θεμέλιος
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
ον, A of or for the foundation, λίθοι Ar.Av.1137; οἰκόπεδα D.S.5.66: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph.237b13, Metaph.1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a; θ. ἀγνοίας Ph.1.266; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93; τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA668a19: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. θεμέλιον Arist. APo.95b37(s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph.200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων… θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg., ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17(iv A.D.)): metaph., ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2, etc.; ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.). II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr.174, cf. Vett.Val.82.24,al. III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.
German (Pape)
[Seite 1193] ὁ, gew. im plur., welches aber bei den früheren att. Schriftstellern vorkommt; eigtl. adj., sc. λίθοι, wie auch Ar. Av. 1137 steht, die Grundsteine, der Grund; οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. 1, 93; Xen. Hipparch. 1, 2; θεμελίους ἔσκαπτον Luc. Alex. 10; ἄρδην καὶ ἐκ θεμελίων ἀπόλλυσθαι Hdn. 8, 3, 5, wie Pol. τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ θεμελίων ἐσφαλμένους, 5, 93, 2, von Grund aus; ἐκ θεμελίων αὐτὴν ἐναιρήσων D. Cass. 39, 20; auch im sing., τοῦτο δ' ἐστὶ τῆς τέχνης θεμέλιος ἡμῖν Macho bei Ath. VIII, 346 a; so oft S. Emp., βέβαιον εἶναι δεῖ τὸν θεμέλιον, ἵνα συνομολογηθῇ καὶ τὸ ἀκόλουθον adv. geom. 12, οἱ τὸν θεμέλιον τοῦ τείχους ὑπορύξαντες adv. phys. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
θεμέλιος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, λίθοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137· οἰκόπεδα Διόδ. 5. 66: - ἀπολ., θεμέλιος (ἐξυπ. λίθος) ὁ, τοῦ θεμελίου, ἀκρογωνιαῖος λίθος, Ἀριστ. Φυσ. 6.6, 10, Μεταφ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· - οἱ θεμέλιοι ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται, τὰ θεμέλια, Θουκ. 1. 93· τοὺς θ. ἐκ λίθων οἰκοδομεῖσθαι Ἀριστ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 9· - ὡσαύτως οὐδ. θεμέλιον ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 2. 12, 9· τὰ θεμέλια ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 9, 1, Παυσ. 8. 32, 1, Διόδ. 5. 66· - ἀλλὰ συνήθως τὸ γένος εἶναι ἀόριστον, μὴ ὑποκειμένων… θεμελίων Ξεν. Ἱππ. 1, 2· ἐκ τῶν θεμελίων, ἀπὸ τὰ θεμέλια, Λατ. funditus, Θουκ. 3. 68, πρβλ. Πολύβ. 5. 93, 2, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, etc.) ; au plur. τὰ θεμέλια fondations, fondements ; ἐκ τῶν θεμελίων depuis les fondements (lat. funditus) au propre et au fig.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.
English (Strong)
from a derivative of τίθημι; something put down, i.e. a substruction (of a building, etc.), (literally or figuratively): foundation.
English (Thayer)
θεμέλιον (θέμα (i. e. thing laid down)), laid down as a foundation, belonging to a foundation (Diodorus 5,66; θεμέλιοι λίθοι, Aristophanes av. 1137); generally as a substantive, ὁ θεμέλιος (namely, λίθος) (τό θεμέλιον (rarely so in Greek writings, as (Aristotle, phys. auscult. 2,9, p. 200a, 4); Pausanias, 8,32, 1; (others)), the foundation (of a building, wall, city): properly, τιθέναι θεμέλιον, οἱ θεμέλιοι (chiefly so in Greek writings), τό θεμέλια, Sept.); metaphorically, the foundations, beginnings, first principles, of an institution or system of truth: μετανοίας genitive of apposition (Winer's Grammar, 531 (494))); a course of instruction begun by a teacher, θεμέλιος, i. e. faith in him, which is like a foundation laid in the soul on which is built up the fuller and richer knowledge of saving truth, τῶν ἀποστόλων (genitive of apposition, on account of what follows: ὄντος ... Χριστοῦ (others say genitive of origin, see ἐποικοδομέω; cf. Winer's Grammar, § 30,1; Meyer or Ellicott at the passage)), of the apostles as preachers of salvation, upon which foundation the Christian church has been built, θεμέλιος as the foundation of the 'city of God,' Sept. several times also for אַרְמון, a palace, Amos 1:4, etc.)
Greek Monolingual
-α και -ος -ο (AM θεμέλιος, -ον) θεμός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ' αυτήν («θεμέλιος λίθος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν)
α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την κύρια κατασκευή και δέχεται το φορτίο της το οποίο μεταβιβάζει στο έδαφος, η βάση κάθε κτηρίου ή τεχνικού έργου («αυτό το σπίτι έχει γερά θεμέλια»)
β) μτφ. το στήριγμα, η βάση οποιουδήποτε πράγματος («οι κλασικοί συγγραφείς είναι το θεμέλιο της αληθινής παιδείας»)
γ) φρ. «εκ θεμελίων» — εκ βάθρων, συθέμελα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο
το όρυγμα μέσα στο οποίο κτίζεται η βάση του κτηρίου («τα θεμέλια του σπιτιού που χτίζεται δίπλα γέμισαν νερό»)
2. φρ. «το θεμέλιο της σελήνης» — η «ηλικία» της σελήνης την 1η Ιανουαρίου ή στις 23 Μαρτίου, αλλ. επακτή
3. φρ. ανατ. «θεμέλιος ουσία» — άμορφη ζελατινοειδής ουσία που υπάρχει στη σύνθεση τών διαφόρων τύπων συνδετικού ιστού
3. παροιμ. «ό,τι κάνουν τα θεμέλια, προσκυνούν τα κεραμίδια» — αυτοί που εξαρτώνται από άλλους είναι υποχρεωμένοι να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις πράξεις τους
αρχ.
αστρολ. το αντιμεσουράνημα.
Greek Monotonic
θεμέλιος: -ον (√ΘΕ του τίθημι), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια, σε Αριστοφ.· ως ουσ., θεμέλιος (ενν. λίθος), θεμελιώδης, ακρογωνιαίος λίθος· οἱ θεμέλιοι, τα θεμέλια, σε Θουκ.· ἐκ τῶν θεμελίων, από τα θεμέλια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θεμέλιος: II ὁ (sc. λίθος) краеугольный камень, основание (ἡ τοὺς θεμελίους ἔχουσα πόλις NT): οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑττόκεινται Thuc. основания сложены из разного рода камней; ἐκ τῶν θεμελίων Thuc., Polyb. до самого основания или в самом основании.
лежащий в основе, краеугольный (λίθοι Arph.; οἰκόπεδα Diod.).
Middle Liddell
θεμέλιος, ον [!θε, Root of τίθημι
of or for the foundation, Ar.:—as Subst., θεμέλιος (sub. λίθοσ) a foundation, οἱ θεμέλιοι the foundations, Thuc.; ἐκ τῶν θεμελίων from the foundations, Thuc.
Chinese
原文音譯:qemšlioj 帖姆利哦士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:安放 照顧 相當於: (אַרְמֹון) (מָכֹון) (שָׁתָה)
字義溯源:根基,地基,基礎;源自(τίθημι)*=設立,安放)。這字除了數次( 路14:28; 6:48 ,49; 徒16:26)說到實際的根基外,其餘全是隱喻的用法。就如保羅說,耶穌基督乃是那已經立好的根基( 林前3:11)。比較: (καταβολή)=堆積,建基
同源字:1) (θεμέλιον / θεμέλιος)根基 2) (θεμελιόω)立根基 3) (τίθημι)設立,安放
出現次數:總共(16);路(3);徒(1);羅(1);林前(3);弗(1);提前(1);提後(1);來(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 根基(12) 路6:49; 羅15:20; 林前3:10; 林前3:11; 林前3:12; 弗2:20; 提前6:19; 提後2:19; 來6:1; 啓21:14; 啓21:19; 啓21:19;
2) 地基(2) 路14:29; 徒16:26;
3) 根基的(1) 來11:10;
4) 把根基(1) 路6:48