ἀνάξιος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(A), ον, also α, ον freq. in Att.: I of persons, unworthy, not deemed or held worthy; ἀνάξιον σοῦ too good for thee, S.Ph.1009: also c. inf., ἀ. γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν undeserving in the eyes of all to suffer, S.OC1446; νικᾶν Pl.Prt.356a. 2 abs., worthless, despicable, Hdt.7.9, S.Ph.439, etc.; ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία Id.El. 189 (lyr.). Adv. -ίως Id.Aj.1392, etc. 3 undeserving of evil, Id.Ant.694, E.Heracl.526, Th.3.59. II of things, undeserved, ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες Hdt.1.73, cf. 114, Lys.21.25, Pl.Cri. 53e: also abs., ἀνάξια παθεῖν E.IA852, al., Pl.Tht.184a. Adv. -ίως, ἐφθάρησαν ἀ. ἑωυτῶν Hdt.7.10.έ. 2 unworthy, πολλὰ καὶ ἀ. ἐμοῦ Pl.Ap.38e. 3 worthless, τὸ ἀ. ἀκερδές Id.Hipparch.231e.
ἀνάξιος (B), ον, (ἄναξ)
A kingly, royal, Sch.Il.23.630.
German (Pape)
[Seite 200] (fem. auch ἀναξία, f. Heind. zu Plat. Prot. 356 a u. Stallbaum u. Lob. Phryn. 106), unwürdig, sowohl act., nicht verdienend, als pass., unverdient, τινός, Soph. Phil. 997; Plat. Apol. 38 e u. öfter; – c. inf., Soph. O. C. 1448; ἀναξίων ὄντων νικᾶν Plat. Prot. 355 e. – Absol. tadelt es immer: unwerth, nichtswürdig, Soph. Phil. 437; Her. 7, 9; ἄνθρωποι ἀνάξιοι Plat. Gorg. 523 c; ἀνάξια παθεῖν, Unverdientes, Ungebührliches leiden, Theaet. 184 a, u. so auch Sp. – Adv. ἀναξίως, auf unwürdige od. unverdiente Weise, Soph. Phil. u. oft in Prosa. königlich, von ἄναξ, Schol. Ven. Il. 23, 630.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάξιος: -ον, ὡσαύτως, συχν. παρ’ Ἀττ. -α, ον. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀνάξιος, ὁ μὴ θεωρούμενος ἄξιος, μετὰ γεν. ἀν. σφέων αὐτῶν ἑαυτοῦ Ἡρ. 1. 73, 114· ἀνάξιον σοῦ, ὑπέρτερον τῆς σῆς ἀξίας, ἀντιτίθεται δὲ τῷ κατάξιος, ὡς: ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ’ ἐμοῦ Σοφ. Φιλ. 1009· ἀν. ἐμοῦ, ἀνάρμοστα, Πλάτ. Ἀπολ. 38E, κτλ.: - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν, κατὰ τὴν κρίσιν πάντων ἀναξίως (ἀδίκως) δυστυχεῖτε, Σοφ. Ο. Κ. 1446· νικᾶν Πλάτ. Πρωτ. 356A: - Ἐπίρρ., ἐφθάρησαν ἀναξίως, ἑωυτῶν Ἡρόδ. 7. 10, 5. 2) ἀπο., ἀνάξιος, μὴ ἔχων ἀξίαν, εἰς οὐδὲν χρήσιμος, ἄξιος καταφρονήσεως, «τιποτένιος», αὐτόθι 7. 9, Σοφ. Φ. 439, κτλ.· ἀλλ’ ἀπερεί τις ἔποικος ἀναξία οἰκονομῶ θαλάμους πατρὸς ὁ αὐτ. Ἠλ. 189: - Ἐπίρρ. - ίως ὁ αὐτ. Αἴ. 1432 καὶ ἀλλ. 3) ὅστις δὲν εἶναι πρέπον ἢ δίκαιον νὰ πάθῃ κακόν τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 694, Εὐρ. Ἡρακλ. 526, Θουκ. 3. 59. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, παρ’ ἀξίαν, πρᾶγμα τοῦ ὁποίου δὲν εἶναί τις ἄξιος, ἀνάξια παθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 852, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 184Α· ἀν. παθεῖν τῶν ὑπηργμένων Λυσ. 164. 7. 2) τὸ ἄνευ ἀξίας μηδεμίαν ἀξίαν ἔχον· τὸ ἀν. ἀκερδὲς Πλάτ. Ἵπαρχ. 231E.
French (Bailly abrégé)
1ος ou α, ον :
I. indigne de, non mérité par, immérité :
1 en mauv. part παθοῦς ἀνάξια EUR ayant souffert un traitement indigne;
2 en b. part παῖδα ἀνάξιον σοῦ SOPH fils indigne de toi (càd trop généreux pour toi, tel que tu ne mérites pas);
II. qui ne mérite pas de :
1 en mauv. part indigne, méprisable;
2 en b. part ἀνάξιος δυστυχεῖν SOPH qui ne mérite pas d’être malheureux.
Étymologie: ἀ, ἄξιος.
Spanish (DGE)
-ον real, de reyes ἀγῶνες Sch.Bek.Il.23.630.
-ον
• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον]
I de pers.
1 abs. indigno, despreciable, inferior οἱ κακοί ... ἐς τὰς τιμὰς ὁκόσῳ ἂν μᾶλλον ἀνάξιοι ἐόντες ἴωσι Democr.B 254, ἀ. φώς S.Ph.439, ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία como una extranjera sin ningún derecho S.El.189, cf. Hdt.7.9, εἴ τις ἄρ' ἐστίν ἀνάξιος D.20.138
•subst. ὁ ἀ.: χρὴ ... τῷ δὲ ἀναξίῳ μῶμον ἐπιτιθέναι Gorg.B 11.1, καταδουλοῦσθαι τοὺς ἀναξίους Arist.Pol.1333b40, ὑφ' οὕτως ἀναξίων ὑβριζομένους Plb.15.26.10.
2 c. constr. que no merece, no merecedor c. inf. νικᾶν Pl.Prt.356a, ἀνάξιος ἦν υἱὸς εἰσποιηθῆναι Θρασυλόχῳ Isoc.19.36, ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν todos (piensan) que no merecéis sufrir S.OC 1446
•c. gen. de abstr. ἔρωτος Theoc.23.20, ζωῆς Ep.Diog.9.1, πολιτείας D.C.60.17.5
•c. gen. de pers. παῖδα ... ἀνάξιον μὲν σοῦ un niño que no te mereces S.Ph.1009.
II de abstr. y neutros
1 inmerecido, indigno abs. παθοῦσ' ἀνάξια E.IA 852, ἀνάξι' ἂν πάθοι Pl.Tht.184a, ἀ. κακοπραγίαι, ἀ. εὐπραγίαι Arist.Rh.1386b9, c. gen. ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες Hdt.1.73, cf. 114, Lys.21.25, Pl.Cri.53e, Is.3.27, Plu.2.190d, 229b.
2 sin valor, inútil σπουδή Pl.Euthd.304e, τὸ μὲν ἄξιον ... κερδαλέον ἐστὶν ... τὸ δέ ἀ. ἀκερδές Pl.Hipparch.231e.
3 impropio ἔργον ἀ. τῆ[ς] ... παιδείας PGrenf.2.78.7 (IV d.C.).
III adv. -ως
1 indignamente τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀ. S.Ai.1392, ἀ. λεγομένων cosas dichas en forma indigna Pl.R.388d, τοῖς ἀ. πράττουσι Arist.Rh.1386b13, ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον ἢ πίνῃ ... ἀ. 1Ep.Cor.11.27.
2 inmerecidamente c. gen. ἐφθάρησαν ἀ. ἑωυτῶν perecieron en forma que no merecían Hdt.7.10ε, abs. τοῖς ἀ. μὲν δυστυχοῦσιν Isoc.11.1.