ἀνώτερος
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
α, ον, Comp. Adj. from ἄνω (B),
A upper, higher, Arist.HA 496b35, D.H.Rh.1.1, Luc.Asin.9; ἐπιβουλῆς ἀ. γέγονεν got the better of, Nic.Dem.p.25 D.; neut. as Adv., Arist.HA503b18; above, LXX Le.11.21; earlier in a book, Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1; to a higher place, Ev.Luc.14.10. Adv. ἀνωτέρω, v. ἄνω.
German (Pape)
[Seite 269] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώτερος: -α, -ον, συγρ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 13· -ον ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 2. 11, 9: - Ἐπίρρ. ἀνωτέρω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus haut, supérieur.
Étymologie: ἄνω.
Spanish (DGE)
-ον
adj. compar. de ἄνω
I 1más elevado ὁ δεξιός (νεφρός) Arist.HA 497a1
•de pers. más alto Luc.Asin.9.
2 triunfador τῆς ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν triunfó sobre el complot Nic.Dam.Vit.Caes.34, ποιήσει ... ναυαγίων ἀνώτερον superará los naufragios Dionysius en Wien.Stud. 20.31.
II adv. -τερον
1 hacia arriba προσανάβηθι ἀνώτερον Eu.Luc.14.10.
2 más arriba como prep. κεῖται ... ὁ ἐγκέφαλος ἀνώτερον ... τῶν ὀφθαλμῶν Arist.HA 503b18, ἀ. τῶν ποδῶν LXX Le.11.21.
3 más en el interior ἀπὸ θαλάττης ἀνώτερον Scyl.Per.100.
4 antes en un texto o discurso ἀνώτερον λέγων Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1.
5 en términos más generales ἀνώτερον ἐπιζητεῖν Arist.EN 1155b2.
English (Strong)
comparative degree of ἄνω; upper, i.e. (neuter as adverb) to a more conspicuous place, in a former part of the book: above, higher.
English (Thayer)
ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from ἄνω, cf. κατώτερος, see Winer s Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), higher. The neuter ἀνώτερον as adverb, higher;
a. of motion, to a higher place, (up higher): in a higher place, above i. e. in the immediately preceding part of the passage quoted, Hob. 10:8. Similarly Polybius 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, with a genitive.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)
υψηλότερος, υπέρτερος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους
2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά
β) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματος
γ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχή
δ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος
ε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά
2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο
3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.
Greek Monotonic
ἀνώτερος: -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το ἄνω, ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. ἀνωτέρω, βλ. ἄνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώτερος: более высокий, высший Arst.
Middle Liddell
[ἄνω]
higher, Arist.
Chinese
原文音譯:¢nèteroj 安挪帖羅士詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(更多)向上 相當於: (עַל / עַל־כֵּן / עַל־מוּת)
字義溯源:較高的,在上,上,以上,在前面,以前,到上邊;源自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面);而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編:
1) 在前面(1) 來10:8;
2) 上(1) 路14:10