σφάλμα

From LSJ
Revision as of 14:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάλμα Medium diacritics: σφάλμα Low diacritics: σφάλμα Capitals: ΣΦΑΛΜΑ
Transliteration A: sphálma Transliteration B: sphalma Transliteration C: sfalma Beta Code: sfa/lma

English (LSJ)

ατος, τό,
A trip, stumble, false step, AP7.634 (Antiphil.), Man.4.289.
2 a glide, in a surgical operation, Heliod. ap. Orib. 49.8.38, Ruf. ib.49.28.13.
II metaph.,
1 fall, failure, defeat, Hdt.7.6, 9.9, Th.5.14 (pl.), etc.; σφάλματα ποιοῦντες causing losses, Pl.Plt.298b.
2 fault, error, Hdt.1.207, 7.10.ζ; τὰ πρόσθε σφάλματα E.Andr.54, Supp.416, cf. Pl.Tht.168a, R.487b, Phld.Rh.1.348 S., Gal.6.68.

Greek (Liddell-Scott)

σφάλμα: τό, σκόνταμμα, παραπάτημα, Ἀνθ. Π. 7. 634, Μανέθων 4. 289. ΙΙ. μεταφορ., 1) πτῶσις, ἀποτυχία, ἧττα, ζημία, Ἡρόδ. 7. 6., 9. 9, Θουκ. 5. 14, κτλ.˙ σφάλματα ποιεῖν, προξενῶ ἀπωλείας, Πλάτ. Πολιτικ. 298Β. 2) ὡς καὶ νῦν, σφάλμα, ἁμάρτημα, λάθος, Ἡρόδ. 1. 207., 7. 10, 6˙ τὰ πρόσθε σφ. Εὐρ. Ἀνδρ. 54, Ἱκέτ. 416, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Ε, Πολ. 487Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 malheur, revers;
2 erreur, égarement, faute.
Étymologie: σφάλλω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σφάλλω
παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα»)
2. μαθημ. η διαφορά μεταξύ μιας αληθούς τιμής και μιας εκτίμησης ή προσέγγισης της τιμής αυτής
3. (ψυχολ.) διαφορά ανάμεσα στον παρατηρούμενο βαθμό και στον πραγματικό βαθμό ενός υποκειμένου σε δοκιμασία
αρχ.
1. σκόνταμμα, παραπάτημα
2. (για χειρουργική επέμβαση) διολίσθηση
3. αποτυχία, ήττα
4. φρ. «σφάλματα ποιῶ» — γίνομαι αίτιος απωλειών (Πλάτ.).

Greek Monotonic

σφάλμα: -ατος, τό,
I. πρόσκομμα, σκόνταμα, παραπάτημα, γλίστρημα, σε Ανθ.
II. μεταφ.·
1. πτώση, αποτυχία, ήττα, βλάβη, ζημιά, σε Ηρόδ., Θουκ., Ευρ. κ.λπ.
2. σφάλμα, λάθος, πλάνη, πταίσμα, αμάρτημα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάλμα -ατος, τό [σφάλλω] misstap, wankeling, val; marit.. σφάλματα ποιεῖν (het schip) laten kapseizen, slagzij doen maken Plat. Plt. 298b. tegenslag, mislukking, nederlaag. misstap, fout, vergissing.

Russian (Dvoretsky)

σφάλμα: ατος τό
1) падение: σφάλματος ἐξ ὀλίγοιο πεσὼν θάνεν Anth. немного оступившись, он упал и умер;
2) неудача, превратность, поражение, Her., Thuc., Plat.;
3) промах, ошибка Her., Eur., Plat.

English (Woodhouse)

calamity, defeat, disappointment, disaster, failure, frustration, misfortune, mistake, stumble, fall

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)