αρχαίος

From LSJ
Revision as of 12:50, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀρχαῖος, -α, -ον)
1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν
2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα
3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος
νεοελλ.
ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι
αυτοί που έζησαν την αρχαία εποχή
II. τα αρχαία
1. τα μνημεία της αρχαιότητας
2. το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών
μσν.
ως ουσ. ἡ ἀρχαίη
η αρχή
αρχ.
Ι. 1. ο απλοϊκός ή ο ανόητος
2. ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε προηγουμένως
3. ως ουσ. α) οἱ ἀρχαῖοι
οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Αριστοτ.) είτε οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)
β) (για χρήματα) τὸ ἀρχαῑον
η αρχική τιμή
τὰ ἀρχαῑα
το κεφάλαιο
II. επίρρ. ἀρχαίως ή τὸ ἀρχαῑον
1. σε αρχαίους χρόνους
2. σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή «έναρξη». Η λ. αρχαίος, άγνωστη στον Όμηρο, απαντά κυρίως στην Ιωνική-Αττική με αρχική σημασία «ο πρωταρχικός», διακρίνεται δε από το παλαιός, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».
ΠΑΡ. αρχαΐζω, αρχαϊκός, αρχαιότητα (-ότης).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχαιολογία, αρχαιοπινής, αρχαιοπρεπής, αρχαιότροπος
αρχ.
αρχαιόγονος, αρχαιοειδής, αρχαιολογώ
μσν.- νεοελλ.
αρχαιολόγος, αρχαιοπαράδοτος, αρχαιοφανής
νεοελλ.
αρχαιογνωσία, αρχαιογνώστης, αρχαιοδίφης» αρχαιοθήκη, αρχαιοκάπηλος, αρχαιοκλόπος, αρχαιολατρεία, αρχαιολάτρης, αρχαιομάθεια, αρχαιομαθής, αρχαιομανής, αρχαιοπώλης, αρχαιοσυλλέκτης, αρχαιόσυλος, αρχαιόφιλος, αρχαιοφύλακας
(β' συνθετικό) φιλάρχαιος
αρχ.
πανάρχαιος, υπεραρχαίος
μσν.
ισάρχαιος
νεοελλ.
πανάρχαιος.