δαίμων

From LSJ
Revision as of 14:08, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίμων Medium diacritics: δαίμων Low diacritics: δαίμων Capitals: ΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: daímōn Transliteration B: daimōn Transliteration C: daimon Beta Code: dai/mwn

English (LSJ)

ονος, voc.

   A δαίμων S.OC1480 (lyr.), δαῖμον Theoc.2.11, ὁ, ἡ, god, goddess, of individual gods or goddesses, Il.1.222, 3.420, etc.; δαίμονι ἶσος 5.438; ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων, of Φιλίη and Νεῖκος, Emp. 59.1 :—but more freq. of the Divine power (while θεός denotes a God in person), the Deity, cf. Od.3.27; πρὸς δαίμονα against the Divine power, Il.17.98; σὺν δαίμονι by its grace, 11.792; κατὰ δαίμονα, almost, = τύχῃ, by chance, Hdt.1.111; τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67; ἄμαχος δ., i. e. Destiny, B.15.23: in pl., ὅτι δαίμονες θέλωσιν, what the Gods ordain, Id.16.117; ταῦτα δ' ἐν τῷ δ. S. OC1443; ἡ τύχη καὶ ὁ δ. Lys. 13.63, cf.Aeschin.3.111; κατὰ δαίμονα καὶ συντυχίαν Ar.Av.544.    2 the power controlling the destiny of individuals: hence, one's lot or forlune, δτυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δ. Od.5.396, cf. 10.64; δαίμονος αἶσα κακή 11.61; δαίμονα δώσω I will deal thee fate, i.e. kill thee, I1.8.166; freq. in Trag. of good or ill fortune, ὅταν ὁ δ. εὐροῇ A.Pers.601; δ. ἀσινής Id.Ag.1342 (lyr.); κοινός Id.Th.812; γενναῖος πλὴν τοῦ δαίμονος S.OC76; δαίμονος σκληρότης Antipho 3.3.4; τὸν οἴακα στρέφει δ. ἑκάστῳ Anaxandr.4.6; personified as the good or evil genius of a family or person, δ. τῷπλεισθενιδῶν A.Ag.1569, cf. S.OT1194 (lyr.); ὁ ἑκάστου δ. Pl.Phd.107d, cf. PMag.Lond.121.505, Iamb.Myst.9.1; ὁ δ. ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν λελογχώς Lys.2.78; ἅπαντι δ. ἀνδρι συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου Men.16.2 D.; δ. ἀλάστορες Id.8D.; ὁ μέγας [τοῦ Καίσαρος] δ. Plu.Caes.69; ὁ σὸς δ. κακός ibid.; ὁ βασιλέως δ. Id.Art.15; ἦθος ἀνθρώπῳ δ. Heraclit.119; Ξενοκράτης φησὶ τὴν ψυχὴν ἑκάστου εἶναι δ. Arist.Top.112a37.    II δαίμονες, οἱ, souls of men of the golden age, acting as tutelary deities, Hes.Op. 122, Thgn.1348, Phoc.15, Emp.115.5, etc.; θεῶν, δ., ἡρώων, τῶν ἐν Ἅιδου Pl.R.392a: less freq. in sg., δαίμονι δ' οἷος ἔησθα τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον Hes.Op.314; τὸν τὲ δ. Δαρεῖον ἀγκαλεῖσθε, of the deified Darius, A.Pers.620; νῦν δ' ἐστὶ μάκαιρα δ., of Alcestis, E.Alc.1003 (lyr.), cf.IG12(5).305.5 (Paros): later, of departed souls, Luc.Luct.24; δαίμοσιν εὐσεβέσιν, = Dis Manibus, IG14.1683; so θεοὶ δ., ib.938, al.: also, ghost, Paus.6.6.8.    2 generally, spiritual or semi-divine being inferior to the Gods, Plu.2.415a, al., Sallust.12, Dam.Pr.183, etc.; esp. evil spirit, demon, Ev.Matt.8.31, J.AJ8.2.5; φαῦλοι δ. Alex.Aphr.Pr.2.46; δαίμονος ἔσοδος εἰς τὸν ἄνθρωπον, Aret.SD1.4; πρᾶξις ἐκβάλλουσα δαίμονας PMag.Par.1227.    3 ἀγαθὸς δ. the Good Genius to whom a toast was drunk after dinner, Ar.V.525, Nicostr.Com.20, D.S.4.3, Plu.2.655e, Philonid. ap. Ath.15.675b, Paus.9.39.5, IG12(3).436 (Thera), etc.; of Nero, ἀ. δ. τῆς οἰκουμένης OGI666.3; of the Nile, ἀ. δ. ποταμός ib.672.7 (i A.D.); of the tutelary genius of individuals (supr. 1), ἀ. δ. Ποσειδωνίου SIG1044.9 (Halic.): pl., δαίμονες ἀ., = Lat. Di Manes, SIG1246 (Mylasa): Astrol., ἀγαθός, κακός δ., names of celestial κλῆροι, Paul.Al.N.4, O.1, etc. (Less correctly written Ἀγαθοδαίμων, q.v.).    B = δαήμων, knowing, δ. μάχης skilled in fight, Archil.3.4. (Pl. Cra.398b, suggests this as the orig. sense; while others would write δαήμονες in Archil., and get rid of this sense altogether; cf. however αἵμων. More probably the Root of δαίμων (deity) is δαίω to distribute destinies;; cf. Alcm.48.)

German (Pape)

[Seite 515] ονος, ὁ, ἡ, Gott, Göttin; nach Plat. Crat. 398 b u. anderen Alten von δαήμων, kundig, wie Ar. chil. frg. 50 sagt δαίμονές εἰσι μάχης; nach Anderen von δαίω, theilen, als Vertheiler der Lebensloose; = θεός, vgl. Il. 1, 222. 3, 420. 19, 188; so auch Tragg. Am gewöhnlichsten bei Hom. göttliches Wesen, wo man keinen bestimmten Gott nennen kann, u. doch aus Erscheinungen u. Ereignissen auf eine übermenschliche wirkende einem θεός zuschreibt; στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, eine verderbliche Gottheit fiel ihn mit Krankheit an, Od. 5, 396 (vgl. Soph. Ai. 1194); κακὸς δαίμων 10, 64; Verhängniß, Schicksal, bes. Unglück; δαίμονος αἶσα κακή Od. 11, 61; πρὸς δαίμονα, gegen das Geschick, Il. 17, 98; σὺν δαίμονι 11, 792, mit Gottes Hülfe, wie κατὰ δαίμονα Hippocr. – Unhomerisch Iliad. 8, 166 πάρος τοι δαίμονα δώσω, ich werde dir ein böses Geschick verhängen, dir den Tod geben: Scholl. Didym. vs. 166 δαίμονα δώσω: Ζηνόδοτος πότμον ἐφήσω; Scholl. Aristonic. vs. 164 ἀθετοῦνται στίχοι τρεῖς, ὅτι εὐτελεῖς εἰσι τῇ κατασκευῇ, καὶ τὸ »πάρος τοι δαίμονα δώσω« τελείως ἐστὶν οὐ κατὰ τὸν ποιητήν· ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ λεγόμενα τοῐς προσώποις; Scholl. Didym. vs. 164 (ἄλλως.) τούτους καὶ Ἀριστοφάνης ἠθέτησεν. – Aehnlich wie Homer auch die Tragg.: ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; ἀλάστωρ κακὸς δαίμων 346; δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπιτνών Ag. 1148; geradezu Unglück, Spt. 794; Glück, Pers. 811; ὠμὸς δ. Soph. O. R. 828; πλὴν τοῦ δαίμονος, außer dem Unglück, der Blindheit, O. C. 76; u. sonst; δαιμόνων κατάστασις, Zustand des Glücks, Eur.; κατὰ δαίμονα, durch Zufall, zufällig, Her. 1, 111, wie Dem. κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα 48, 24; κατὰ δαίμονα καὶ κατὰ συντυχίαν ἀγαθὴν ἥκεις Ar. Av. 544; σκέψασθε τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην Aesch. 3, 115; vgl. 157; Dem. öfter; Plat. τύχην καὶ δαίμονας Rep. X, 619 c. Aehnl. δαίμονος τύχη Pind. Ol. 8, 67; Eur. Hipp. 832. – Neben θεός stehend bedeutet es untergeordnete Gottheiten, vgl. Plat. Legg. V, 738 d τοῖς δὲ μέρεσιν ἑκάστοις θεὸν ἢ δαίμονα ἢ καί τινα ἥρωα ἀποδοτέον, wie Rep. III, 342 a; Apol. 27 d εἰ δ' αὖ οἱ δαίμονες θεῶν παῖδές εἰσι νόθοι; Legg. VIII, 848 d θεῶν καὶ τῶν ἑπομένων θεοῖς δαιμόνων. – Im N. T. u. K. S. böser Geist, Teufel. – Nach Hes. O. 121 sind δαίμονες Menschenseelen aus dem goldenen Zeitalter, die zwischen Himmel u. Erde sich aufhalten, die Thaten der Menschen beobachten u. sie beschirmen, ein Mittelglied zwischen Menschen u. Göttern; Plat. Phaed. 107 Schutzgeister; ἀγαθῷ δαίμονι wurde am Ende der Mahlzeit getrunken; ἡ τἀγαθοῦ δαίμονος φιάλη Xenarch. Ath. XV, 693 b; δαίμονος ἀγαθοῦ μετάνιπτρον Antiphan. ib. XI, 486 f. – Seelen der Abgeschiedenen, Luc. Luct. 24; auch im sing., Geist, Schatten, Aesch. Pers. 620; Eur. Alc. 1003.

Greek (Liddell-Scott)

δαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, θεός, θεότης, ἐν χρήσει ὡς τὸ θεὸς καὶ θεὰ ἐπὶ ἑκάστου τῶν θεῶν κατ’ ἰδίαν, Ἰλ. Α. 222., Γ. 420, κτλ.· ἐναλλασσόμενον πρὸς τὸ θεὸς ἐν Ὀδ. Ζ. 172, 174., Φ. 196, 201· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., κτλ.· -ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ συνηθέστατα ἐπὶ τῆς θείας δυνάμεως (ἐνῷ τὸ θεὸς δηλοῖ θεότητα ἐν προσώπῳ), ἡ θεότης, τὸ θεῖον, Λατ. numen, πρβλ. Ὀδ. Γ. 27· πρὸς δαίμονα, ἐναντίον τῆς θείας δυνάμεως, Ἰλ. Ρ. 98· σὺν δαίμονι, μετ’ αὐτοῦ, τῇ βοηθείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐννοίᾳ, Λ. 792· -οὕτω βραδύτερον, κατὰ δαίμονα, σχεδὸν =τύχῃ, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, Ἡρόδ. 1. 111· ταῦτα δ’ ἐν τῷ δ. =θεῶν ἐν γούνασι, Σοφ. Ο. Κ. 1443· συναπτόμενον τῷ τύχη, Λυσ. 135. 33, Αἰσχίν. 69. 38· τῷ συντυχία, Ἀριστοφ. Ὄρν. 544· -περὶ τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος ἴδε ἐν λ. ἀγαθός ΙΙ. 4. 2) ὁ δαίμων τινὸς ἤτοι τὸ προστατεῦον πνεῦμα, ἑπομένως =ἡ τύχη τινός, ὁ κλῆρος αὐτοῦ, στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων Ὀδ. Ε. 396, πρβλ. Κ. 64· δαίμονος αἶσα κακὴ Λ. 61· δαίμονι δώσω, ὃ ἐ. θά σε φονεύσω, Ἰλ. Θ. 166· καὶ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης· ἐπὶ καλῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158, 601, Ἀγ. 1342, κτλ.· συχνότερον ἐπὶ κακῆς, ὁ αὐτ. Θήβ. 705, 812, κτλ.· γενναῖος πλὴν τοῦ δαίμονος Σοφ. Ο. Κ. 76· δαίμονος σκληρότης Ἀντιφῶν 122. 44· τὸν οἴακα στρέφει δ. ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. Ἀγχ. 1· ἅπαντι δ. ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18· ἰδίως ἐπὶ τοῦ κακοῦ δαίμονος οἰκογενείας τινὸς, δ. τῷ Πλεισθενιδῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1569, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1194. ΙΙ. δαίμονες ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121, εἶναι αἱ ψυχαὶ τῶν τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων, αἵτινες καὶ ἐνεργοῦσιν ὡς προστάτιδες θεότητες ἢ φύλακες, Λατ. lares, lemures, genii, πρβλ. Θέογν. 1348, Φωκυλ. 15 Bgk., Πλάτ. Φαίδωνι 108B, κτλ.· θεῶν μὲν παῖδες, θεοὶ δὲ οὐ Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 2. Οὗτοι ἀπετέλουν τὸν κρίκον τὸν συνδέοντα τοὺς θεοὺς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· σπανίως καθ’ ἑνικ., δαίμονι δ’ οἷος ἔησθα τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 312· τὸν δὲ δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε, ἐπὶ τοῦ θεοποιηθέντος Δαρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 620· νῦν δ’ ἐστὶ μάκαιρα δ., ἐπὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἀλκ. 1003. Ἐντεῦθεν ὅταν ἀναφέρωνται δαίμονες καὶ θεοὶ ὁμοῦ, οἱ δαίμονες εἶναι θεότητες κατωτέρας τάξεως (πρβλ. δαιμόνιον ΙΙ)· σημειωτέον δὲ ἐνταῦθα ὅτι τὸ θεὸς οὐδέποτε κεῖται ἀντὶ τοῦ δαίμων, εἰ καὶ τὸ δαίμων κεῖται ἀντὶ τοῦ θεός, ἴδε σημασ. Ι. –Παρὰ μεταγεν., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώτων, Λατ. manes, lemures, Λουκ. Πένθ. 24· δαίμοσιν εὐσεβέσιν Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 607. ΙΙΙ. ἐν τῇ Κ. Δ. =πονηρὸν πνεῦμα, διάβολος. Β. =δαήμων, γινώσκων, ἔμπειρος, δ. μάχης, ἔμπειρος τῆς μάχης, Ἀρχίλ. 4. 4. Ὁ Πλάτ. ἐν Κρατ. 398B, προτείνει αὕτη νὰ θεωρηθῇ ὡς ἡ πρώτη σημασία· ἐνῷ ἕτεροι προτείνουσι τὴν γραφὴν δαήμονες παρ’ Ἀρχιλ., καὶ νὰ ἀπαλλαχθῶμεν ὅλως τῆς τοιαύτης σημασίας· πρβλ. ὅμως τὴν λ. αἵμων. Πιθανώτερον ἡ ῥίζα τοῦ δαίμων (θεότης) εἶναι δαίω, διαμοιράζω τὰς τύχας· πρβλ. Ἀλκμᾶνα 48.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
I. 1 dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l’assistance des dieux, par la faveur des dieux ; de même κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος τύχη EUR la fortune, le hasard;
2 destin, sort ; en b. part heureux destin, bonheur, chance ; d’ord. en mauv. part destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα δώσω IL je te donnerai ton destin, càd la mort;
II. après Hom. οἱ δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;
III. p. ext. :
1 âme d’un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;
2 génie attaché à chaque homme, à une cité, etc. et qui personnifie en qqe sorte son destin.
Étymologie: pê de δαίομαι, partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d’autres, de δαῆναι, savoir, ou de la R. ΔιϜ, briller, d’où Διός, etc. -- DELG δαίομαι.

English (Autenrieth)

ονος. divinity, divine power; sometimes equivalent to θεός, but esp. of the gods in their dealings with men, Il. 3.420 ; σὺν δαίμονι, ‘with the help of God,’ κακὸς δαίμων, δαίμονος αἶσα κακή, etc.; hence freq. ‘fate,’ ‘destiny,’ πάρος τοι δαίμονα δώσω, thydeath,’ Il. 8.166.