νευρά
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Ion. νευρή, ἡ, Ep. gen. sg. νευρῆφι(ν) Il.8.309, 15.313, 21.113:— A string or cord of sinew, in Ep. usu. bowstring, ν. ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Il.15.463,469; βαρύφθογγος Pi.I.6(5).34, cf. S.Ph.1005, E.Ba.784, X.An.4.2.28, etc.: made from νεῦρον, Arist.HA540a19; μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. Id.Rh.1401b16. 2 harpstring, Poll.4.62. 3 strand of a torsion-engine, IG22.554.15. 4 withe, LXX Jd.16.7. 5 wrongly taken by some, = νεῦρον, Il.8.328. (Cogn. with νεῦρον.)
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, ion. νευρή, – 1) die Sehne; bei Hom. Bogensehne, λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ' ἴαχεν, Il. 4, 125; (ὀϊστόν) θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 324, wie ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν, 4, 118; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, 8, 309; ἔλκειν νευρήν, νευρὴν ἐντανύσαι, Od. 24, 171 u. öfter; u. so ist auch Il. 8, 328 ῥῆξε δέ οἱ νευρήν = er zerriß ihm die Sehne des Bogens, nicht = νεῦρον zu nehmen; die Bogensehne war gedreht, wie die Beiwörter ἐϋστρεφής und νεόστροφος zeigen; – Pind. οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς, I. 5, 32; ἐν χρείᾳ φίλης νευρᾶς, Soph. Phil. 993; τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς, Eur. Bacch. 783; εἷλκον τὰς νευράς, Xen. An. 4, 2, 28; τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς, 5, 2, 12. – 2) bei Sp. auch die Darmsaite, wie νεῦρον. – Übertr., σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτεῖναι, Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
νευρά: Ἰων. -ρή, ἡ, (πρβλ. νεῦρον) σχοινίον ἢ χορδὴ ἐκ νεύρων ἢ ἐντέρων, χορδὴ τόξου, αὕτη δὲ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἡ ἐπικρατοῦσα σημ.· καὶ ὡς οὖσα συνεστραμμένη, καλεῖται ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Ἰλ. Ο. 463, 469· καὶ ὡς βαρέως ἠχοῦσα, βαρύφθογγος Πινδ. Ι. 6 (5). 50· οὕτω παρὰ Σοφ. Φ. 1005, Εὐρ. Βάκχ. 784, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28, κτλ.· ἐν Ἰλ. Θ. 328, ῥῆξε δέ οἱ νευρήν, τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λ. ὡς σημαίνουσαν νεῦρον, τὸν τένοντα δηλ. τῆς χειρός· ἀλλὰ μικρὸν ἀνωτέρω (324) ἔχομεν θῆκε δ’ ἐπὶ νευρῇ [ὀϊστόν], καὶ οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει κωλύων ὑμᾶς νὰ ἐκλάβωμεν τὴν λέξιν ἐν τῇ συνήθει αὐτῆς σημασίᾳ· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῆς λέξ. νεῦρον ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9· μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24. 6. 2) ἡ χορδὴ ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 62. 3) λύγος, «λυγαριά», Ἑβδ. (Κριτ. Ιϛʹ, 7).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
nerf ; corde d’arc.
Étymologie: cf. νεῦρον.
English (Slater)
νευρά
1 bowstring σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)
Greek Monolingual
η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή)
χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεύρο].
Greek Monotonic
νευρά: ἡ, Ιων. -ρή, = νεῦρον, σχοινί ή χορδή κατασκευασμένη από νεύρα ή έντερα ζώου, χορδή τόξου, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νευρά: ион. νευρή ἡ (эп. gen. и dat. pl. νευρῆφιν) тетива: νευρὴν ἕλκειν или ἐντανύσαι Hom. натянуть тетиву.
Middle Liddell
νευρά, ιονιξ -ρή, ἡ, = νεῦρον II]
a string or cord of sinew, a bowstring, Hom., Hes., etc.
Frisk Etymology German
νευρά: {neurá}
Forms: ion. -ή
Grammar: f.
Meaning: Bogensehne, Sehne (vorw. ep. poet. seit Il., auch X., Arist. u.a.);
Derivative: Deminutivum νευρίον n. (AP). Erweiterte Form νευρειή (Theok. 25, 213; Versanfang); vgl. ἐγχείη ( : ἔγχος) u.a.; Oxytonierung nach νευρή. — Daneben νεῦρον n. Sehne, Bogensehne, Schnur, Saite, Nerv, männliches Glied, übertr. im Plur. Stärke, Kraft (seit Il.). Zahlreiche Kompp., z.B. νευρόσπαστος von Sehnen gezogen, pl. Subst. n. Gliederpuppen (Hdt., X. u.a.) mit νευροσπάστης, -ικός, -ία, -έω (Arist., hell. u. sp.). Ableitungen: 1. Deminutivum νευρίον (Hp.). — 2. Pflanzenname νευράς, -άδος f. = ποτίρριον (Dsk., Plin.), δορύκνιον (Plin.). — 3. Adj. νευρώδης sehnig (ion. att.), -ινος aus Sehnen gemacht (Pl., Arist. u.a.), -ικός an den Sehnen kränkelnd (Mediz.). — 4. Verb νευρόομαι, -όω, auch mit ἀπο-, ἐκ-, ‘mit Sehnen versehen (werden)’ (Ar., Ph., Gal. u.a.) mit ἀπονεύρωσις f. das Ende der Muskeln, wo sie in Sehnen übergehen (Gal.).
Etymology : Zu νεῦρον : νευρά vgl. φῦλον : φυλή und, mit mask. ο-Stamm, die zahlreichen Verbalnomina vom Typus τόμος : τομή. — Zu νεῦρον stimmt bis auf das Genus lat. nervus Sehne, Muskel, Nerv aus *neuros; in beiden Wörtern handelt es sich um eine thematische Erweiterung des r-Stamms in aw. snāvarə n. Sehne, toch. B ṣñaura Sehnen, Nerven, arm. neard Sehne, Faser, Fiber (mit auslaut. idg. -t; vgl. zu ἦπαρ); daneben der alternierende n-Stamm in aind. snāvan- n. Band, Sehne; idg. *snē-u̯(e)r / n-, Ableitung auf -u̯er / n- von einem. Verb für ‘(Fäden) zusammendrehen’ in 2. νέω spinnen. — W.-Hofmann s. nervus m. reicher Lit., Benveniste Origines 21 u. 111; zu den alt- u. m.ind. Formen bes. Tedesco Μνήμης χάριν 2, 182ff.
Page 2,308-309