καθέδρα

From LSJ
Revision as of 19:53, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέδρα Medium diacritics: καθέδρα Low diacritics: καθέδρα Capitals: ΚΑΘΕΔΡΑ
Transliteration A: kathédra Transliteration B: kathedra Transliteration C: kathedra Beta Code: kaqe/dra

English (LSJ)

ἡ,

   A seat, κ. τοῦ λαγῶ a hare's seat or form, X.Cyn.4.4; chair, Herod.Med. ap. Orib.6.25.1, CPR22.8 (ii A.D.), Hdn.2.3.7; opp. κλίνη, Plu.2.714e; of rowers' seats, Plb.1.21.2; κ. λοιμῶν, πρεσβυτέρων, LXX Ps.1.1, 106(107).32.    2 sitting part, posteriors, Hp.Int.47, Poll.2.184, PRyl.63.10 (iii A.D.).    3 base of a column, Str.17.1.46.    II sitting posture, Arist.Cat.6b11, PA689b21, Thphr.Lass.5,7, Plu.2.45c, etc.    2 sitting idle, inaction, ἐν τῇ καθέδρᾳ Th.2.18; κ. καὶ σχολή Plu.Cam.28.    3 session, Luc. JTr.11.    III chair of a teacher, ἐπὶ τῆς Μωυσέως κ. ἐκάθισαν Ev.Matt.23.2; professorial chair, ἐπὶ τῆς κ. σοφιστής SIG845 (Eleusis, iii A.D.).    IV imperial throne, τὸν ἐπὶ τῇ κ. τοῦ Αὐτοκράτορος, the Emperor's representative, BSA27.234 (Sparta, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, der Sitz, Sessel; Hdn. 2, 3, 17; Ggstz κλίνη Plut. Symp. 7, 10, 1; αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καθέδραι, die Ruderbänke, Pol. 1, 21, 2; Lager, τοῦ λαγώ Xen. Cyn. 4, 4; bei Hippocr. das Gesäß. Bei Strab. XVII, 1 p. 816 das Fußgestell, worauf Etwas ruht. – Das Sitzen, Luc. Fugit. 7; das Verweilen, Stillsitzen, Thuc. 2, 18; Suid. erkl. ἐπίσχεσις καὶ σχολή, vgl. Plut. Camill. 28.

Greek (Liddell-Scott)

καθέδρα: ἡ, κάθισμα, καθ. τοῦ λαγώ, θέσιςκοίτη τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 4, 4· ἕδρα, κάθισμα, Ἡρῳδιαν. 2. 3· ἀντίθετον τῷ κλίνῃ, Πλούτ. 2. 714Ε· ἐπὶ τῶν θρανίων τῶν κωπηλατῶν, Πολύβ. 1. 21· 2· - ὡσαύτως, ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, εἰσῆλθεν εἰς καθέδρας ὡς διὰ χρείαν τῆς γαστρὸς Θεοδώρητ. ἐν Ἐκκλησ. Ἱστ. 1. 14. 2) τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθίζομεν, ἕδρα, Ἱππ. 557. 48, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184. 3) ὁ ποὺς ἢ ἡ βάσις κίονος, Στράβ. 816. ΙΙ. ἡ στάσιςθέσις ἐν τῷ καθίζειν, τρόπος καθίσματος, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 5, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ καθέδρᾳ, ἐν ᾧ ἐκάθηντο ἀργοί, Θουκ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙΙ. θρόνος ἐπισκόπου ἐν τῷ ναῷ, Γρήγ. Νάζ. Π. 489C. 2) ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς, Κλημέντια 36Α, κλ. 3) συνεδρία συνελεύσεως, Σύνοδ. Νικ. Π. 808Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 siège, banc;
2 état ou posture d’une personne assise;
3 immobilité, inertie.
Étymologie: κατά, ἕδρα.

English (Strong)

from κατά and the same as ἑδραῖος; a bench (literally or figuratively): seat.

English (Thayer)

καθέδρας, ἡ (κατά and ἕδρα), a chair, seat: Herodian, 2,3, 17 (7 edition, Bekker)); of the exalted seat occupied by men of eminent rank or influence, as teachers and judges: ἐπί τῆς Μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν, sit on the seat which Moses formerly occupied, i. e. bear themselves as Moses' successors in explaining and defending his law, Sept. for מושָׁב and שֶׁבֶת. (Xenophon, Aristotle, others.))

Greek Monolingual

η (AM καθέδρα)
1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση
2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος
3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος
νεοελλ.
φρ. «από καθέδρας» — με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας («μιλάει από καθέδρας»)
αρχ.
1. κρύπτη, φωλιάκαθέδρα τοῡ λαγώ», Ξεν.)
2. το μέρος του σώματος πάνω στο οποίο καθόμαστε, τα οπίσθια, η έδρα
3. (για κίονα) βάση
4. καθιστική θέση, στάση, τρόπος καθίσματος, στάσης
5. το να κάθεται κάποιος άπρακτος, απραξίακαθέδρα καὶ σχολή», Πλούτ.)
6. έδρα διδασκάλου
7. συνεδρία, συνέλευση
8. θρανίο, κάθισμα τών κωπηλατών
9. στον πληθ. αἱ καθέδραι
το αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + έδρα με αισθητή τη σύνθεσή της με το καθέζομαι.

Greek Monotonic

καθέδρα: ἡ,
I. κάθισμα, κ. τοῦ λαγῶ, φωλιά ή σχήμα λαγού, σε Ξεν.
II. τρόπος, στάση καθίσματος, ἐν τῇ καθέδρᾳ, ενώ κάθονταν χωρίς να κάνουν τίποτε, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καθέδρα:
1) сиденье, стул или скамья (ἡ κλίνη τῆς καθέδρας ἀμείνων Plut.; καθέδραι τῶν πωλούντων NT): αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καθέδραι Polyb. корабельные скамьи (для гребцов);
2) логовище, нора (τοῦ λαγώ Xen.);
3) сидение, сидячее положение (ἡ ἀνάκλισις καὶ ἡ στάσις καὶ ἡ κ. Arst.);
4) сидение без дела, бездействие (κ. καὶ σχολή Plut.; ἐν τῇ καθέδρᾳ Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έδρα -ας, ἡ, Ion. καθέδρη zetel, stoel:; ἐπὶ τῆς Μωυσέως καθέδρας ἐκάθισαν zij hebben plaatsgenomen op de stoel van Mozes NT Mt. 23.2; zitvlak. zittende houding; het (rond)zitten; milit. beleg:; ἐν τῇ καθέδρᾳ bij het beleg Thuc. 2.18.5; uitbr. zitting:. ἐνοχλεῖν τῇ καθέδρᾳ de zitting in de war schoppen Luc. 21.11.