χονδρός
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ά, όν,
A granular, coarse, ἄλευρα χονδρότερα Hp.Mul.2.193; ἄλφιτον ἀραιὸν καὶ χονδρόν Arist.Pr.927b35: mostly of coarse salt, ἅλες οὐ χονδροί, ἀλλὰ χαῦνοι καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Id.Mete.359a32; χἄλα λήψεται χονδρόν Phoen.2.5; χονδροὺς ἅλας (cod.Rav. χονδρὰς ἅλας) is prob. in Ar.Ach.521 (v.l. χόνδρους ἁλός) χονδρός Adj., χόνδρος Subst. are distinguished by Hdn.Gr.1.203, 2.716; Comp. and Sup. χονδρότερος, χονδρότατος, Choerob. in Theod.2.76H.
II later, generally, coarse, τρίχες Ps.-Callisth.2.33; οὐηλάρια μικρὰ χοντρὰ (sic) δύο Sammelb.7033.39 (v A. D.); χονδρός, = grossus, Glossaria (χόνδρος and χονδρός dissim. fr. *χρονδ-ρο-, cogn. with Engl. grind.)
German (Pape)
[Seite 1364] 1) graupenartig, -ähnlich; Ar. Ach. 495, wo aber χόνδρους ἅλας accentuirt ist; Arist. meteor. 2, 3 probl. 21, 9. – 2) knorplig.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
grenu ; grossier, gros, épais.
Étymologie: DELG cf. lat. frendo « broyer », v.angl. grindan « moudre ».
Russian (Dvoretsky)
χονδρός: (крупно)зернистый (ἄλφιτον, ἅλες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χονδρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἄλευρα χονδρότερα Ἱππ. 668. 6· ἄλφιτον ἀραιὸν καὶ χονδρὸν Ἀριστ. Προβλ. 21. 9· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χονδροῦ ἅλατος, ἅλες οὐ χονδροὶ, ἀλλὰ χαῦνοι καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιὼν ὁ αὐτ. ἐν, Μετεωρ. 2. 3. 37, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 205· χἄλα λήψεται χονδρὸν (χόνδρον Meineke) Φοίνιξ παρ’ Ἀθην. 359Ε· ἐντεῦθεν ὁ Elmsl. διώρθωσε χονδροὺς ἅλας (ἐν τῷ Ραβ. κώδ. χονδρὰς ἅλας) ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 521, ἀντὶ χόνδρους ἁλῶν, μόνον ὅτι ἔγραψε χὀνδρους ἀλλ’ ἡ διάκρισις μεταξὺ τοῦ χονδρὸς ὡς ἐπιθέτου καὶ τοῦ χόνδρος ὡς οὐσιαστικοῦ ἐκτίθεται σαφῶς παρὰ τοῦ Χοιροβ. εἰς Θεοδ. 550. 31, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 18. 44· ὑπερθ. χονδρότατος, Α. Β. 1287·
Greek Monolingual
-ή, -ό / χονδρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και χοντρός, -ή, -ό, Ν, και τ. ουδ. πληθ. χοντρά ΜΑ
1. αδρός, ογκώδης, παχύς (α. «χοντρό σχοινί» β. «κραμβὶν καρδίαι δώδεκα χονδραὶ καὶ χιονάται», Πρόδρ.
γ. «οὐηλάρια μικρὰ χοντρὰ δύο», επιγρ.
δ. «ὀθόνια χονδρὰ ἔμπλουμα», πάπ.)
2. αυτός που αποτελείται από αδρά μόρια ή αδρούς κόκκους (α. «χοντρό αλάτι» β. «ἄλευρα χονδρότερα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. παχύσαρκος, σωματώδης
2. (για εργασία) βαρύς, δύσκολος («κάνει όλες τις χοντρές δουλειές»)
3. (για φωνή) α) βαθύς
β) βραχνός
4. μτφ. α) (για πρόσ.) αγενής, άξεστος, αγροίκος
β) απρεπής, χυδαίος («χοντρό αστείο»)
5. φρ. α) «έχει χοντρό κεφάλι» — είναι θραδύνους
β) «τά παραλέει χοντρά» — τά μεγαλοποιεί υπερβολικά
γ) «του τά είπε χοντρά» — του τά είπε έξω από τα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χονδρός (για ετυμολ. βλ. λ. χόνδρος), με αρχική σημ. «αυτός που αποτελείται από χόνδρους, αυτός που αποτελείται από κόκκους», έλαβε στους μτγν. χρόνους τη σημ. «ογκώδης, παχύς, σωματώδης», την οποία διατήρησε και στη Νέα Ελληνική. Στον νεοελλ. τ. χοντρός το αρχ. -δ- /d/, σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο, διατήρησε την αρχαία του προφορά ως ντ /d/, πρβλ. ντύνω < ενδύω.
ΠΑΡ. χονδρότητα, χοντράδα, χοντράδι, χοντραίνω, χοντρικός, χοντροσύνη, χοντρούλης, χοντρουλός, χοντρούτσικος, χόντρωμα. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χοντρ(ο)-].
Greek Monotonic
χονδρός: -ά, -όν, κοκκοειδής, χοντρόκοκκος, χονδροὶ ἅλες, πέτρα από αλάτι, σε Αριστοφ.