ἰδού
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
German (Pape)
[Seite 1238] als adv., sieh, sieh da! wenn man Einem Etwas darreicht, ἰδοὺ δέχου παῖ Soph. Phil. 765; vgl. Ar. Pax init., wo der Aufforderung αἶρ' αἶρε μᾶζαν entspricht ἰδού, da hast du es, u. δὸς μᾶζαν ἑτέραν, ἰδοὺ μάλ' αὖθις; vgl. φέρ' ἴδω, τί ἄρ' ἔνεστιν αὐτόθι · δός μοι τὸ ποτήριον, ἰδού Ar. Equ. 121; – ἰδού, θεᾶσθε πάντες Soph. Tr. 1068; ἰδοὺ ὑμῖν, ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θεάματος Plat. Rep. IV, 440 a; – ein einzelnes Wort höhnisch hervorhebend; Ar. Equ. 85 sagt Einer μὰ Δί' ἀλλ' ἄκρατον οἶνον, worauf der Andere bemerkt ἰδού γ' ἄκρατον, ei sieh doch reinen Wein! Nub. 873 Par 196 u. öfter bei Ar. u. a. Comic.
French (Bailly abrégé)
interj.
voici, voilà :
1 pour offrir ou recevoir qch ἰδού δέχου, παῖ SOPH voilà ! prends, mon enfant;
2 pour avertir ἰδού, θεᾶσθε πάντες SOPH tenez ! regardez, tous ! ἰδού, δοῦπον αὖ κλύω τινά SOPH voici que j’entends encore un bruit.
Étymologie: cf. ἰδοῦ.
English (Abbott-Smith)
ἰδού, [in LXX chiefly for הִנֵּה,] prop. imperat. 2 aor. mid. of ὁράω, used as a demonstrative particle, with frequency much greater in LXX and NT than in cl. (v. M, Pr., 11),
lo, behold, see: Mt 10:16 11:8 13:3, Mk 3:32, Lk 2:48, I Co 15:51, Ja 5:9, Ju 14, Re 1:7, al.; after gen. absol., Mt 1:20 2:1, 13 12:46, al.; καὶ ἰδού, Mt 2:9 (and freq.), Lk 1:20 10:25, Ac 12:7, al.; in elliptical sentences, taking the place of copula or predicate (like הִנֵּה in Heb.), Mt 3:17, Lk 5:12 22:31, 47 Ac 8:27, 36 al.
English (Strong)
second person singular imperative middle voice of εἴδω; used as imperative lo!; --behold, lo, see.
English (Thayer)
a demonstrative particle (in Greek writings from Sophocles down), found in the N. T. especially in the Gospels of Matthew and of Luke , used very often in imitation of the Hebrew הִנֵּה, and giving a peculiar vivacity to the style by bidding the reader or hearer to attend to what is said: "Behold! See! Lo!" It is inserted in the discourse after a genitive absolutely, καί ἰδού is used, when at the close of a narrative something new is introduced, R G L Tr brackets),καί ἰδίου ζῶμεν, and nevertheless we live), cf. ἰδού is the exclamation of one pointing out something, WH here in marginal reading only); T Tr WH ἴδε); ); in other places it is equivalent to observe or consider: καί ἰδού, ἰδού γάρ, ἰδού where examples are adduced: הִנְנִי, so that it includes the copula: here I am: ἰδού is inserted in the midst of a speech, WH marginal reading Ἰδού (see the commentaries)); הִנֵּה, ἰδού and καί ἰδού stand before a nominative which is not followed by a finite verb, in such a way as to include the copula or predicate (cf. Buttmann, 139 (121 f)): e. g., was heard, Isaiah , is or was here, exists, etc., L T Tr WH, 41; R G L; R G add ἦν); , 27 R G); L); is approaching, G L T Tr WH ( adds ἔρχεται); but also in such a way as to have simply a demonstrative force: Luke 7:34.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδού)
(ως δεικτ. μόριο)
1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ»)
2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» — δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι
αρχ.
(χλευαστικά) αλήθεια («ἰδού γε κλέπτειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο που προέκυψε από τον τ. ἰδοῡ, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. ὁρῶ: ἰδοῡ < θ. ἰδ- του ὁρῶ, πρβλ. ἰδ-εῑν, ἰδ-έα, + -οῡ < κατάλ. προστ. -εσο, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- και συναίρεση τών φωνηέντων -ε- και -ο- (πρβλ. γεν-οῡ-, βαλ-οῡ). Ως δεικτ. στοιχείο ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή ἰδού (με οξεία) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. (πρβλ. ιδού εγώ)].