περιχέω

From LSJ
Revision as of 19:15, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχέω Medium diacritics: περιχέω Low diacritics: περιχέω Capitals: ΠΕΡΙΧΕΩ
Transliteration A: perichéō Transliteration B: pericheō Transliteration C: pericheo Beta Code: perixe/w

English (LSJ)

Ep. περιχεύω, aor. περίχευα (v. infr.), A pour, spread, or scatter round or scatter over, ἥν [ἠέρα] οἱ περίχευεν Ἀθήνη Od.7.140, cf. 13.189 (tm.), Il.5.776 (tm.); of solids, ἅλις χέραδος περιχεύας 21.319; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας having spread gold leaf round its horns, 10.294: metaph., τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις Od.23.162; σκότος τοῖς δικασταῖς 'throw dust in the eyes of. . ', Plu.Cic.25:— Med., ὡς δ' ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Od.6.232, 23.159:— Pass., to be poured around, περὶ δ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος Il.2.19; ἢν σκότος περιχυθῇ Hp.VC11; τῶν ὀστέων περικεχυμένων scattered all round, v.l. in Hdt.3.12: metaph., περιχυθεῖσα θεωρία, εὐδαιμονία, Vett. Val.241.5, 246.18. 2 of persons, π. στρατὸν τείχει Hld.9.1:— freq. in Pass., περιχυθέντες crowding round, Hdt.9.120; τῷ ναυκλήρῳ περικεχύσθαι Pl.R.488c, cf. Plt.268c, X.HG2.2.21. 3 π. τινἰ (sc. ὕδωρ) pour water over one, D.L.2.36:—Med., pour or have poured over oneself, πρὶν ἐνβῆναι ἐν τῷ βαλανείῳ εἰς τὸ θερμὸν ὕδωρ οἶνον περιχέασθαι IG42(1).126.13 (Epid.); μικρὸν περιχέασθαι take a moderate bath, Mnesith. ap. Ath.11.484b; ψυχρῷ π. Anon.Lond.38.39; στολὴν… π. Eun.VSp.477B. II Pass., embrace, τινι Luc.Luct.13, cf.Alex.45, Parth.28.2 (cj.); πανταχόθεν αὐτῷ περιχυθεῖσα Hld.1.2. III drench, τι ὕδατι Dsc.4.150.4.

German (Pape)

[Seite 600] (s. χέω), darum, darüber gießen, darüber schütten; χέραδος περιχεύας, vom Sande, Il. 21, 319; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας, 10, 294, vom; Goldschmiede, der die Hörner vergoldet, wie in der Od., auch im med., ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται (conj.) ἀργύρῳ, wenn er Gold um das Silber gießt, d. i. das Silber vergoldet, Od. 6, 232. 23, 159; πολλὴν ἠέρ' ἔχων, ἥν οἱ περίχευεν Ἀθήνη, 7, 140; auch τῷ περίχευε χάριν, 23, 162. Das pass. auch vom Schlafe, der sich über den ganzen Körper ausbreitet, Il. 2, 19, in tmesi; περιχυθεὶς τῷ τῆς γῆς ὄγκῳ, Plat. Tim. 60 c, u. öfter; übtr., αὐτοὺς τῷ ναυκλήρῳ περικεχύσθαι δεομένους, Rep. VI, 488 c; αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῖτο πολύς, umgab sie, Xen. Hell. 2, 2, 21; οἱ ἱππεῖς περιχ υθέντες έπέκειντο τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 19, 4, vgl. 10, 3, 5; a. Sp. – Das med., μικρὸν περιχεάμενος, braucht Mnesith. medic. bei Ath. XI, 484 b im Gegensatz von πλείονι χρῆσθαι τῷ λουτρῷ, sich ein wenig begießen, d. i. ein leichtes Bad nehmen.

French (Bailly abrégé)

Pass. ao. περιεχύθην, pf. περικέχυμαι;
répandre ou verser autour : ἠέρα τινί OD répandre une vapeur autour de qqn ; χρυσὸν κέρασι IL dorer des cornes;
Pass. 1 se répandre autour de en parl. d'un liquide, d'une vapeur, etc. ; être arrosé tout autour : ἐλαίῳ LUC d'huile ; fig. en parl. du désir se répandre autour de, envahir, τινι;
2 p. ext. se jeter au cou de, embrasser, τινι;
Moy. περιχέομαι (ao. inf. περιχέασθαι, part. περιχεάμενος) répandre pour soi tout autour : χρυσὸν ἀργύρῳ OD mettre de l'or autour de l'argent.
Étymologie: περί, χέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-χέω, ep. περιχεύω, imperf. 3 sing. περίχευεν; ptc. aor. περιχεύας. om... heengieten, verspreiden; met acc. en dat..; χρυσὸν κέρασι περιχεύας na de horens met goud overgoten te hebben Il. 10.294; τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ zij overgoot zijn hoofd met charme Od. 23.162; overdr..; ἐμοῦ πολὺ σκότος... τῷ δικαστηρίῳ περιχέαντος omdat ik een rookgordijn heb gelegd voor de rechtbank Plut. Cic. 25.1; ook med.. χρυσὸν περιχεύεται ἀγύρῳ ἀνήρ een man giet goud uit over zilver Od. 6.232. med.-pass. om... heenstromen; οἱ... περιχυθέντες ἐθώμαζον de omstanders waren verbaasd Hdt. 9.120.1; met dat..; τῷ ναυκλήρῳ περικεχύσθαι rond de schipper hangen Plat. Resp. 488c; met acc..; εἰσιόντας δ’ αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῖτο πολύς toen zij binnenkwamen omstuwde een grote menigte hen Xen. Hell. 2.2.21; omhelzen:. πατήρ... περιχυθεὶς αὐτῷ toen de vader hem omhelsd had Luc. 40.13.

Russian (Dvoretsky)

περιχέω: эп. περιχεύω (aor. 1 περιέχεα - эп. περίχευα; pass.: aor. περιεχύθην с ῠ, pf. περικέχῠμαι)
1 разливать кругом, выливать (τινι, sc. ὕδωρ Diog. L.): ἐλαίῳ π. Luc. обливать оливковым маслом;
2 покрывать кругом, окружать: π. τινι ἠέρα Hom. окутать кого-л. туманом; χρυσὸν κέρασιν π. Hom. покрыть рог золотом; ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται (conjct. = περιχεύηται) ἀργύρῳ Hom. как если бы кто-л. покрыл золотом или позолотил серебро; οἱ περικεχυμένοι τινί Plat. толпящиеся вокруг кого-л.; χέραδος περιχεύας Hom. засыпав песком; τὰ ὀστέα περικεχυμένα Her. наваленные в кучу кости;
3 охватывать, обнимать: περιχυθεὶς αὐτῷ Luc. обняв его; περὶ δ᾽ ἀμβρόσιος κέχυθ᾽ ὕπνος Hom. вокруг витал безмятежный сон.

English (Autenrieth)

aor. 1 περιχεῦα (περίχευα), mid. aor. 1 subj. περιχεύεται: pour or shed around or over, mid. for oneself, Od. 6.232, Od. 23.159; fig., χάριν τινί, Od. 23.162.

Greek Monolingual

και περιχεύω ΝΜΑ
περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ' ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. περιχέομαι
1. αγκαλιάζω, σφίγγω στην αγκαλιά μου κάποιον (α. «πανταχόθεν αὐτῷ, περιχυθεῖσα ἐδάκρυεν, ἐφίλει», Ηλιόδ.
β. «περιεχύθη καὶ κατεφίλησε», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. βαπτίζομαι
3. χύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι ολόγυρα σε κάποιον ή σε κάτι
(α. «περὶ δ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος», Ομ. Οδ.
β. περικέχυται γὰρ αύταῖς ἀὴρ καθαρός», Μεθόδ.)
αρχ.
μέσ. (για πρόσ.) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι ολόγυρα («αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῖτο πολύς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χέω/χεύω «χύνω»].

Greek Monotonic

περιχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα· Επικ. περι-χεύω, αόρ. αʹ περίχευα· χύνω ολόγυρα ή πάνω από, τί τινι, κυρίως λέγεται για υγρά, σε Ομηρ.· λέγεται για μεταλλουργούς, χρυσὸν κέρασιν περιχεύας, έχει απλώσει φύλλα χρυσού γύρω από τα κέρατα δηλ. τα επιχρύσωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., ὡς δ' ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., χύνομαι ολόγυρα, περὶδ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν ὀστέων περικεχυμένων, συσσωρεύτηκαν ολόγυρα, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, περιχυθέντες, συνωστισμένοι ολόγυρα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιχέω: μέλλ. -χεῶ· ἀόρ. περιέχεα· ― Ἐπικ. περιχεύω, ἀόρ. περιέχευα. Χύνω ὁλόγυρα ἢ ὑπεράνω, κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων, πολλὴν ἠέρ’ ἔχων, ἥν οἱ περίχευεν Ἀθήνη Ὀδ. Η. 140, πρβλ. Ν. 189, Ἰλ. Ε. 776· τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις Ὀδ. Ψ. 162· ἐπὶ στερεῶν, ἅλις χέραδος περιχεύας Ἰλ. Φ. 319· ἐπὶ χρυσοχόου, χρυσὸν κέρασιν περιχεύας, περιχρυρώσας τὰς κέρατα, Ἰλ. Κ. 294, Ὀδ. Γ. 384· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὡς δ’ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Ὀδ. Ζ. 232, Ψ. 159. ― Παθ., χύνομαι ὁλόγυρα, περὶ δ’ ἀμβρόσιος κέχυθ’ ὕπνος Ἰλ. Β. 19· ἢν σκότος περιχυθῇ Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902· τῶν ὀστέων περικεχυμένων, κεχυμένων τῇδε κἀκεῖσε, Ἡρόδ. 3. 12· ἐπὶ προσώπων, περιχυθέντες, συνελθόντες κατὰ πλήθη ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. 9. 120· τῷ ναυκλήρῳ περικεχύσθαι Πλάτ. Πολ. 488C, πρβλ. Πολιτ. 268C, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 11. 2) π. τινι (δηλ. ὕδωρ), χύνω ὕδωρ ἐπί τινος, Διογ. Λ. 2. 35. ― Μέσ., χύνω ἐπάνω μου ἢ βάλλω ἄλλον καὶ χύνει ἐπάνω μου, μικρὸν περιχεάμενος Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Β στολήν... π. Εὐνάπ. σ. 56. ΙΙ. καταβρέχω, τι ὕδατι Διοσκ. 4. 155.

Middle Liddell

fut. -χεῶ aor1 -έχεα epic περι-χεύω aor1 περίχευα
to pour round or over, τί τινι, properly of liquids, Hom.; of metal-workers, χρυσὸν κέρασιν περιχεύας having spread gold leaf round its horns, Il.; so in Mid., ὡς δ' ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Od.:—Pass. to be poured around, περὶ δ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος Il.; τῶν ὀστέων περικεχυμένων heaped all round, Hdt.; of persons, περιχυθέντες crowding round, Hdt.