κάννα

From LSJ
Revision as of 11:12, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάννα Medium diacritics: κάννα Low diacritics: κάννα Capitals: ΚΑΝΝΑ
Transliteration A: kánna Transliteration B: kanna Transliteration C: kanna Beta Code: ka/nna

English (LSJ)

or κάννη, ης, ἡ,
A pole-reed, Arundo Donax, Plb.14.1.15; κάννας τιμά (prob. for making pens) SIG241.103 (Delph., iv B.C.).
2 reed-mat, Cratin.197, Eup.228, dub. in IG12.330.12: in plural, reedfence, Ar.V.394, Pherecr.63. (Cf. Bab. ḳanû, Hebr. ḳāneh 'reed'.)

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Poll. 10, 184, gew. plur., das Rohr; das aus Rohr Geflochtene, sowohl Decke, Matte, als bes. aus Rohrgeflecht gemachtes Gehege, z. B. um die Bildsäulen, Ar. Vesp. 394, sonst auch γέῤῥα genannt; VLL. erkl. ψίαθοι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
roseau, plante.
Étymologie: DELG emprunt sémit.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάννα -ης, ἡ riet; plur. rieten schutting.

Russian (Dvoretsky)

κάννα:
1 pl. тростник, камыш Polyb.;
2 pl. тростниковая ограда, плетеное ограждение Arph.

Greek Monolingual

και κάννη, η (AM κάννα και κάννη)
νεοελλ.
1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα
2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες
μσν.
μέτρο ύψους ίσο με οκτώ σπιθαμές
αρχ.
1. καλάμι, ράβδος, πάσσαλος από καλάμι
2. πλέγμα από καλάμια, ψάθα, ψαθί
3. καλαμωτή, καλαμένιο περίφραγμα, φράχτης από καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (πρβλ. ακκαδ. qanu, εβρ. qanẽ), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (πρβλ. σουμερ. gin) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (πρβλ. λατ. canna).
ΠΑΡ. κάνιστρο(ν)
αρχ.
κάνασθον, κάνα(ν)στρον, κάνε(ι)ον, κάνης, κάνυστρον, κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, καννωτός.
ΣΥΝΘ. καναδόκα, καννοπλόκος, καννοχερσαία].

Greek Monotonic

κάννα: ή κάννη, -ης, ἡ, καλάμι, Λατ. canna· σε πληθ., καλαμένιο πλέγμα, φράκτης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κάννα: ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: πλέγμα ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, κάναθρονκάνναθρον, κάνεον: ἴσωςῥίζα εἶναι Σημιτική· πρβλ. kânek).

Frisk Etymological English

κάννη
Grammatical information: f., often plur.
Meaning: reed, Arundo donax, reed-fence, -mat (Com., inscr., Plb.).
Other forms: s. below!
Dialectal forms: Myc. kononi-phi /kanoni-phi/
Compounds: as 1. member in κανη-φόρος f. Korbträgerin (Ar.; on the comp.-vowel Schwyzer 438f.) with κανηφορ-έω, -ία, -ικός.
Derivatives: 1. κάνης, -ητος m. reed mat (Solon. Law in Plu. Sol. 21, Crates Com., D. H.) with καννητο-ποιός (Hippon. 116). 2. κάννηκες πλέγματα ταρσῶν H. - 3. κανοῦν, Ion. κάνεον, ep. also -ειον n. reed basket, dish (Il.; substant. adj.). Diminut. κανίσκος, -ίσκιον (Ar.), κανίδιον (pap.); further κάναστρον (Hom. Epigr., Nicophon, Attica, Kreta; cf. on ζύγαστρον), also -αυστρον (like θερμα(ύ)στρα; s. θερμός), -ιστρον, -υστρον (inscr., pap., Poll.; Kretschmer Glotta 11, 283) = Lat. canistrum; from there καναστραῖα κοῖλά τινα ἀγγεῖα Suid.; κάνασθον (Naukratis). - Zu κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, κανών s. bes.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From Babyl.-Assyr. qanū reed, which may come from Sumer.-Accad. gin id., Ugar. qn, Punic qn. S. E. Masson, Emprunts sémit. 47.From κάννα Lat. canna reed etc.; s. W.-Hofmann s. v. - Fur. 303 points out that κάναθρον etc. are clearly Pre-Greek formations, so that the word may have been of Anatolian origin; note further Myc. kononipi /kononi-phi/ which shows α/ο, which is also Pre-Greek.

Middle Liddell

a reed, Lat. canna: in plural a reed-fence, railing, Ar.

Frisk Etymology German

κάννα: oder κάννη
{kánna}
Grammar: f., oft im Plur.,
Meaning: ‘Rohr, Arundo donax, Rohrgeflecht, -matte’ (Kom., Inschr., Plb.).
Derivative: Ableitungen: 1. κάνης, -ητος m. Rohrmatte (Solon. Gesetz bei Plu. Sol. 21, Krates Kom., D. H.; nach τάπης) mit καννητοποιός (Hippon. 116). 2. κάννηκες· πλέγματα ταρσῶν H. — 3. κανοῦν, ion. κάνεον, ep. auch -ειον n. Rohrkorb, Korb, Schüssel (seit Il.; substantiviertes Stoffadj.); als Vorderglied in κανηφόρος f. Korbträgerin (Ar., Inschr., Pap.; zum Komp.-vokal Schwyzer 438f.) mit κανηφορέω, -ία, -ικός. Davon die Deminutiva κανίσκος, -ίσκιον (Ar., Inschr. u. a.), κανίδιον (Pap.); außerdem κάναστρον (Hom. Epigr., Nikophon, Attika, Kreta; vgl. zu ζύγαστρον), auch -αυστρον (wie θερμα(ύ)στρα; s. zu θερμός), -ιστρον, -υστρον (Inschr., Pap., Poll.; Kretschmer Glotta 11, 283) = lat. canistrum; davon καναστραῖα· κοῖλά τινα ἀγγεῖα Suid.; κάνασθον (Naukratis). — Zu κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, κανών s. bes.
Etymology: Aus babyl.-assyr. qanū Rohr, das auf sumer.-akkad. gin ib. zurückgeführt wird. Aus κάννα lat. canna Rohr; s. W.-Hofmann s. v., wo auch Lit.
Page 1,779

Mantoulidis Etymological

ἥ κάννη, ἡ (=καλάμι, καλαμένιο πλέγμα). Πρωτότυπη λέξη. Ἀπό ἐδῶ τά: κάναθρον (=ἁμάξι ἀπό καλάμια), κάναστρον καί κάνιστρον (=καλάθι), τό κανοῦν (=πανέρι), ὁ κάνης -ητος (=ψάθα), κανών (=κάθε ἴσια ράβδος, χαράκι).