κοττίς

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοττίς Medium diacritics: κοττίς Low diacritics: κοττίς Capitals: ΚΟΤΤΙΣ
Transliteration A: kottís Transliteration B: kottis Transliteration C: kottis Beta Code: kotti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dor. for κεφαλή, Poll.2.29, Phot. A s.v. προκότταν:— in Hp. written κοτίς, occiput, Morb.2.20, cf. Erot.Fr.56, Gal.19.113.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
nom de la tête en dorien.
Étymologie: DELG terme familier obscur.

Greek Monolingual

κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. κεφαλή
2. παρεγκεφαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος και κοτύλη, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοτ- της ΙΕ ρίζας ket- «λάκκος, δωμάτιο», ενώ το διπλό -ττ- οφείλεται μάλλον σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' άλλη άποψη, οι λ. αυτές (κοττίς, κότταβος, κοτύλη) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. υπόστρωμα. Η αρχική σημ. τών λ. είναι «κοιλότητα» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «δοχείο» και «κεφαλή», θ. κοττ- της λ. κοττίς εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κοττάς, Κοττίς, κότταλος, -άλη, κότταρος, Κόττος, Κοττώ].

Frisk Etymological English

Meaning: hairdress with long hair on the forehead (Poll., H., Phot.).
Other forms: -ίδος f. Dor. for κεφαλή (Poll., H., Phot.); also κοτίς (Hp.), = ἰνίον, παρεγκεφαλίς (Gal.), τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή (Erot.).
Compounds: As 2. member in προκοττίς ἡ χαίτη H. and προκόττα f. (dor.)
Derivatives: κόττικοι αἱ περικεφαλαῖαι; κοττάρια τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου H. - Beside it κόττος = κύβος (Cod. Just.), κοττός (κόττος) ὄρνις. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῃ̃ κεφαλῃ̃ λόφον (cf. NGr. κόττα chicken); κοττοβολεῖν τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν H. On κόττος as name of a river-fish (Arist. HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (after the cock). - PN Κοττίς, Κότταλος, -άλη (Herod.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection with κοτύλη bowl, dish is a guess. For a basic *κοτϜ-ίς (Scheftelowitz BB 28, 146) there is no support; rather in this popular diminut. an expressive gemination. - Acc. to Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. these words (incl. κοτύλη) come from a pre-IE. hispano-caucasian language-group and have in Iberoromance, in Basque and elsewhere several cognates; orig. meaning concave or convex rounding, from where vessel (> head), also hill, head etc. Unhappily most concrete objects can be brought under such a denominator. - Here acc. to Hubschmid also κότταβος as orig. vessel-name. - Diff. on κόττος Mann Lang. 28, 35. - Fur. 362 connects κοτ(τ) ίς, (προ)κόττα with σκύτη κεφαλή H.(?); the geminate would point to Pre-Greek..

{{FriskDe |ftr=κοττίς: -ίδος
{kottís}
Forms: dor. für κεφαλή (Poll., H., Phot.); auch κοτίς (Hp.), = ἰνίον, παρεγκεφαλίς (Gal.), [[τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή (Erot.).
Grammar: f.
Meaning: Haartracht mit langem Stirnhaar (Poll., H., Phot.).
Composita : Als Hinterglied in προκοττίς· ἡ χαίτη H. und προκόττα f. (dor.)
Derivative: Ableitungen κόττικοι· αἱ περικεφαλαῖαι; κοττάρια· τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου H. — Daneben κόττος = κύβος (Cod. Just.), κοττός (κόττοςὄρνις. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον (vgl. ngr. κόττα Huhn); κοττοβολεῖν· τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν H. Über κόττος als N. eines Flußfisches (Arist. HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (nach dem Hahn). — PN Κοττίς, Κότταλος, -άλη (Herod.).
Etymology : Beziehung zu κοτύλη Napf, Schälchen ist sehr wohl möglich, aber eine Grundform *κοτϝίς (Scheftelowitz BB 28, 146) hat wenig für sich; eher liegt bei diesem volkstümlichen Deminutivum eine expressive Gemination vor. — Nach Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. stammen die betreffenden Wörter (einschließlich κοτύλη usw.) aus einer voridg. hispano-kaukasischen Sprachschicht und haben im Iberoromanischen, im Baskischen und anderswo zahlreiche Verwandte; ursprüngliche Bedeutung konkave oder konvexe Rundung, woher einerseits Gefäß (> Kopf), anderseits Hügel, Kopf u. a. m. Leider lassen sich die meisten konkreten Gegenstände unter einen solchen Hauptnenner bringen. — Hierher nach Hubschmid auch κότταβος als urspr. Gefäßname. — Noch anders über κόττος usw. Mann Lang. 28, 35.
Page 1,933 }}