ἔραμαι

From LSJ
Revision as of 20:45, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρᾰμαι Medium diacritics: ἔραμαι Low diacritics: έραμαι Capitals: ΕΡΑΜΑΙ
Transliteration A: éramai Transliteration B: eramai Transliteration C: eramai Beta Code: e)/ramai

English (LSJ)

2sg. Ep. ἔρασσαι or A ἔρᾱσαι Theoc.1.78, 3sg. ἔρᾱται Id.2.149 (with unexpld. ᾱ); 2pl. ἐράασθε Il.16.208; 3sg. subj. Aeol. and Dor. ἔρᾱται Sapph.Supp.5.4, Pi.P.4.92; opt. ἐραίμαν ib.11.50; impf. ἠράμην [ᾰ] Sapph.33, Thgn.1346, etc.: fut. ἐρασθήσομαι A.Eu.852 : aor. ἠράσθην Alcm.33, Hdt.1.8,96, E.Med.700, IG12.920.2, poet. ἐράσθην Phoen.1.19; poet. aor. Med. ἠρᾰσάμην Il.16.182, Hermesian. 7.49,96 (Ep. and Lyr. ἠράσσατο Il.20.223, Archil.26, Nicaen.1.5; ἐράσσατο Hes. Th.915, P1.P.2.27): pf. ἤρασμαι Parth.2.3 : ἐράω (q.v.) supplies the pres. and impf. in Prose. I love, c. gen. pers., prop. of the sexual passion, as always in Hom.; mostly of the man, ὥς σεο νῦν ἔραμαι Il.3.446, cf. 16.182, 20.223, etc.; λέχους E.Med.491; τῆς ἑωυτοῦ γυναικός Hdt.1.8; but of the woman, ἣ..ἠράσσατ' Ἐνιπῆος Od.11.238 : c. acc. cogn., ἐ. μέγαν γ' ἔρωτα E.Med.697. II of things, desire passionately, lust after, ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου Il. 9.64; φυλόπιδος..ἕης τὸ πρίν γ' ἐράασθε 16.208; ἐρασθεὶς τυραννίδος Hdt.1.96; τῶν ἀπεόντων Pi.P.3.20; καλῶν ib.11.50; γῆς τῆσδε A. Eu.852; κείνων ἔραμαι E.Alc.866 (anap.); θανάτου ἔρανται Aret.CA 2.5. 2 c. inf., desire eagerly, οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Thgn.1155; ἤρατο ἐπιψαύειν Pi.P.4.92; ἔραται γλῶσσα μέλιτος ἄωτον [προχέειν] Id.Pae.6.58; ἔραμαι πυθέσθαι S.OC511 (lyr.); λαβεῖν τι E.Med.700; φαγεῖν Ar.Fr.51 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1016] depon., aor. ep. ἠρασάμην, ἠράσσατο, Prosa ἠράσθην, bei Luc. dea Syria ήρησάμην, fut. ἐρασθήσομαι; lieben, begehren, gew. τινός, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Ill. 14, 328; πολέμου 9, 64, öfter; ἐραίμην καλῶν Pind. P. 11, 50; γῆς τῆσδε ἐρασθήσεσθε Aesch. Eum. 814; γυναικὸς ἐρασθείς Her. 1, 8; τυραννίδος 1, 96; – c. inf., ἐπιψαύειν ἔραται Pind. P. 4, 92; N. 1, 31; οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Theogn. 1155; πυθέσθαι Soph. O. C. 512; Eur. u. in Prosa; der aor. gew. von sinnlicher Liebe, Plat. Conv. 213 c u. öfter; doch auch τυραννίδος, Alc. I, 141 d; Luc. D. Hort. 2. S. unten ἐράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρᾰμαι: β΄ ἑνικ. ἔρασαι Εὐρ., Ἐπικ. ἔρασσαι Θεόκρ. 1. 78 β΄ πληθ. ἐράασθε (ὡς τὸ ἀγάασθε). Ἰλ. ΙΙ. 208· γ΄ ἑνικ. ὑποτ. ἔρηται, Δωρ. ἔρᾱται, Πινδ. Π. 4. 164· εὐκτ. ἐραίμην, ὁ αὐτ. 11. 76· παρατ. ἠράμην ᾰ, Σαπφ. 37, Θέογν. 1346, Πίνδ., Θεόκρ.: μέλλ. ἐρασθήσομαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852: ἀόρ. ἠράσθην Ἀλκμ. 17, μετοχ. ἐρασθεὶς Ἡροδ. 1. 8, 96, Αἰσχύλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἐπικ. καὶ τῷ Πινδ. μέσ. ἀόρ. ἠρᾰσάμην (ὀπόθεν οἱ Ἐπικ. τύποι ἠράσσατο Ἰλ. Υ. 223, Αἰσχύλ. 26· καὶ ἐράσσατο Ἡσιόδ. Θ. 915, Πινδ. Π. 2. 50)· πρκμ. ἤρασμαι Παρθέν. 2. 3: - παρὰ πεζολόγοις ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. λαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐράω, πάντες δὲ οἱ ἄλλοι τύποι ἐκ τοῦ ἔραμαι. Ἐρῶ, εἶμαι «ἐρωτευμένος», ἀγαπῶ ἐμμανῶς, μετὰ γεν. προσ., κυρίως ἐπὶ τοῦ μεταξὺ τῶν δύο φύλων διεγειρομένου πάθους, ἔχω ἔρωτα πρός τινα (ἴδε ἐράω), ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ὥς σεο νῦν ἔραμαι, «ἐρῶ, ἐπιθυμῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 446, Ξ. 328· τῆς… ἠράσατ’ 11. 182· τάων… ἠράσσατο Υ. 223· λέχους Εὐρ. Μήδ. 491· ἐπὶ γυναικός, ἣ… ἠράσσατ’ Ἐνιπῆος Ὀδ. Λ. 238· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρ. μέγαν γ’ ἔρωτα Εὐρ. Μήδ. 697. - Παρὰ τῷ Ἀλκιφρ. 1. 18, ἀντὶ τῇ ὥρᾳ τῆς παιδίσκης ἠράσθης, ὁ Κόβητος προτείνει ἠρέθης. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀγαπῶ ὑπερμέτρως, σφόδρα ἐπιθυμῶ, ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου Ἰλ. Ι. 64· φυλόπιδος… ἕης τὸ πρὶν γ’ ἐράασθε Π. 208· ἐρασθεὶς τυραννίδος Ἡρόδ. 1. 96· τῶν ἀπεόντων Πινδ. 11. 3. 35· καλῶν αὐτόθι 11. 76· γῆς τῆσδε Αἰσχύλ. Εὐμ. 852· κείνων ἔραμαι Ἀριστοφ. Σφ. 751 (λυρ.)· οὕτω. Πλάτ., κλ. 2) μετ’ ἀπαρ. σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Θέογν. 1151· ἤρατο ἐπιψαύειν Πινδ. Π. 4. 164· ἔραμαι πυθέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 511· λαβεῖν τι Εὐρ. Μήδ. 700· φαγεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146· οὕτω παρὰ Πλάτ., κλ.: - ἀπολ., οὐκ ἔραμαι, δὲν ἔχω τοιαύτην ἐπιθυμίαν Πινδ. Ν. 1. 44.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠράμην, f. ἐρασθήσομαι, ao. ἠράσθην et ἠρασάμην, pf. ἤρασμαι;
aimer passionnément, être épris de : τινος de qqn ou de qch (guerre, royauté, pays, etc.).
Étymologie: cf. ἐράω.

English (Autenrieth)

ipf. 2 pl. ἐράασθε, aor. ἠρασάμην, ἐρά(ς)σατο: be (aor. become) enamoured of, in love with; fig., πολέμου, φῦλοπίδος, Ι, Il. 16.208.

English (Slater)

ἔρᾰμαι (ἔρᾰμαι, -ᾰται; ἔρᾶται subj.; ἐραίμαν: impf. ἤρατο: aor. ἐράσσατο. cf. έράω.)
   a fall in love with, love c. gen. Πέλοπος, τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν (O. 1.25) μαινομέναις φρασὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο (P. 2.27) τᾶςκράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον [ (ἇς pro τᾶς coni. G-H.) Πα. 7B. 51.
   b desire
   I c. gen. ὧν ἔραται καιρὸν διδούς (P. 1.57) ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων (P. 3.20) θεόθεν ἐραίμαν καλῶν (v. Wackernagel, Vorl., 1. 60.) (P. 11.50) Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (N. 10.29)
   II c. inf. “ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶται” (coniunctivi naturam primus perspexit Bergk) (P. 4.92) οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31) ἔρα[ται] δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm., Wil.) (Pae. 6.58)

Greek Monolingual

ἔραμαι (Α)
1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός», Ηρόδ.)
2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.)
3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῖν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων.- αττ. τ. ερώ είναι άγνωστης ετυμολογίας.
ΠΑΡ. έρως
αρχ.
ερατός, ερατώ.
ΣΥΝΘ. ανέραμαι, αντέραμαι, διέραμαι, υπερέραμαι].

Greek Monotonic

ἔρᾰμαι: βʹ ενικ. ἔρασαι, Επικ. ἔρασσαι· βʹ πληθ. ἐράασθε (όπως ἀγάασθε)· γʹ ενικ. υποτ. ἔρηται, Δωρ. ἔρᾱται· ευκτ. ἐραίμην, παρατ. ἠράμην [ᾰ], μέλ. ἐρασθήσομαι, αόρ. αʹ ἠράσθην· επίσης, Μέσ. ἠρᾰσάμην, Επικ. γʹ ενικ. ἠράσσατο, ἐράσσατο·
I. αγαπώ, είμαι ερωτευμένος με, αγαπώ σφόδρα, με γεν. προσ., σε Όμηρ., Ευρ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, αγαπώ με πάθος, λαχταρώ, επιθυμώ φλογερά κάτι, εποφθαλμιώ, επιθυμώ ζωηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. με απαρ., επιθυμώ διακαώς, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρᾰμαι: (impf. ἠράμην, fut. ἐρασθήσομαι, aor. ἠράσθην и ἠρᾰσάμην - эп.-дор. тж. ἐρασσάμην, pf. ἤρασμαι part. ἐρασθείς)
1) страстно любить (τινος Hom., Pind., Aesch., Her.);
2) страстно желать, жаждать (τινος Her., Arph., Plat., Theocr. и ποιεῖν τι Pind., Soph., Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: desire, love (Il.)
Other forms: lengthened form ἐράασθε Π 208 (cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 83); Ion.-Att. ἐράω; aor. ἐράσ(σ)ασθαι, ἐρασθῆναι, fut. ἐρασθήσομαι (ep. Ion.)
Derivatives: Verbal adj. ἐρατός desired, loved (Il.) with Ἐρατώ f. name of one of the Muses (Hes.) and ἐρατίζω desire (Λ 551); lengthened form ἐρατεινός lovely (Il.; after the adjectives in -εινός, e. g. ἀλγεινός; ποθεινός; Pi.); on ἐραστός s. below. - Beside it ἔρως (Il.), gen. etc. -ωτος m. (Hdt., Pi.), ep. also ἔρος m. (carnal)love, personif. the god of Love, with several derivv.: beside the hypocoristica Ἐρώτ-ιον, -άριον, -ίσκος, -ιδεύς further ἐρωτικός belonging to love (Att.), ἐρωτύλος lovely, darling, ἐρωτίς f. id. (Theoc.); ἐρωτ-ιάδες (Νύμφαι; AP); ἐρωτίδια (-εια, -αια) Eros-feast (Ath., inscr.); denomin. verb ἐρωτ-ιάω be ill of love (Hp.). From ἔρος : ἐρόεις (Hes., h. Hom.); cf. Treu Von Homer zur Lyrik 245. - From a stem ἐρασ-: Aeol. ἐραννός lovely, charming < *ἐρασ-νός ( Il.), ἐράσμιος id. (Semon., Anakr.; vgl. Schwyzer 493 n. 10, Chantraine Formation 43), ἐραστής lover (Ion.-Att.), also in compp., e. g. παιδ-εραστής (vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 33 and 86), f. ἐράστρια (Eup.); ἐραστός = ἐρατός (Att. etc.); denomin. verb ἐραστεύω = ἐράω (A. Pr. 893 [lyr.]). - The frquent σ-formations, which are hardly all analogical, point to an original σ-stem ἔρως, ἔρασ- (like γέλως, γέλασ-), which was lengthened with -τ-, c.q. passed in an ο-stem (further see Schwyzer 514 n. 4).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. So Pre-Greek?

Middle Liddell


I. to love, to be in love with, c. gen. pers., Hom., Eur.
II. of things, to love passionately, long for, lust after, Il., Hdt., attic
2. c. inf. to desire eagerly, Theogn., Soph., etc.

Frisk Etymology German

ἔραμαι: {éramai}
Forms: (ep. poet. seit Il.), zerdehnte Form ἐράασθε Π 208 (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 83), ion. att. ἐράω; Aor. ἐράσ(σ)ασθαι, ἐρασθῆναι, Fut. ἐρασθήσομαι (ep. ion. poet.)
Grammar: v.
Meaning: heftig verlangen, begehren, lieben.
Derivative: Verbaladj. ἐρατός erwünscht, geliebt (ep. poet. seit Il.) mit Ἐρατώ f. N. einer der Musen (Hes. usw.) und ἐρατίζω heftig verlangen (Λ 551 usw.); erweiterte Form ἐρατεινός lieblich, liebenswürdig (ep. lyr. seit Il.; nach den Adjektiven auf -εινός, z. B. ἀλγεινός; ποθεινός erst Pi.); zu ἐραστός s. unten. — Daneben ἔρως (seit Il.), Gen. usw. -ωτος m. (Hdt., Pi., att.), ep. lyr. auch ἔρος m. ‘(Geschlechts)liebe’, personif. der Liebesgott, mit mehreren Ableitungen: außer den vereinzelt belegten Hypokoristika Ἐρώτιον, -άριον, -ίσκος, -ιδεύς noch ἐρωτικός zur Liebe gehörig (att.), ἐρωτύλος lieblich, Liebling, ἐρωτίς f. ib. (Theok. u. a.); ἐρωτιάδες (Νύμφαι; AP); ἐρωτίδια (-εια, -αια) ‘Eros-fest’ (Ath., Inschr.); denominatives Verb ἐρωτιάω liebeskrank sein (Hp. u. a.). Von ἔρος : ἐρόεις (Hes., h. Hom. usw.); vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 245. — Von einem Stamm ἐρασ- gehen aus: äol. ἐραννός lieblich, anmutig aus *ἐρασνός (ep. lyr. seit Il.), ἐράσμιος ib. (Semon., Anakr., A. u. a.; vgl. Schwyzer 493 A. 10, Chantraine Formation 43), ἐραστής Liebhaber, Verehrer (ion. att.), auch in Kompp., z. B. παιδεραστής (vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 33 und 86), f. ἐράστρια (Eup. u. a.); ἐραστός = ἐρατός (att. usw.); denominatives Verb ἐραστεύω = ἐράω (A. Pr. 893 [lyr.]). — Die mannigfachen σ-Bildungen, die nicht gut alle analogisch sein können, lassen auf einen ursprünglichen σ-Stamm ἔρως, ἔρασ- (wie γέλως, γέλασ-) schließen, der mit -τ- erweitert, bzw. in einen ο-Stamm übergegangen wäre (weitere Hypothesen bei Schwyzer 514 A. 4).
Etymology : Ohne Etymologie. Unbefriedigende Hypothesen bei Bq s. v.; tocharische Kombination bei v. Windekens Philol. Stud. 11-12, 164f.
Page 1,547

Translations

Abenaki: kazalmômuk; Adangme: suɔ; Afrikaans: lief; Ainu: カタイロッケ; Albanian: do; American Sign Language: ILY@Side-PalmForward; Arabic: أَحَبَّ‎; Egyptian Arabic: حب; Aragonese: amar; Armenian: սիրել; Aromanian: agãpisescu, alughescu; Assamese: ভাল পোৱা, মৰম কৰা; Asturian: querer; Azerbaijani: sevmək; Bashkir: яратыу; Basque: maite izan, maitatu; Belarusian: любі́ць, каха́ць; Bengali: ভালবাসা; Breton: karout; Bulgarian: оби́чам; Burmese: အချစ်, ချစ်ခင်; Catalan: estimar, voler; Cebuano: higugma; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛, 爱, 愛情, 爱情; Dungan: нэ; Hakka: 愛, 愛; Mandarin: 愛, 爱, 熱愛, 热爱, 愛好, 爱好, 愛戴, 爱戴; Min Dong: 愛, 愛; Min Nan: 愛情, 爱情, 情愛, 情爱, 愛, 爱; Wu: 愛, 爱; Chuvash: сав; Coptic: ⲙⲉ; Corsican: amà; Crimean Tatar: sevmek; Czech: milovat, mít rád; Dalmatian: amur; Danish: elske; Dhivehi: ލޯބި; Dolgan: багар; Dutch: houden van, beminnen, liefhebben, graag zien; Esperanto: ami; Estonian: armastama; Faroese: elska; Finnish: rakastaa; French: aimer; Friulian: amâ; Galician: amar; Georgian: სიყვარული; German: lieben, lieb haben, gern haben; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐍉𐌽; Greek: αγαπώ; Ancient Greek: ἀγαπάω, φιλέω, ἐράω, στέργω; Guaraní: hayhu; Gujarati: પ્રેમ કરવો; Haitian Creole: renmen; Hebrew: אָהַב; Hindi: प्यार करना, प्रेम करना, इश्क़ करना, मुहब्बत करना; Hungarian: szeret; Icelandic: elska; Ido: amar; Indonesian: cinta; Ingrian: suvata; Interlingua: amar; Irish: gráigh; Italian: amare, volere bene; Japanese: 愛する, 恋する, 愛でる, 好む, 愛好する; Jarai: amuăih; Karok: íimnih; Kazakh: сүю; Khmer: ស្រឡាញ់; Korean: 사랑하다, 애정을 품다; Kumyk: сюймек; Kurdish Central Kurdish: خۆشویستن; Northern Kurdish: hez kirin, hez kirin; Kyrgyz: сүйүү; Ladin: amà; Lao: ຮັກ; Latin: amō, amo; Latvian: mīlēt; Lezgi: кӀан хьун; Ligurian: amà; Lingala: linga; Lithuanian: mylėti; Lombard: amà; Luo: hero; Luxembourgish: gär hunn; Macedonian: љуби, сака; Malay: cinta; Malayalam: ഇഷ്ടപ്പെടുക; Maltese: ħabb; Manchu: ᠪᡠᠶᡝᠮᠪᡳ, ᠴᡳᡥᠠᠯᠠᠮᠪᡳ, ᡥᡳᠠᡵᠠᠮᠪᡳ; Maori: hiahia, aroha, tāmau; Marathi: प्रेम; Marshallese: yokwe; Mirandese: amar; Mizo: hmangaih; Mogholi: täla; Mongolian: хайрлах; Mozarabic: اماري; Nahuatl: tlahzoa, tlajsoa; Navajo: ayóóʼáyóʼní; Neapolitan: amà; Norman: aimer; North Frisian: liibe, leew haa, lefhaa; Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨠ; Norwegian: elske; Occitan: aimar; Old Church Slavonic Cyrillic: любити; Old English: lufian; Old Frisian: minnia; Old Occitan: amar; Ottoman Turkish: سومك; Persian: دوست داشتن, عشق داشتن, عاشق بودن, مهر ورزیدن; Pipil: -tasujta, -tazuhta; Polabian: ľaibĕt; Polish: kochać; Portuguese: amar, adorar; Quechua: waylluy, munai, waillui; Romani: kamel; Romanian: iubi, adora; Romansch: avair gugent, charezzar; Russian: любить; Serbo-Croatian Cyrillic: вољети, волети, љу́бити; Roman: voljeti, voleti, ljúbiti; Shan: ႁၵ်ႉ; Sinhalese: ආදරය කරනවා; Slovak: milovať, ľúbiť, mať rád; Slovene: ljubiti, imeti rad; Sorbian Lower Sorbian: lubowaś; Upper Sorbian: lubować; Spanish: amar, querer; Sumerian: 𒆠𒉘; Swahili: kupenda; Swedish: älska; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ ꠙꠣꠃꠣ, ꠝꠣꠄꠣ ꠇꠞꠣ; Tabasaran: ккун хьуб; Tagalog: ibig, mahal; Tajik: дӯст доштан, ишқ варзидан; Tamil: காதலி, அன்பு செலுத்து; Tatar: яратырга, сөяргә; Telugu: ప్రేమించు; Thai: รัก; Tupinambá: aûsub; Turkish: sevmek; Turkmen: söýmek; Ukrainian: люби́ти, коха́ти; Urdu: پیار کرنا, محبت کرنا, عشق کرنا; Uzbek: sevmoq; Vietnamese: yêu; Volapük: löfön; Welsh: caru; West Frisian: leaf hawwe, hâlde fan, beminne, leavje; White Hmong: hlub; Wolof: mbëggéel, mbeugeil; Yakut: таптаа; Yiddish: ליב האָבן; Yoruba: fẹ́, fẹ́ràn; Yup'ik: kenkeluni; ǃXóõ: nàm, tsāha, tào