ἰσότιμος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A equal in honour or privilege, Απόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς . . -ον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰ. Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. -ότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰ.,= ἰσοτιμία, Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. -μως, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰ. OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11. 2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰ. δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰ. μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1. 3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jouit d’honneurs égaux, d’une égale condition ; p. ext. à succès égal.
Étymologie: ἴσος, τιμή.
English (Strong)
from ἴσος and τιμή; of equal value or honor: like precious.
English (Thayer)
ἰσότιμον (ἴσος and τιμή), equally precious; equally honored: τίνι, to be esteemed equal to, ἰσότιμον ἡμῖν πίστιν (a like-precious faith with us), concisely for πίστιν τῇ ἡμῶν πίστει ἰσότιμον (Winer s Grammar, § 66,2f.; Buttmann, § 133,10): Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλό-τιμος, σεμνό-τιμος].
Greek Monotonic
ἰσότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, ίδια προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσότῑμος:
1) занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;
2) равный по ценности, одинаково драгоценный (πίστις NT).
Middle Liddell
ἰσό-τῑμος, ον τιμή
held in equal honour, having the same privileges, Plut., etc.
Chinese
原文音譯:„sÒtimoj 衣所-提摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-價值的
字義溯源:相等價值的,相等信用的,一樣寶貴;由(ἴσος)*=相似)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 一樣寶貴(1) 彼後1:1