νόημα
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ατος, τό, Ion. νῶμα Emp.110.10 (but A νόημα 105.3): (νοέω):—that which is perceived, perception, thought, τῶν νέες ὠκεῖαι, ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα Od.7.36 (cf. ὀξύτερον νοήματος Lib.Or.59.148; ἅμα νοήματι = 'in the twinkling of an eye', Epicur.Ep.1p.11U.: hence ἡ ἅμα νοήματι περίοδος = lightning survey, ib.p.32 U., cf. Phld.Mort.37, Plu.Alex.35); ν. φρενός Ar.Nu.704 (lyr.). 2 thought, purpose, idea, design, τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα Od.13.330; Ζεὺς… ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' 14.273; νοήματα… ἐκτελέει Il.10.104, cf. Alc.77, Pi.P.6.29; σοφώτατα νοήματα Id.O.7.72; οὐκ οἶδ' ὄττι θέω· δίχα μοι τὰ ν. Sapph.36; ἐκτὸς τῶν ἐωθότων ν. στῆσαί τινα Hdt.3.80; τὸ μὲν ν. τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ' ἐμόν Ar. Eq.1203, cf. Nu.743. 3 in Philos., thought, concept, opp. sensation, sense-presentation, Parm.8.34, etc.; φύσει διῄρηται τά τε ν. καὶ τὰ αἰσθήματα Arist.Fr.87; σύνθεσίς τις νοημάτων Id.de An.430a28; discursive thinking, as the function of διάνοια, Herm. ap. Stob.2.8.31. 4 Rhet., thought as expressed in literary form, D.H. Amm.2.24, Longin.12.1. II understanding, mind, παρέπλαγξεν δὲ νόημα Od.20.346, cf. Il.19.218, Thgn.435, Emp.110.10; αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιόν ἐστι ν. Id.105.3; θεὸς… οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ ν. Xenoph.23.2.
German (Pape)
[Seite 258] τό (das Wahrgenommene, nur in geistiger Beziehung), der Gedanke; νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, Od. 7, 36, schnell wie der Gedanke (vgl. θᾶττον νοήματος ὑπηρετεῖν Xen. Mem. 4, 3, 13); τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ἔπλετο; Od. 2, 363, öfter; übh. Sinnesart, Sinn, Hes. O. 128; αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα, Od. 13, 330; Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ποίησε, 14, 273; νοήματα ἐκτελέει, Il. 10, 104, u. öfter so im plur. – Uebh. Denkkraft, Verstand, Il. 19, 218; μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη παρέπλαγξε νόημα, Od. 20, 346; σοφώτατα νοήματα παραδεξαμένους, Pind. Gl. 7, 72; Ar. Nubb. 230. 695; u. in Prosa, Plat. Parm. öfter; auch Absicht, Entschluß, Polit. 260 d.
Greek (Liddell-Scott)
νόημα: τό, Ἰων. νῶμα Ἐμπεδ. 298 (ἀλλὰ νόημα, 373)· (νοέω)· - ὅ,τι διανοεῖταί τις ἢ βάλλει εἰς τὸν νοῦν του, ἰδέα, Ὅμ., Ἡσ., Ἀριστοφ., καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ: ὡς ἔμβλημα τῆς ταχείας κινήσεως, τῶν νέες ὠκεῖαι, ὡσεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα Ὀδ. Η. 36· ν. φρενὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 704. 2) διανόημα, σκοπός, σχέδιον, τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα Ὀδ. Ν. 330· Ζεύς... ἐνὶ φρεσὶ νόημα ποίησ’ Ξ. 273· νοήματα... ἐκτελέειν Ἰλ. Κ. 104· ἐκ τῶν ἐωθότων ν. στῆσαί τινα Ἡρόδ. 3. 80 τὸ μὲν ν. τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ’ ἐμὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1203, πρβλ. Νεφ. 743. ΙΙ. ὡς τὸ νόησις, διάνοια, νοῦς, παρέπλαγξαν δὲ νόημα Ὀδ. Υ. 346, πρβλ. Ἰλ. Τ. 218, Θέογν. 435· Ἐμπεδ. 329 Stein, κτλ.· διάθεσις, Πινδ. Π. 6. 29.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. source de la pensée, intelligence;
II. pensée :
1 réflexion ; t. de rhét. pensée (p. opp. à ὄνομα, mot) ; t. de philos. concept;
2 intention, projet, dessein.
Étymologie: νοέω.
Par. ἔννοια.
English (Autenrieth)
ατος (νοέω): thought, idea, plan, mind (more concrete than νόος), Od. 20.82; as symbol of swiftness, νέες ὠκεἰαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα, Od. 7.36.
English (Slater)
νόημα
1 mind, spirit ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων (P. 6.29) πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (Pae. 1.3) πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν (sc. γυναῖκες) fr. 122. 5. pl. τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας (O. 7.72)
English (Strong)
from νοιέω; a perception, i.e. purpose, or (by implication) the intellect, disposition, itself: device, mind, thought.
English (Thayer)
νοηματος, τό, from Homer down;
1. a mental perception, thought.
2. specifically, (an evil) purpose: αἰχμαλωτίζειν πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ, to cause whoever is devising evil against Christ to desist from his purpose and submit himself to Christ (as Paul sets him forth), τοῦ διαβόλου, Ignatius ad Eph. (interpolated) 14 [ET]; τῆς καρδίας αὐτῶν πονηρᾶς, the mind: plural (where the minds of many are referred to), καύχημα, 2)).
Greek Monolingual
το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) νοώ
1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός
2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα της επίσκεψής του»)
3. η κεντρική ιδέα, η σκέψη που κυριαρχεί
νεοελλ.-μσν.
1. έννοια, σημασία («τα λόγια του δεν έχουν κανένα νόημα»)
2. γνέψιμο, νεύμα («του έκανα νόημα να σωπάσει»)
αρχ.
1. (ως φιλοσ. όρος) η ιδέα, σε αντιδιαστολή προς την αίσθηση («φύσει διῄρηται τά τε νοήματα καὶ τὰ αἰσθήματα», Αριστοτ.)
2. νοητική δύναμη, νόηση («θεός... οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος, οὐδὲ νοήματι», Ξενοφ.)
3. φρ. «ἅμα νοήματι» — εν ριπή οφθαλμού, γρήγορα όσο μια σκέψη (Επίκτ.).
Greek Monotonic
νόημα: -ατος, τό (νοέω)·
I. 1. αυτό που κατανοεί κάποιος, διανόημα, σκέψη, ιδέα, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.· χρησιμ. ως σύμβολο της ταχύτητας, της γρήγορης κίνησης· ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα, σε Ομήρ. Οδ.
2. σκέψη, σκοπός, σχέδιο, σε Όμηρ., Αριστοφ.
II. όπως το νόησις, κατανόηση, διάνοια, νους, σε Όμηρ.· διάθεση, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
νόημα: ион. тж. νῶμα, ατος τό
1) (тж. φρενὸς ν. Arph.) мысль (ὠκὺς ὡσεὶ ν. Hom.);
2) замысел, намерение (νοήματα ἐκτελέειν Hom.);
3) мышление, сознание (ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν NT): παραπλάζειν ν. (τινος) Hom. помутить чье-л. сознание.
Middle Liddell
[From νοέω
I. that which is perceived, a perception, thought, Hom., Hes., attic: as an emblem of swiftness, ὡσεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα Od.
2. a thought, purpose, design, Hom., Ar.
II. like νόησις, understanding, mind, Hom.: disposition, Pind.
Chinese
原文音譯:nÒhma 挪誒馬
詞類次數:名詞(6)
原文字根:心思(果效)
字義溯源:理解力,意念,心思,思想,心意,意念,詭計;源自(νοέω)=理解);而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(6);林後(5);腓(1)
譯字彙編:
1) 心思(3) 林後3:14; 林後4:4; 林後11:3;
2) 意念(1) 腓4:7;
3) 思想(1) 林後10:5;
4) 詭計(1) 林後2:11