ἐνδέξιος

From LSJ
Revision as of 10:52, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέξιος Medium diacritics: ἐνδέξιος Low diacritics: ενδέξιος Capitals: ΕΝΔΕΞΙΟΣ
Transliteration A: endéxios Transliteration B: endexios Transliteration C: endeksios Beta Code: e)nde/cios

English (LSJ)

α, ον, Hom. only neut. pl. ἐνδέξια, A towards the right hand, from left to right, mostly as adverb, θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει he filled for all the gods from left to right, Il.1.597; δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν 7.184; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον Od.17.365; τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐ. φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς . . ἄγειν AP7.545 (Hegesipp.): regarded as lucky, hence ἐνδέξια σήματα propitious omens, Il.9.236, cf. SIG 1025.25 (Cos). 2 after Hom. without any sense of motion, on the right, v.l. in E.Hipp.1360 (anap.); ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής on thy right, Id.Cyc.6; εἰσιόντων ἐνδέξια on the right as one enters, PPetr.3p.203; ἡ παραστὰς ἡ ἐνδεξία Inscr.Prien.19.46 (iii B. C.): c. gen., ἐνδέξια τῆς εἰκόνος ib.53.74 (ii B. C.). II clever, ἔργα h.Merc.454. Adv. ἐνδεξίως Sch.Th.2.41.

Spanish (DGE)

-ον
I 1c. mov., ac. neutr. como adv. ἐνδέξια hacia la derecha, de izquierda a derecha τοῖς ἄλλοισι θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ Il.1.597, (κλῆρον) δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν Il.7.184, cf. Longus 4.34.3, βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον empezó a marchar de izquierda a derecha mendigando a cada uno, Od.17.365.
2 sin mov. situado a la derecha ἐ. σῷ ποδὶ παρασπιστὴς βεβώς estando a tu diestra armado con el escudo E.Cyc.6
gener. ac. como adv. ἐνδέξια frec. en uso adnom. a la derecha, a mano derecha εὑρήσεις Ἀΐδαο δόμοις ἐνδέξια κρήνην SEG 23.410.1 (Tesalia IV a.C.), τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐνδέξια κέλευθον AP 7.545 (Hegesipp.), ταμιεῖον εἰσιόντων ἐνδέξια ὄγδοον la octava tienda a mano derecha según se entra, PPetr.3.73.8 (III a.C.), cf. IPr.19.46 (III a.C.), IMylasa 442.7 (imper.), ἡ ἐνδέξια φλιά op. ἡ ἐναρίστερα ID 1439Abc.1.54 (II a.C.), cf. PZen.Col.81.16 (III a.C.), c. gen. σταθήσεται ἡ στήλη ... ἐνδέξια τῆς εἰκόνος τῆς Κώμου IIasos 73.74 (II a.C.), πίνακας ... δύο, τὸν μὲν ἐνδέξια, τὸν δὲ ἐναρίστερα τῶν [ζω]ιδίων ID 1426B.2.40 (II a.C.).
II fig.
1 favorable, propicio de signos y prodigios Ζεὺς δὲ σφι ... ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει Il.9.236, ἃ (τέρατα) ἐμοῖσι φίλοις ἐνδέξια φαίνοις Call.Iou.69, de dioses ᾧ δὲ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐ. de Dioniso para con los participantes en concursos dramáticos, Call.Epigr.8.3, de pers. ἀγορεύει οὗ κα ᾖ ὁ βοῦς ἢ ἄλλος ὑπὲρ κήνου ἐ. SIG 1025.25 (Cos IV/III a.C.).
2 diestro, hábil ἐνδέξια ἔργα h.Merc.454.
III adv. ἐνδεξίως = hábilmente, con destreza glos. a εὐτραπέλως Sch.Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 832] α, ον, zur rechten Seite; ἐνδ. σῷ ποδὶ παρασπιστὴς γεγώς Eur. Cycl. 6; ἐνδέξια σήματα, Zeichen zur Rechten, d. i. glückbedeutende, Il. 9, 236, wie τέρας Callim. Iup. 69; auch = gewandt, geschickt, ἔργα H. h. Hero. 454. Gew. ἐνδέξια, adv., – a) zur rechten Seite, τίς ἐφέστηκ' ἐνδέξια πλευροῖς Eur. Hipp. 1360. – b) rechts hin, rechts herum, welche Richtung man bei Opfern u. anderen Versammlungen als die Glück bringende stets beobachtete; θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν ᾠνοχόει, von der rechten Seite, immer dem nächsten rechts Sitzenden, Il. 1, 597; δεῖξ' ἐνδ. πᾶσιν, bei Loosen, 7, 184; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδ. φῶτα ἕκαστον, vom Odysseus, der bettelnd herumgeht, Od. 17, 365. Bei Hegesipp. 7 (VII, 545), τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐνδέξιά φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς ἄγειν, der rechts abgehende u. darum glückliche Weg.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 placé à droite ; adv. • ἐνδέξια à droite, en allant de gauche à droite;
2 d'heureux augure.
Étymologie: ἐν, δεξιός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδέξιος:
1 находящийся с правой стороны (τινι Eur.);
2 появляющийся справа, т. е. благоприятный, счастливый (σήματα Hom.; κέλευθος Anth.;
3 искусный (ἔργα HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέξιος: α, ον: - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ. πληθ. ἐνδέξια, πρὸς τὴν δεξιὰν χεῖρα, ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιά, ἢ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ μέρους, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν ᾠνοχόει, «ἐπιδεξίωσις» (Θ. Γαζῆς) καὶ ἄλλοι ἄλλως, Ἰλ Α. 597· δεῖξ’ ἐνδέξια πᾶσιν, «ἐπιδεξίως» (Σχόλ.), Η. 184· βῆ δ’ ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον, «τὸ ἐνδέξια ἢ ἀντὶ τοῦ, ἐκ τοῦ δεξιοῦ καθίσματος, ἐπ’ ἀγαθῷ συμβόλῳ, ἢ ἀντὶ τοῦ, ἐπιδεξίως, οὗ πρὸς σαφήνειαν ἐπῆκται τό: ὡς εἰ πτωχὸς πάλαι εἴη» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 365· πρβλ. δεξιός· ἐντεῦθεν, ἐνδέξια σήματα, αἴσιοι οἰωνοί, Ἰλ. Ι. 236· πρβλ. ἐπιδέξιος. 2) μεθ᾿ Ὅμ., ἄνευ τινὸς ἐννοίας κινήσεως = δεξιός, τίς ἐφέστηκ᾿ ἐνδέξια πλευροῖς; ἐν δεξιᾷ ἢ ἐκ δεξιᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 1360· ἴδε Paley, ὅστις ἐφύλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. δεξιά· ἐνδέξιος σῷ ποδί, πρὸς τὰ δεξιά σου, ὁ αὐτὸς Κύκλ. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., οἷα νέων θαλίῃς ἐνδέξια ἔργα πέλονται Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 454. - Ἐπικ. λέξις ἀπαντῶσα καὶ παρ᾿ Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., ἀλλ᾿ οὐδέποτε παρὰ πεζολόγοις, διότι παρὰ Θουκ. (1. 24, κτλ.) διωρθώθη ἤδη εἰς τό: ἐν δεξιᾷ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐν ἀριστερᾷ, ἴδε σημ. S. T. Bloomfield.

English (Autenrieth)

on the right, favorable, Il. 9.236; adv. ἐνδέξια, from left to right, regarded as the lucky direction in pouring wine, drawing lots, etc., Il. 1.597, Il. 7.184, Od. 17.365; cf. ἐπιδέξια.

Greek Monolingual

ἐνδέξιος, -ία, -ιον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τη δεξιά πλευράἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής γεγώς», Ευρ.)
2. αίσιος
3. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος
4. επιτήδειος, επιδέξιος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνδέξια
προς τα δεξιά.

Greek Monotonic

ἐνδέξιος: -α, -ον,
I. 1. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά, από τα αριστερά προς τα δεξιά· ουδ. πληθ. ως επίρρ., θεοῖς ἐνδέξια ᾠνοχόει, γέμισε τα ποτήρια των θεών από τα αριστερά προς τα δεξιά, σε Ομήρ. Ιλ.· η αντίθετη διαδικασία αποφεύγονταν ως μη αίσια, απ' όπου, ἐνδέξια σήματα, αίσιοι οιωνοί, στο ίδ.
2. δεξιός, στα δεξιά, σε Ευρ.
II. έξυπνος, έμπειρος, ειδικός, επιδέξιος, επιτήδειος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἐνδέξιος, η, ον adj
I. towards the right hand, from left to right: neut. pl. as adv., θεοῖς ἐνδέξια ᾠνοχόει he filled for the gods from left to right, Il.:—contrary procedure was avoided as unlucky, hence, ἐνδέξια σήματα propitious omens, Il.
2. = δεξιός, on the right, Eur.
II. clever, expert, Hhymn.

English (Woodhouse)

on the right

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)