κάθαρμα

From LSJ
Revision as of 11:30, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθαρμα Medium diacritics: κάθαρμα Low diacritics: κάθαρμα Capitals: ΚΑΘΑΡΜΑ
Transliteration A: kátharma Transliteration B: katharma Transliteration C: katharma Beta Code: ka/qarma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό, (καθαίρω)

   A that which is thrown away in cleansing: in pl., offscourings, refuse of a sacrifice, A.Ch.98; residuum of ore after smelting, slag, Str.3.28: sg.,= κάθαρσις 11, Hp.Epid. 5.2.    2 = φαρμακός, Sch.Ar.Pl.454, Sch.Id.Eq.1133: hence metaph., of persons, outcast, Ar.Pl.454; αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγούς Eup.117.8; τοὺς μὲν καθάρματα, τοὺς δὲ πτωχούς, τοὺς δ' οὐδ' ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων εἶναι D.21.185, cf. 199, 18.128, Aeschin.3.211, etc.    II in pl.,= κάθαρσις, purification, E.IT1316; ποντίων καθαρμάτων… ἀμοιβάς in return for clearing the sea (of pirates), Id.HF225.    III ἐντὸς τοῦ καθάρματος within the purified ground where the assembly was held, Ar.Ach.44.

German (Pape)

[Seite 1281] τό, der beim Reinigen abgenommene. weggeworfene Schmutz, Kehricht, -Auswurf, Ammon. τὰ μετὰ τὸ καθαρθῆνσι ἀποῤῥιπτούμενα, vgl. Poll. 5, 163; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας Aesch. Ch. 96; πόντια, δόλια, Eur. Herc. Fur. 225 I. T. 1316. – Bei Reinigungs- od. Sühnopfern das Opferthier, auf das die Schuld geladen u. welches dann als unrein weggeworfen wurde, der Sündenbock, Suid. u. Schol. Ar. Plut. 454 Ach. 44. – Ein verworfener Mensch, Auswurf der menschlichen Gesellschaft, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε Ar. Plut. 454; τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ ' οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Dem. 21, 185, vgl. 198; Din. 1, 16; Ath. XV, 697 e; Plut. Sull. 33; ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν Luc. D. Mort. 2, 1; N. T. – Ar. Ach. 44 πάριθ', ὡς ἂν ἐντὸς ἦτε τοῦ καθάρματος, wahrscheinlich der durch Opfer gereinigte, geweihte Platz. Vgl. καθάρσιος.

Greek (Liddell-Scott)

κάθαρμα: τό, (καθαίρω) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ ἀκαθαρσία ἥτις ἀπομένει μετὰ τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, σκωρία, Στραβ. 146C.
2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, ἀπόβλητος, σκύβαλον τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο συνήθεια ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι δημοσίᾳ φαύλους τινὰς καὶ λίαν ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν συμφορά τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: περίψημα ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι οὕτως ἐκαθαρίζετο ἡ πόλις ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.
ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = κάθαρσις, καθαρισμός, ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … ἀμοιβάς, ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 l’objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;
2 misérable servant de victime expiatoire.
Étymologie: καθαίρω.

Greek Monolingual

το (AM κάθαρμα)
1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία
2. (για πρόσ.) απόβρασμα της κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ καθάρματα
τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων της θυσίας
2. η σκουριά που μένει μετά την τήξη μεταλλικής ουσίας («ἐκ δὲ τοῦ χρυσοῡ ἑψομένου καὶ καθαιρουμένου στυπτηριώδει τινὶ γῆ τὸ κάθαρμα ἤλεκτρον εἶναι», Στράβ.)
3. κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς, για εξιλασμό, αλλ. φαρμακός
4. η αποβολή τών περιττών ουσιών από το ανθρώπινο σώμα, κένωση
5. κάθαρση, εξαγνισμός, καθαρτήρια πράξη ή τελετή
6. εξαγνισμένος χώρος για τέλεση θυσίας
(«ἐντὸς τοῦ καθάρματος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθαρ- του καθαίρω + -μα].

Greek Monotonic

κάθαρμα: -ατος, τό (καθαίρω),·
I. 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την διάρκεια του καθαρίσματος, κατά τη διαδικασία της καθαριότητας· σε πληθ., ακαθαρσίες, απορρίμματα, αποφάγια θυσιών, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., πρόστυχος, ανάξιος, απόβλητος, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.
II. στον πληθ., = κάθαρσις, εξαγνισμός, σε Ευρ.
III. εξαγνισμένο, ιερό έδαφος, ἐντὸς καθάρματος, εντός των ορίων του ιερού εδάφους, μέσα σε αυτό, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθαρμα -ατος, τό [καθαίρω] wat overblijft bij schoonmaken: afval, vuil, meestal plur.:; καθάρμαθ ’ ὥς τις ἐκπέμψας zoals iemand die het afval van het offer wegbrengt Aeschl. Ch. 98; van pers.: ὦ καθάρματα jullie, stukken uitschot Aristoph. Pl. 454. reiniging:; ποντίων καθαρμάτων χέρσου τ ’ ἀμοιβάς in ruil voor de reiniging van zee en land Eur. HF 225; reinigingsritueel:; δόλια δ ’ ἦν καθάρματα het reinigingsritueel was nep Eur. IT 1316; uitbr. gewijde plaats. geneesk. purgering.

Russian (Dvoretsky)

κάθαρμα: ατος (κᾰ) τό
1) pl. смытая грязь, нечистоты, отбросы (καθάρματα ἐκπέμψαι Aesch.): πόντια καθάρματα Eur. морская нечисть, т. е. пираты;
2) негодный человек, нечестивец (служивший в дни народных бедствий очистительной жертвой богам), преимущ. pl. бран. отбросы общества, негодяи, нечисть Arph., Dem., Luc., Plut.;
3) очищенное жертвоприношением место (для собраний): ἐντὸς τοῦ καθάρματος Arph. в освященном месте.

Middle Liddell

κάθαρμα, ατος, τό, καθαίρω
I. that which is thrown away in cleansing; in pl. the offscourings, refuse of a sacrifice, Aesch.
2. metaph. a castaway, outcast, Ar., Dem., etc.
II. in pl. = κάθαρσις, purification, Eur.
III. purified ground, ἐντὸς καθάρματος within the hallowed space, Ar.