ὠρύομαι

From LSJ
Revision as of 06:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρύομαι Medium diacritics: ὠρύομαι Low diacritics: ωρύομαι Capitals: ΩΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ōrýomai Transliteration B: ōryomai Transliteration C: oryomai Beta Code: w)ru/omai

English (LSJ)

[ῡ], fut.

   A -ύσομαι LXX Ho.11.10: aor. ὠρῡσάμην Pi.O.9.109:—Ion. and poet. Verb, very rarely used in Att. (v. infr.), howl, prop. of wolves and dogs, Call.Fr.423, Theoc.2.35, Coluth. 116, D.S.1.87; of lions, roar, A.R.4.1339; of animals generally, Plu.2.973a, LXX Wi.17.19; ὄρθιον ὤρυσαι Pi.l.c., cf. LXX Ps.37(38).9; of primitive folk, either in mourning, Hdt.3.117, or in joy, Id.4.75; ὥσπερ ἀπόπληκτοι . . ὠρύονται Pl.Com.130; of the sea, D.P.83.    II trans., howl over, τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠ. Theoc.1.71; ὠ. ἐπί τινι Luc.DMort.10.13.—The Act. only in AP11.31 (Antip., dub.l.), Suid. (Skt. rauti (pl. ruvanti), ruváti 'bellow', Lat. ru-mor, Slav. rev-ą, raju-ti.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠρύομαι: [ῡ], ἀόρ. ὠρῡσάμην· ἀποθ.· - Ἰων. καὶ ποιητικ. ῥῆμα λίαν σπανίων ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. (ἴδε κατωτέρω), «οὐρλιάζω», κυρίως ἐπὶ λύκων καὶ κυνῶν, Θεόκρ. 2. 34, Κόλουθ. 116, Διόδ. 1. 87, πρβλ. ὠρυγὴ καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙ· -ὡσαύτως ἐπὶ λεόντων, βρυχῶμαι, Λατ. rugire, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1339, Καλλ. Ἀποσπ. 423, Πλούτ., κτλ.· ἐπὶ ζῴων καθόλου, ὁ αὐτ. 1. 973Α, Ἑβδ.· -ἐπὶ ἀνθρώπων, ὄρθιον ὤρυσαι Πινδ. Ο. 9. 163· ἐπὸ ἀγρίων ἀνθρώπων εἴτε πενθούντων, Ἡρόδ. 3. 117, εἴτε χαιρόντων, ὁ αὐτ. 4. 75· οὕτως, ὥσπερ ἀπόπληκτοι.. ὠρύονται Πλάτων Κωμικ. ἐν «Σκευαῖς» 1· τέλος ἐπὶ θαλάσσης, Διονύσ. Περιηγ. 83, Ἀνθ. Παλατ. 11. 31. ΙΙΙ μεταβ., μετὰ ὠρυγμῶν κλαίω τινά, τῆνον μὲν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρ. Θεόκρ. 1. 71· οὕτως, ὠρ. ἐπί τινι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 13· περί τινα Βίων 1. 18. -Τὸ ἐνεργ. μόνον ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χρησμ. Σιβ. 8. 340, καὶ Σουΐδ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λ. ὠρυθμός, ὠρυγή, ὠρυγμός, -μα, ὀρυμαγδός, ὀρύεται (= ὑλακτεῖ, Ἡσύχ.)· Σανσκρ. ru, râu-mi (rudo), vi-ru, (ululare) Λατιν. ru-mor, ra-viw, rau-cus· Σλαυ. rev-a, ἀπαρέμφ. rju-ti (μυκᾶσθαι).)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. et ao. ὠρυσάμην;
hurler en parl. de loups, de lions ; p. anal. :
1 pousser des hurlements de douleur : ἐπί τινι, τινά, au sujet de qqn;
2 pousser des cris de joie véhéments.
Étymologie: R. Ῥυ, gronder ; cf. lat. rumor, ravis, raucus.

English (Slater)

ὠρῡομαι
   1 shout ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) (O. 9.109)

English (Strong)

middle voice of an apparently primary verb; to "roar": roar.

English (Thayer)

deponent middle; the Sept. for שָׁאַג; to roar, to howl, (of a lion, wolf, dog, and other beasts): Theocritus, Plato, others); of men, to raise a loud and inarticulate cry: either of grief, Herodotus 3,117; or of joy, id. 4,75; to sing with a loud voice, Pindar Ol. 9,163.

Greek Monolingual

ὠρύομαι, ΝΑ
1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω
2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι
2. (για την θάλασσα) παφλάζω άγρια
3. (μτβ.) θρηνώ κάποιον με κραυγές, με ουρλιαχτά («κεῑνον μὲν περὶ παῑδα φίλοι κύνες ὠρύσαντο», Βίων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. -ρύ-ομαι ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ηχομιμητικής ΙΕ ρίζας (ә)reu- «ουρλιάζω» (πρβλ. -ρεύ-γ-ομαι [II], -ρυ-μαγδός) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. rauti και ruvati, αρχ. σλαβ. roνο, ruti και με τα λατ. ουσ. rumor «φήμη» και ravis «βράχνιασμα». Οι συγγενικοί τ. -ρεύ-γ-ομαι «μουγγρίζω, βρυχώμαι» και -ρυ-μαγδός «ισχυρός θόρυβος» εμφανίζουν εκφραστική ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ὠρυ-γ-ή, ὠρυ-γ-μός) και προθεματικά φωνήεντα ε- και ο-, αντίστοιχα, που οφείλονται στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα. Στο ρ. -ρύ-ομαι προβλήματα παρουσιάζει ο αρκτικός μακρός φωνηεντισμός ω-, τον οποίο άλλοι ερμηνεύουν ως εκφραστική έκταση του βραχέος φωνήεντος, ενώ, κατ' άλλους, οφείλεται σε επίδραση του λαρυγγικού φθόγγου στο προθεματικό φωνήεν ο- (ә1r> ἐρ- και ο-ә1r- > ὠρ-)].

Greek Monotonic

ὠρύομαι: [ῡ], αόρ. αʹ ὠρῡσάμην, αποθ.· Ιων. και ποιητ. ρήμα,
I. ουρλιάζω, λέγεται κυρίως για λύκους και σκύλους, σε Θεόκρ. κ.λπ.· αλλά και για ανθρώπους· ὄρθιον ὤρυσαι, σε Πίνδ.· ιδίως, λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται είτε σε άγρια λύπη είτε σε άγρια χαρά, σε Ηρόδ.
II. μτβ., ουρλιάζω, κλαίω ουρλιάζοντας για κάποιον, τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο, σε Θεόκρ.· με αυτήν τη σημασία, ὠρύομαι ἐπί τινι, σε Λουκ.· περί τινα, σε Βίωνα (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

ὠρύομαι: (ῡ)1) реветь, выть (κύνες ὠρύονται Theocr. λύκοι ὠρυόμενοι Plut.): θαλάσσης ὠρῦον κῦμα (act. = med.) Anth. ревущие морские волны; ὠ. οἴκτιστον ἐπί τινι Luc. жалобно выть по ком-л.;
2) (о людях) вопить, выть Pind.: ἀγάμενοι ὠρύονται Her. они вопят от удовольствия;
3) с воем оплакивать (τινα Theocr.).