πενία
English (LSJ)
Ion. πενίη, ἡ, (πένομαι) A poverty, need, πενίῃ εἴκων Od.14.157; οὐλομένην π. Hes. Op.717; στάσις πενίας δότειρα Pi.Fr.109.5; τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι,… [ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται Hdt.7.102; τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν Ar.Pl.549; π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές (v.l. δυστυχές) E.Fr.641; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Pl.Ap.23c, R.613a; εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι And.1.144: pl. πενίαι Isoc.8.128, Pl.Prt.353d, R.618a, etc. 2 lack, need, τινος Plot.2.4.16. II Πενία personified, Poverty, Alc.92, Pl.Smp. 203b.
German (Pape)
[Seite 555] ἡ, ion. u. ep. πενίη, Armuth; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῦτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph.
Greek (Liddell-Scott)
πενία: Ἰων. -ίη, ἡ, (πένομαι) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, ἔνδεια, (ἀλλ’ οὐχὶ παντελής), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· στάσις πενίας δότειρα Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, ἀρετὴ δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ πτωχεία πενίας, ὅτι ἡ μὲν πενία μεμετρημένη ἐστὶν ἔνδεια, πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ πτωχεία παντελὴς τῆς κτήσεως ἔκπτωσις» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. πένης)· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ ἀπορία Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. πένομαι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pauvreté, indigence : ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἰμί PLAT je suis dans la plus profonde misère ; πενίαν ἀπολείπειν PLUT ne rien laisser après soi.
Étymologie: πένης.
English (Slater)
πενία poverty στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. πενίη, Α
1. η στέρηση τών αναγκαίων, η ανεπάρκεια τών απαραίτητων πόρων ζωής, ανέχεια, ένδεια, φτώχεια
2. η έλλειψη ενός συγκεκριμένου πράγματος, άρα και ανάγκη για το πράγμα αυτό
νεοελλ.
1. (οικον.) η οικονομική και κοινωνική κατάσταση ατόμων, ομάδων, λαών και γεωγραφικών περιοχών που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πόρων, πολύ χαμηλό επίπεδο εισοδήματος και αδυναμία κάλυψης και τών στοιχειωδέστερων ακόμη αναγκών
2. φρ. «ευεργέτημα πενίας»
(νομ.) η προσωρινή απαλλαγή που παρέχεται με ειδική δικαστική απόφαση σε έναν διάδικο από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα μιας δίκης ή διαδικασίας λόγω απορίας του
3. παροιμ. φρ. «πενία τέχνας κατεργάζεται» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι οι στερήσεις και οι δυσχερείς περιστάσεις αναγκάζουν τον άνθρωπο να επινοεί διάφορα μέσα προσπορισμού τών αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή του
αρχ.
1. ως κύριο όν. Πενία
θεότητα προσωποποίησης της φτώχειας για την οποία αναφέρεται στο πλατωνικό Συμπόσιο ότι ενώθηκε με τον Πόρο και απέκτησε τον Έρωτα
2. στον πληθ. αἱ πενίαι
οι στερήσεις, οι ελλείψεις σε ό,τι αφορά τα μέσα συντήρησης και επιβίωσης
3. φρ. α) «ἐν πενιᾳ εἶναι» — το να ζει κανείς στερημένα
β) «ἐν πενίᾳ γίγνεσθαι» — το να περιπίπτει κανείς στην ένδεια και στη φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (βλ. και λ. πένομαι)].
Greek Monotonic
πενία: Ιων. -ίη, ἡ (πένομαι), φτώχεια, ανάγκη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενία -ας, ἡ, Ion. πενίη [πένομαι] armoede, gebrek:; ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἰμί ik verkeer in complete armoede Plat. Ap. 23c; personif. ἡ Πενία Armoede.
Russian (Dvoretsky)
πενίᾱ: ион. πενίη ἡ тж. pl. бедность, нужда (π. καὶ πλοῦτος Plat.): ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἶναι Plat. жить в крайней бедности; πενίᾳ πιεζόμενος Xen. теснимый нуждой.
Middle Liddell
πενία, ἡ, πένομαι
poverty, need, Od., etc.
English (Woodhouse)
Translations
poverty
Albanian: varfëri; Arabic: فَقْر; Egyptian Arabic: فقر; Armenian: աղքատություն; Asturian: probeza; Azerbaijani: yoxsulluq, kasıblıq, səfalət; Bashkir: ярлылыҡ, фәҡирлек; Belarusian: бедната, беднасць, убоства, галеча, галота, нэ́ндза, бяднота, бядота; Bengali: দারিদ্র্য; Bulgarian: бедност, нищета, мизерия, немотия, сиромашия; Burmese: ဆင်းရဲခြင်း; Catalan: pobresa; Chinese Cantonese: 貧窮, 贫穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧困, 贫困; Classical Nahuatl: icnōpillōtl, icnōtlācayōtl, icnōyōtl; Corsican: puvertà, puvartà; Czech: chudoba; Danish: fattigdom, armod; Dutch: armoede; Esperanto: malriĉeco; Estonian: vaesus; Finnish: köyhyys, puute; French: pauvreté; Friulian: puaretât; Galician: pobreza; Georgian: სიღარიბე, სიდუხჭირე, სიღატაკე; German: Armut; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌳𐌹; Greek: φτώχια, αδεκαρία; Ancient Greek: πενία; Gujarati: ગરીબાઈ, દળદર; Hebrew: עוני \ עֹנִי \ עֳנִי, דַּלּוּת; Hindi: ग़रीबी; Hungarian: szegénység, nyomorúság, nincstelenség; Hunsrik: Aarmut; Icelandic: fátækt; Ido: povreso; Indonesian: kemiskinan; Interlingua: povressa; Irish: bochtaineacht; Italian: povertà; Japanese: 貧乏, 貧困; Kannada: ಬಡತನ; Kazakh: кедейлік, жарлылық; Khmer: ភាពក្រ; Korean: 가난, 빈곤(貧困); Kurdish Central Kurdish: ھەژاری; Northern Kurdish: xizanî, hejarî, feqîrî; Kyrgyz: кедейлик, жакырчылык; Ladino: provedad; Lao: ຄວາມທຸກຍາກ; Latin: paupertas, pauperies; Latvian: nabadzība; Lithuanian: skurdas; Macedonian: сиромаштија; Malay: kemiskinan; Malayalam: ദാരിദ്ര്യം; Maltese: faqar; Maore Comorian: usikini; Maori: pōharatanga, tuakokatanga, hāhoretanga, hahoretanga; Mongolian Cyrillic: ядуурал; Mongolian: ᠶᠠᠳᠠᠭᠤᠷᠠᠯ; Navajo: téʼéʼį́; Ndzwani Comorian: shizaya; Ngazidja Comorian: umasikini; Norman: pouôrreté; Norwegian: armod; Bokmål: fattigdom; Nynorsk: fattigdom; Occitan: pauretat; Old English: iermþu; Oromo: hiyyummaa; Pashto: فقيري, فقر; Persian: فقر; Plautdietsch: Oamoot; Polish: bieda, ubóstwo, niedostatek; Portuguese: pobreza; Quechua: muchuy, usuy; Romanian: sărăcie, mizerie, paupertate; Russian: бедность, нищета, нужда, беднота; Scots: puirtith; Scottish Gaelic: bochdainn, truaighe; Serbo-Croatian Cyrillic: сиромаштво, неимаштина; Roman: siromáštvo, neimáština; Sicilian: puvirtà, puvirtati; Sinhalese: දිළිඳුබව; Slovak: chudoba, bieda; Slovene: revščina; Sorbian Lower Sorbian: chudoba; Upper Sorbian: chudoba; Spanish: pobreza, pauperismo; Swahili: ufukara, umaskini; Swedish: fattigdom; Tagalog: karukhaan; Tajik: фақр, факирӣ, камбағалӣ; Tamil: வறுமை; Tatar: ярлылык, фәкыйрьлек; Telugu: పేదరికం, బీదరికం; Thai: ความจน, ความยากจน; Turkish: fakirlik, yoksulluk; Turkmen: garyplyk; Ukrainian: біднота, бі́дність, мізерність, убозтво; Urdu: غریبی, فقر; Uyghur: نامراتلىق, يوقسۇللۇق; Uzbek: kambagʻallik, faqirlik, qashshoqlik; Vietnamese: sự nghèo nàn; Yiddish: דלות, אָרעמקייט