μηρός

From LSJ
Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηρός Medium diacritics: μηρός Low diacritics: μηρός Capitals: ΜΗΡΟΣ
Transliteration A: mērós Transliteration B: mēros Transliteration C: miros Beta Code: mhro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A thigh, φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ drawing his sword from his thigh, where it hung, Il.1.190, cf. Od.11.231, al.; μηρὼ πληξάμενος, in sign of vehement agitation, Il.16.125; ἐπαίσατο τὸν μηρόν X.Cyr.7.3.6; τύπτειν Plb.15.27.11; τὸν μ. ἀλοῆσαι Plu.TG2; ἐπὶ μηρόν τινος beside it, LXX 4 Ki.16.14: in pl., Alc.Supp.11.6, A. Fr.135, 136.    2 thigh-bone, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.305, cf. Hp.Art.57, Gal.18(2).472; esp. of thigh-bones with flesh offered in sacrifice, μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460, al. (cf. μηρία) ; καταρρυεῖς μ. καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς S.Ant.1011; θεοῖσι μηρὸν θύετε Eub.130; τίθεσο τὼ μηρὼ λαβών Ar.Pax1039.    3 generally, leg-bones, κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103. (Cf. OIr. mīr 'piece', Lat. membrum, from mēmsro-, Skt. māmsám 'meat'.)

German (Pape)

[Seite 177] ὁ, der obere fleischige Theil des Schenkels bei Menschen u. Thieren, vgl. Il. 5, 305, ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, das Hüftgelenk, wo sich der Schenkel in der Hüfte dreht; φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, das Schwert von der Seite des Schenkels, an dem es herabhängt, ziehen, 1, 190, μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες, 4, 146, oft bei Angabe der Wunden erwähnt; παχύς, 16, 473; vgl. noch Od. 8, 135 φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστιν, μηρούς τε κνήμας τε, u. μηρὼ πληξάμενος 16, 125; μηρὸν παίσασθαι Xen. Cyr. 7, 3, 6; Pol. 15, 27, 11; Plut. Fab. 12. – Von Thieren bei Hom. nur in der Vrbdg μηρούς τ' ἐξέταμον, Il. 1, 460, wo es die Schol. auf Knochen deuten, 2, 423 Odyss. 12, 360, sie schnitten beim Opfer die Schenkel aus; vgl. μηρίον u. Soph. Ant. 998, vom Opfer, καταῤῥυεῖς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς. – Schenkel sind μηροί bei Aesch. frg. 121. 128; so Eur. κατὰ μηρῷ καλύψας, Bacch. 96, öfter, wie μηροῖς γυμνοῖσι, Andr. 599; τὸν μηρὸν ἔδει προβαλέσθαι τοὺς παῖδας, Ar. Nubb. 960, die Schenkel vor-, ausstrecken, wie τὼ μηρὼ ξυνέχειν, 953; Her. 3, 103 Schenkelmuskel, κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα; μηρῶν καὶ κνημῶν vrbdt Plat. Tim. 74 e; Sp.; τὸν μηρὸν πατάξας Pol. 39, 2, 8, wie τύπτων 15, 27, 11; a. Sp., ὁ μηρὸς πατασσέσθω Luc. Rhet. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μηρός: -οῦ, ὁ, τὸ «μηρί», Λατ. femur, παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων: ἀκριβῶς περιγράφεται ἐν Ἰλ. Ε. 305, κατ’ ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κατὰ τὸν ἁρμὸν τοῦ ἰσχίου καὶ ὅπου ὁ μηρὸς στρέφεται ἐν τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου· συχνὸν ἐν ταῖς φράσεσι, φάσγανον ἢ ἀορ. ἐρυσσάμενος, σπασσάμενος παρὰ μηροῦ, ἑλκύσας τὸ ξίφος ἀπὸ τοῦ μηροῦ, ὅπου ἐκρέματο, Ἰλ. Α. 190· μηρὼ πληξάμενος, εἰς ἔνδειξιν σφοδρᾶς ταραχῆς, Π. 125· οὕτως, ἐπαίσατο τὸν μηρὸν Ξεν. Κύρ. 7. 3, 6· τύπτειν, πατάσσει Πολύβ. 15. 27, 11, κτλ. 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ ζῴων, μόνον ἐν τῇ φράσει: μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε ἐν λέξ. μηρία)· παρ’ Ἡροδ. 3. 103, καθόλου, τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν, κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα· - πληθ., μηροὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ μηρία παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 1011· δυϊκ. μηρὼ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. cuisse : μηρῷ πληξάμενος IL s’étant frappé les deux cuisses, comme signe d’un trouble violent;
II. οἱ μηροί :
1 os des cuisses;
2 articulations des jambes (d’un chameau).
Étymologie: DELG lat. membra de *memsra de *mesra.

English (Autenrieth)

ham, upper part of the thigh; μηρὼ πλήσσεσθαι, to ‘smite the thighs,’ a gesture indicative of surprise or other excitement, Il. 12.162, Il. 16.125; of victims, μηροὺς ἐξέταμον, i. e. cut out the μηρία from the μηροί, Α , Od. 12.360.

English (Strong)

perhaps a primary word; a thigh: thigh.

English (Thayer)

μηροῦ, ὁ, the thigh: Homer down; the Sept. for יָרֵך.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μηρός, Μ καί μῆρος)
το τμήμα του κάτω άκρου το οποίο εκτείνεται από το ισχίο ή τη λεκάνη ώς το γόνατο
νεοελλ.
το ίδιο τμήμα στα πίσω άκρα τών ζώων
αρχ.
1. το οστό του μηρού
2. τα οστά της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mēms-ro- (με σίγηση του -s- προ του -r-) < ΙΕ ρίζα mē(m)s- «κρέας». Το αρχαιότερο περιληπτ. ουσ. μῆρα (πρβλ. κύκλος, -/-α) αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. membra «μέλη του σώματος» (< IE mē(m)s-r-a). Η λ. μηρός συνδέεται με αρχ. ιρλδ. mir «κομμάτι κρέας» και με λ. της ΙΕ οικογ. με σημ. «κρέας», πρβλ. αρχ. ινδ. māmsa- και mās, γοτθ. minz, αρμ. mis, αρχ. σλαβ. męso, τοχαρ. Β' misa. Ο μσν. τ. μῆρος με αναβιβασμό του τόνου προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών.
ΠΑΡ. μηρί(ον), μηριαίος
αρχ.
μηρίζω
νεοελλ.
μερί, μηρικός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μηροκήλη
αρχ.
μηροκαυτώ, μηροτραφής, μηροτυπής
μσν.
μηρόκλαστος
νεοελλ.
μηραλγία, μηροϊγνυακός. (Β' συνθετικό) αρχ. άμηρος, έμμηρος, εύμηρος, καλλίμηρος, σύμμηρος, φιλόμηρος.

Greek Monotonic

μηρός: -οῦ, ὁ,
1. μηρός, μπούτι, Λατ. femur, σε Όμηρ.
2. στον πληθ. μηρία, σε Όμηρ., Σοφ.
3. στον πληθ. επίσης, γενικά, τα οστά του μηρού, σε Ηρόδ.