ὀργάω

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργάω Medium diacritics: ὀργάω Low diacritics: οργάω Capitals: ΟΡΓΑΩ
Transliteration A: orgáō Transliteration B: orgaō Transliteration C: orgao Beta Code: o)rga/w

English (LSJ)

mostly in pres.: pf. part. ὀργηκότες (A v.l. ὡρμ-) occurs in J.AJ17.9.2 : plpf. Pass. ὤργητο in Hsch., v. ΙΙ fin. I to be getting ready to bear, growing ripe for something, of soil, Thphr.CP3.2.6; of trees, συμβαίνει . . τὰ . . δένδρα ὀργᾶν πρὸς τὴν βλάστησιν ib.1.6.2; ὀργᾷ [ἡ σμῖλαξ] πρὸς τὴν ἄνθησιν Plu.2.647f; and of fruit, swell as it ripens, ὁ καρπὸς πεπαίνεται καὶ ὀργᾷ Hdt.4.199 : so c. inf., ὀργᾷ ἀμᾶσθαι grows ripe for cutting, ibid., cf. X.Oec.19.19; of a wound, ὀργᾶν φαίνεται appears turgid, Hp.Fract.28, cf. Aph.1.22. II of men, like σφριγάω, swell with lust, wax wanton, be rampant, Ar.Lys.1113, Av. 462 (where the Sch. explains it ἐπιθυμητικῶς ἔχω); ὁ ἐπ' ἀφροδισίοις μαινόμενος . . ὀργῶν Poll.6.188; of human beings and animals, to be in heat, desire sexual intercourse, ὀργᾶν πρὸς τὴν ὁμιλίαν, ὀχείαν, Arist.HA542a32,560b13; ὀ. ὀχεύεσθαι ib.500b11; πρὸς τὸ γεννᾶν Plu. 2.651c. 2 generally, to be eager or ready, to be excited, Λακεδαιμονίων ὀργώντων ἔμελλον πειράσεσθαι Th.4.108; ὀργῶντες κρίνειν judge under the influence of passion, Id.8.2 : c. inf., ὄργα μαθεῖν A. Ch.454 (lyr.); ὀργᾶν τεκεῖν Arist.HA613b28; ἀκοῦσαι ὀργῶ Cratin. 21 D.; of a thing, to be urgent, ὤργα τὸ πρᾶγμα A.Fr.54A; ὀ. πρός τι Plu.Alex.6, D.Chr.36.26, Marcellin.Vit. Thuc.54; ἐπὶ ἐκφύλους συνόδους Ph.2.21; ὀργᾷς ὃς ἱππίαν ἐς ὁδόν dub. cj. in Pi.P.6.50 : plpf. Pass. in act. sense, ὧν ἀκροᾶσθαι . . ὤργητο (restd. from Hsch. and some Mss. for ὥρμητο) Th.2.21. III ὀργήσας is f.l. for ὀργάσας in Hdt.4.64.

German (Pape)

[Seite 369] von Feuchtigkeit u. Säften schwellen, strotzen, bes. vom Naturtriebe zum Fortpflanzen u. Fruchttragen; vom Erdboden, durch reiche Bewässerung üppig fruchtbar sein, Theophr.; von Pflanzen, üppig wachsen, treiben, id.; auch vom schwellenden Heranreifen der Früchte, τὰ παραθαλάσσια τῶν καρπῶν ὀργᾷ ἀμᾶσθαί τε καὶ τρυγᾶσθαι, Her. 4, 199; Xen. Oec. 19, 19; von Thieren u. Menschen, von Saft u. Kraft strotzen, bes. in Beziehung auf den Begattungstrieb, von Liebesverlangen glühen, αἱ παρθένοι τῶν παίδων ὀργῶσι πρότερον καὶ σαλεύονται πρὸς τὸ γεννᾶν, Plut. Symp. 3, 4; Arist. oft von Thieren, brünstig sein, z. B. H. A. 6, 18. 10, 5; vgl. ὀργῶντες πόθοι Philod. 18 (V, 13) u. öfter in der Anth. – Übertr., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν, VLL.; πάνυ ἐπαίρομαι πρὸς τὸ πρᾶξαι, B. A. 7, 3, heftig wonach verlangen; Tim. lex. Plat. erkl. ὀργᾷ, ἐπείγεται, ἐπιθυμεῖ; Ar. Lys. 1113 Av. 462; ὅτι τὸ πρῶτον Λακεδαιμονίων ὀργώντων ἔμελλον πειράσεσθαι, Thuc. 4, 108; c. inf., ὀργῶντες κρίνειν τὰ πράγματα, 8, 2; Sp., ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀγῶσιν ὤργα καὶ διεπυροῦτο, Plut. Phoc. 6. – Es erscheint zuweilen als v.l. von ὁρμάω, s. Thuc. 1, 21, u. ist auch mit ὀργιάω verwechselt worden.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργάω: τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.· ὀργώμενος εὕρηται παρὰ Φωτ.· καὶ ἐν τῷ παθητ. ὑπερσ. ὤργητο παρ’ Ἡσυχ., ἴδε ΙΙ, ἐν τέλει. Κυρίως, ἐξοιδαίνομαι ἐξ ὑγρασίας, εἶμαι πλήρης ὑγρῶν (πρβλ. ὀργάς, ὀργή· Σανσκρ. ûrǵ, ûrǵ-â (sucus, vigor) ûrg-ayâmi (nutrio))· - ἐντεῦθεν, Ι. ἐπὶ ἐδάφους, καλῶς ἀρδεύομαι καὶ εἶμαι ἕτοιμος πρὸς παραγωγὴν καρποῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6· ἐπὶ δένδρων, συμβαίνει ... τοὺς ὀποὺς ὀργᾶν αὐτόθι 1. 6, 2· ὀργᾶ [ἡ σμῖλαξ] πρὸς τὴν ἄνθησιν Πλούτ. 2. 647F· καὶ ἐπὶ καρποῦ οἰδαινομένου καθ’ ὅσον προβαίνει ἡ ὡρίμασις, ὁ καρπὸς πεπαίνεται καὶ ὀργᾷ Ἡρόδ. 4. 199· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ὀργᾷ ἀμᾶσθαι, εἶναι ὥριμος πρὸς θερισμόν, αὐτόθι, προβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 19. ΙΙ. ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ σφριγάω, ἔχω σφοδρὰν ἐπιθυμίαν πρὸς συνουσίαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1113, Ὄρν. 462 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ἐπιθυμητικῶς ἔχω)· ὁ ἐπ’ ἀφροδισίοις μαινόμενος .. ὀργῶν Πολυδ. Ϛ΄, 188· - ἐπὶ ζῴων. εἶμαι ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας πρὸς ὀχείαν, ἔχω σφοδρὰν τάσιν πρὸς τοῦτο, ὀργᾶν πρὸς τὴν ὀχείαν, ὀργ. ἀφροδιασθῆναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 13, 10. 5, 11· πρὸς τὸ γεννᾶν Πλούτ. 2. 651Β. 2) ἀκολούθως καθόλου, εἶμαι πρόθυμος, ἕτοιμος, ἐπείγομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· Λακεδαιμονίων ὀργώντων ἤμελλον πειράσεσθαι Θουκ. 4. 108· ὀργῶν κρίνειν, κρίνειν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὀργῆς, ὁ αὐτ. 8. 2· - μετ’ ἀπαρ., ὄργα μαθεῖν Αἰσχύλ. Χο. 454· ὀργᾶν τεκεῖν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 5· - ὀργ. πρὸς τι Πλουτ. Ἀλέξ. 6, Μαρκελλίν. Βίος Θουκ.· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 6. 50, ὁ Bgk. διορθοῖ: ὀργᾷς ὃς ἱππείαν ἐς ὁδόν· - οὕτω καὶ παθητ. ὑπερσ. ἐν ἐνεργ. σημασ., ὧν ἀκροᾶσθαι ... ὤργητο (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καί τινων Ἀντιγράφων ἀντὶ ὥρμητο) Θουκ. 2. 21. ΙΙΙ. μεταβατ., ὡς τὸ ὀργάζω, μαλάσσω, ἁπαλύνω, κατεργάζομαι, κοινῶς «ἀργάζω», ὀργήσας αὐτὸ (δηλ. τὸ δέρμα) Ἡρόδ. 4. 64, Ruhnk εἰς Τίμ. σ. 193.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être plein de sève :
I. au propre;
1 en parl. de l'homme avoir l'humeur ou le sang en mouvement, bouillonner de désirs ou d’ardeurs;
2 en parl. des plantes être gonflé de sève ; être fécond, fertile;
II. fig. être possédé d’une passion violente ; avec l'inf. désirer passionnément;
Moy. ὀργάομαι, ὀργῶμαι m. sign.
Étymologie: ὀργή.

Greek Monotonic

ὀργάω: (ὀργή), μόνο σε ενεστ.,
I. διογκώνομαι από υγρασία, είμαι γεμάτος υγρό, λέγεται για καρπούς, φουσκώνω και ωριμάζω, σε Ηρόδ.· λέγεται για σιτηρά, ὀργᾷ ἀμᾶσθαι, είναι ώριμα για θερισμό, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, γίνομαι λάγνος, έχω ερωτική επιθυμία· έπειτα, γενικά, είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, είμαι σε διέγερση, σε Θουκ.· ὀργῶν κρίνειν, κρίνω υπό την επιρροή πάθους, οργής, στον ίδ.· με απαρ., ὄργα μαθεῖν, είμαι πρόθυμος να μάθω, σε Αισχύλ.
III. μτβ., όπως το ὀργάζω, μαλάσσω, κατεργάζομαι δέρμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργάω:
1) наливаться (соками), набухать, созревать, поспевать (ὁ καρπὸς ὀργᾷ Her.): ὀ. ἀμᾶσθαι Her. поспевать для уборки; ὀ. πρὸς τὴν ἄνθησιν Plut. зацветать, быть в цвету;
2) пылать страстью, находиться в возбужденном состоянии Arph.: ὀργῶντες κρίνειν τὰ πράγματα Thuc. судить о делах под влиянием страстей;
3) страстно желать, гореть желанием (ὀ. μαθεῖν Aesch.; ὀ. πρός τι Plut.): (χρησμοί), ὦν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος ὤργητο (ppf. med.) Thuc. прорицания, к которым каждый прислушивался в соответствии со своими желаниями;
4) (о животных), быть в периоде полового возбуждения (ὀ. πρὸς τὴν ὀχείαν Arst.; ὀ. πρὸς τὸ γεννᾶν Plut.).

Middle Liddell

ὀργάω, only in pres.] ὀργή
I. to swell with moisture: of fruit, to swell and ripen, Hdt.; of corn, ὀργᾷ ἀμᾶσθαι is ripe for cutting, Hdt.
II. of persons, to wax wanton: then, generally, to be eager or ready, to be excited, Thuc.; ὀργῶν κρίνειν to judge under the influence of passion, Thuc.:—c. inf., ὄργα μαθεῖν be eager to learn, Aesch.
III. trans., like ὀργάζω, to soften, tan leather, Hdt.