εὐτυχής
English (LSJ)
εὐτυχές,
A successful, lucky, fortunate, of persons and events, Hdt.1.32, etc.: Comp., S.Aj.550: Sup., Pl.Lg.877e; opp. ὄλβιος, Hdt.l.c.; opp. εὐδαίμων, E.Med.1229 (Comp.); εὐτυχεῖ πότμῳ A.Pers.709 (troch.); εὐτυχῆ κλύουσα πρᾶξιν S.Tr.293: c. dat., εὐ. ἱκέσθαι τινί = to come with blessings to him, Id.OC308; δαίμων δὲ τοῖς μὲν εὐτυχὴς καθ' ἡμέραν Id.El.999; τὸ εὐτυχές = good luck, success, οἳ ἄν… Th.2.44.
II Adv. εὐτυχῶς = luckily, fortunately Pi.N.7.90, A.Pers.325, etc.; Ion. εὐτυχέως Hdt.3.39: Comp. εὐτυχέστερον E.Heracl.247 (v.l. εὐτυχέστερος); πράττειν Pl.Euthd.280a: Sup. εὐτυχέστατα Men.Sam.44:—εὐτυχῶς Ἀμμαίῳ = at close of letter, D.H.Amm.2 fin.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 heureux, qui prospère, qui réussit : εὐτυχὴς στρατηγεῖν PLUT être un général heureux ; τὸ εὐτυχές THC c. εὐτυχία;
2 qui assure le bonheur de : εὐτυχὴς ἵκοιτο SOPH qu'il vienne pour le bonheur de…;
Cp. εὐτυχέστερος, Sp. εὐτυχέστατος.
Étymologie: εὖ, τυγχάνω.
German (Pape)
ές, Einer der das Ziel getroffen, das Gewünschte erlangt hat, der überhaupt in dem, was er unternimmt, glücklich ist (vgl. εὐδαίμων und ὄλβιος), glücklich, von Personen und Sachen, wie εὐτυχεῖ πότμῳ Aesch. Pers. 695; εὐτυχὴς γένοιτο ἀπαλλαγὴ πόνων Ag. 20; εὐτυχεῖς ναίειν δόμους Suppl. 937, wie Eur. Hec. 619. Gegensatz δυστυχής, Alc. 688; εὐτυχέστερος βίος, πότμος, Phoen. 1577, Troad. 627; γῆ 1204; Gegensatz πεπτωκότες Soph. O.R. 145; auch von Sachen, εὐτυχῆ κλύουσα πρᾶξιν Trach. 292; und in der Bdtg »Glück bringend«, πότερον εὐτυχῆ λέγω ἢ δεινά El. 756, womit δαίμων τοῖς μὲν εὐτυχής ib. 987 zu vgl., wie εὐτυχὴς ἵκοιτο τῇ θ' αὑτοῦ πόλει ἐμοί τε O.C. 309; καὶ εὐδαίμων Plat. Euthyd. 282c; οἴκους ὡς εὐτυχεστάτους κεκτῆσθαι Legg. IX.877e; εὐτυχὴς τὰ πρὸς θεῶν Eur. Heracl. 386; στρατηγεῖν Plut. Ant. 34; – τὸ εὐτυχές = εὐτυχία, Thuc. 2.44.
• Adv. εὐτυχῶς, z.B. ναίειν, Pind. N. 7.90; πράττειν εὐτυχῶς, Soph. Ant. 697, zu meinem Glücke, O.R. 998; εὐτυχέστερον πράττειν, Plat. Euthyd. 280a; εὐτυχέως Her. 3.39.
Russian (Dvoretsky)
εὐτῠχής:
1 счастливый, преуспевающий Her., Trag., Plat., Arst.: εὐ. στρατηγεῖν Plut. счастливый в сражениях;
2 богатый, состоятельный (εὐτυχέστερος ἄλλου, εὐδαίμων δ᾽ οὔ Eur.);
3 счастливый, успешный (πότμος Aesch.; πράξις Soph.);
4 дающий счастье, благоприятствующий (δαίμων εὐ. τινι Soph.): εὐ. ἱκέσθαι τινί Soph. явиться во благо кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτῠχής: -ές, ὡς καί νῦν, ἐπὶ προσώπων καὶ γεγονότων, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., Πλάτ., κλ.· ἀντίθετον τῷ ὄλβιος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῷ εὐδαίμων, Εὐρ. Μήδ. 1229 (ἴδε ἐν λ.)· εὐτυχεῖ πότμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 709· εὐτυχῆ κλύουσα πρᾶξιν Σοφ. Τρ. 293· μετὰ δοτ., ἀλλ’ εὐτυχὴς ἵκοιτο τῇ θ’ αὐτοῦ πόλει ἐμοί τε, καλῶς νὰ ἔλθῃ μὲ εὐτυχίαν εἰς τὴν πόλιν του καὶ εἰς ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 308· δαίμων δὲ τοῖς μὲν εὐτυχὴς καθ’ ἡμέραν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 999· - τὸ εὐτυχές, = εὐτυχία, Θουκ. 2. 44. ΙΙ. Ἐπίρρ. -χῶς, Πινδ. Ν. 7. 133, Τραγ., κλ.· Ἰωνικ. -χέως Ἡρόδ. 3. 39. - Συγκρ. -έστερον Εὐρ. Ἡρακλ. 247, κλ.· Ὑπερθ. -έστατα Ἡρόδ. 7. 6.
Greek Monolingual
-ές και εύτυχος, -η, -ο (ΑΜ εὐτυχής, -ές, Μ και εὔτυχος, -η, -ο)
αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, ο ευτυχισμένος, ο καλότυχος (α. «ευτυχές το νέο έτος» β. «πῶς δ' οὐκ ἐγὼ χαίροιμ' ἃν ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ικανοποιημένος, ευχαριστημένος από κάποιο γεγονός («είμαι ευτυχής που σέ γνώρισα»)
2. (για ενέργεια) επιτυχημένος, σωστός («είχε την ευτυχή έμπνευση να...)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που συνεπάγεται ευτυχία, ο τυχερός, ο γούρικος
μσν.
1. (για τον αυτοκράτορα) καλότυχος
2. (για ομιλητή) εύστοχος
3. ευχάριστος
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐτυχής
ο άρχοντας, ο προύχοντας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχές
η ευτυχία.
επίρρ...
ευτυχώς (ΑΜ εὐτυχῶς)
1. με καλή τύχη, με ευτυχία
2. με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τυχης (< τύχη / τυχείν), πρβλ. ατυχής, δυστυχής].
Greek Monotonic
εὐτῠχής: -ές (τυγχάνω),·
I. ευτυχής, πετυχημένος, τυχερός, καλότυχος, ευτυχισμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· εὐτ. ἱκέσθαι τινί, να έρθει με τις ευλογίες του σ' αυτόν, σε Σοφ.· τὸ εὐτυχές = εὐτυχία, σε Θουκ.
II. επίρρ. -χῶς, σε Πίνδ., Τραγ. κ.λπ.· Ιων. -χέως, σε Ηρόδ.· συγκρ. -έστερον, σε Ευρ. κ.λπ.· υπερθ. -έστατα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὐ-τῠχής, ές τυγχάνω
I. well off, successful, lucky, fortunate, prosperous, Hdt., Attic; εὐτ. ἱκέσθαι τινί = to come with blessings to him, Soph.:— τὸ εὐτυχές, = εὐτυχία, Thuc.
II. adv. -χῶς, Pind., Trag., etc.; ionic -χέως, Hdt.: comp. -έστερον, Eur., etc.; Sup. -έστατα, Hdt.
English (Woodhouse)
auspicious, favourable, fortunate, happy, prosperous, favorable, of omens
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό εὖ + τυχεῖν τοῦ τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐτυχής: εὐτυχῶ, εὐτύχημα, εὐτυχία, εὐτυχῶς.
Translations
successful
Arabic: نَاجِح, فَائِز, مُوَفَّق; Azerbaijani: uğurlu, müvəffəqiyyətli; Basque: arrakastatsu; Belarusian: паспяховы; Bengali: সফল, কামিয়াব; Bulgarian: успешен; Catalan: reeixit; Chinese Mandarin: 有成效的, 完滿/完满, 成功的; Cantonese: 成功嘅; Czech: úspěšný; Danish: succesfuld, succesrig; Dutch: succesvol, geslaagd, gelukt; Esperanto: sukcesa; Estonian: edukas, õnnestunud; Finnish: onnistunut, menestynyt, menestyvä; French: ayant du succès, marqué de succès, couronné de succès; Georgian: წარმატებული; German: erfolgreich; Greek: επιτυχημένος, επιτυχών; Ancient Greek: βιόπραγος, ἐπικυδής, ἐπίσκοπος, ἐπιτευκτικός, ἐπιτυχής, εὐεπίτευκτος, εὔροος, εὔστοχος, εὐτυχής, κατορθωτικός, ὀρθόπλοος, οὔριος; Hebrew: מוצלח; Hindi: सफल; Hungarian: sikeres, eredményes; Indonesian: berhasil; Irish: áitheasach; Italian: di successo, coronato dal successo, riuscito; Japanese: 成功した; Korean: 성공적(成功的), 성공(成功)한; Latin: prosper, prosperus; Lü: ᦷᦎᧅᦑᦲᧈ, ᦷᦎᧅᦑᦲᧈᦔᦲᧃᦡᦲ; Macedonian: успешен; Malay: berjaya; Maori: momoho, angitu; Norwegian Bokmål: vellykket; Nynorsk: vellukka; Old English: spēdiġ; Persian: موفق, کامگار; Polish: udany; Portuguese: bem-sucedido, conseguido, próspero; Romanian: reușit, izbutit, plin de succes; Russian: успешный, благополучный, удачный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian Cyrillic: успешан, успјешан; Roman: uspešan, uspješan; Slovak: úspešný; Slovene: uspešen; Spanish: exitoso, logrado, afortunado; Swedish: lyckad, framgångsrik; Turkish: muvaffaklar, muvaffak; Ukrainian: успі́шний, вдатний; Urdu: سپھل; Vietnamese: thành công; Yiddish: הצלחהדיק
happy
Afrikaans: bly, gelukkig; Albanian: i lumtur, i kënaqur, gëzuar; Arabic: سَعِيد, فَرِح; Egyptian Arabic: مبسوط, سعيد, فرحان, منشكح; Hijazi Arabic: مبسوط, فَرْحان; Armenian: երջանիկ, ուրախ; Aromanian: ambar, hãrios; Asturian: feliz, contentu, gayoleru, gayasperu; Azerbaijani: xoşbəxt, məsud, bəxtiyar, səadətli, şən; Bashkir: бәхетле; Basque: pozik; Belarusian: шчаслі́вы, радасны; Bengali: খুশি; Bikol Central: maugma; Bulgarian: щастлив, радостен; Burmese: ရွှင်ပျ, ပျော်; Catalan: feliç, content, alegre; Chamicuro: pya'kijnani; Chechen: реза; Chinese Cantonese: 高興/高兴; Mandarin: 高興/高兴, 愉快, 快樂/快乐, 幸福; Min Nan: 歡喜/欢喜, 快樂/快乐; Cornish: lowen; Czech: šťastný, radostný; Dalmatian: alegr; Danish: glad, lykkelig; Dutch: gelukkig, blij; Esperanto: feliĉa; Estonian: õnnelik; Faroese: glaður; Fijian: marau; Finnish: onnellinen, iloinen, tyytyväinen; French: heureux, heureuse, content, contente, bienheureux, bienheureuse; Friulian: feliç; Galician: feliz, ledo; Georgian: ბედნიერი; German: zufrieden, fröhlich, froh, freudig; Greek: ευχαριστημένος, χαρούμενος; Ancient Greek: ἀσινής, εὐαίων, εὐδαίμων, εὐήμερος, εὔποτμος, εὔσοος, εὔσους, εὐτυχής, εὔφρων, ἐΰφρων, μάκαρ, μακάριος, ὄλβιος, χρηστός; Haitian Creole: kontan; Hawaiian: hauʻoli; Hebrew: מאושר, שָׂמֵחַ; Hindi: सुखी, ख़ुश, प्रसन्न; Hungarian: boldog; Icelandic: hamingjusamur; Ido: felica; Indonesian: senang; Irish: áthasach, sona; Italian: felice, lieto, contento; Japanese: 幸せな, 幸福な, 嬉しい; Kaingang: mrir; Kazakh: бақытты, аруақты, базарлы; Khmer: រីករាយ; Korean: 행복하다, 기뻐하다, 기쁘다; Kurdish Central Kurdish: دڵ خۆش, خەنی; Kyrgyz: бактылуу; Lao: ກະຈົວະກະຈວກ, ກະເຈາະກະຈອກ; Latgalian: laimeigs; Latin: laetus, beatus; Latvian: laimīgs, priecīgs; Ligurian: feliçe; Lithuanian: laimingas; Lombard: felice; Louisiana Creole French: gé, èrè, konten; Luxembourgish: glécklech; Macedonian: среќен, радосен; Malay: bahagia, gembira; Malayalam: സന്തോഷിപ്പിക്കുന്ന; Maltese: kuntenti, ferħan; Manx: maynrey; Mazanderani: خار; Middle English: wynne; Mizo: hlim; Mongolian: азтай, баяртай, жаргалтай; Norman: heûtheux; North Frisian: bliir; Norwegian: glad, lykkelig; Occitan: urós, joiós, gaujós, content; Old English: blīþe; Persian: شاد, خوش, خوشحال, خرم; Piedmontese: felice; Plautdietsch: froo, freelich, schaftich; Polish: szczęśliwy, radosny; Portuguese: feliz; Quechua: kusi, kusisqa; Rohingya: kúci; Romani: baxtalo, baxtali, baxtale; Romanian: fericit, bucuros; Romansch: legher, alleger, cuntent, cuntaint, ventiraivel; Russian: счастливый, радостный; Sanskrit: सुखिन्, प्रसन्न; Scots: blithe; Scottish Gaelic: sona, toilichte, àghmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: срећан, сретан; Roman: srećan, sretan; Shor: ырыстығ; Sicilian: filici; Slovak: šťastný, radostný, rád, rada; Slovene: srečen; Spanish: feliz, alegre, contento, satisfecho; Swedish: glad, lycklig; Tagalog: masaya; Tajik: хушбахт, хушҳол; Tatar: бәхетле; Telugu: ప్రశాంతం, ప్రసన్నత; Thai: มีความสุข, ดีใจ; Tocharian B: sākre; Tongan: fiefia; Turkish: mutlu; Turkmen: hoşbagt; Ukrainian: щасливий, радісний; Urdu: خوش, سکھی, پرسن; Uzbek: baxtiyor, baxtli, xushhol, xursand; Vietnamese: mừng, vui, hạnh phúc; Volapük: fredik; Welsh: dedwydd, hapus; West Frisian: bliid; Westrobothnian: gleij, glivrut, fägjän, frȯijen; Yiddish: פֿריילעך, גליקלעך, באַגליקט; Yucatec Maya: kiimak ool
Afrikaans: gelukkig; Arabic: مَحْظُوظ; Azerbaijani: bəxtli, bəxti gətirən, bəxtəvər; Bulgarian: удачен; Catalan: feliç, afortunat; Chinese Mandarin: 幸運的/幸运的; Czech: šťastný; Danish: heldig; Dutch: gelukkig; Esperanto: feliĉa; Estonian: õnnelik; Finnish: hyvä, onnekas, onnellinen; French: heureux, chanceux; Galician: afortunado; German: glücklich; Greek: ευτυχής, ευτυχισμένος; Ancient Greek: εὐτυχής; Hindi: ख़ुश, प्रसन्न; Hungarian: szerencsés; Icelandic: heppilegur; Ido: fortunoza; Indonesian: untung, mujur; Irish: séanmhar, sona, sonasach; Italian: fortunato; Japanese: 幸運な, 運のよい; Khmer: សប្បាយ; Korean: 운좋은; Kurdish Central Kurdish: بەختەوەر; Latin: felix; Lithuanian: laimingas; Luxembourgish: glécklech; Mizo: vannei; Norman: heûtheux; Norwegian: heldig; Occitan: urós, astruc, aürós, fortunat, fortunós, benastruc, benastrat, benaürat, satisfach; Old English: ġesǣliġ; Old Turkic: 𐰴𐰆𐱃𐰞𐰆𐰍; Ottoman Turkish: قوتلو; Polish: szczęśliwy; Portuguese: feliz; Romanian: norocos; Russian: удачный, счастливый; Serbo-Croatian Cyrillic: срећан, сретан; Roman: srećan, sretan; Slovak: šťastný; Slovene: srečen; Spanish: afortunado, feliz; Swedish: gynnsam, lyckad; Tagalog: masaya, suwerte; Telugu: అదృవ్ష్టవంతమైన; Turkish: şanslı, kutlu; Vietnamese: sướng, sung sướng, may, may mắn, hạnh phúc