάπαυστος. Die Erklärung durch ἀκόρεστοι, ἄπληστοι läßt auf Assoziation mit ἄμεναι, ἆσαι schließen; von ἄατος, ἆτος unterscheidet sich ἄητος somit durch die (sekundäre?) Verlängerung des Vokals. Vgl. auch αἴητος.
Page 1,27