ἐπουράνιος
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Ep. η, ον Arat.(v.infr.), Q.S.2.429:—A heavenly, in Hom. only of the gods, ἐ. θεός, θεοί, Od.17.484, Il.6.129,al.; εὐσεβέων ἐ. ψυχαί Pi.Fr.132.3; πατήρ Ev.Matt.18.35; ἡ ἐ. πορεία f.l. in Pl.Phdr.256d. 2 pl., as substantive, οἱ ἐ., = θεοί, Theoc.25.5, Mosch. 2.21; opp. ἐπίγειοι, Ep.Phil.2.11; so ἤδη ἐ. εἶ Luc.DDeor.4.3; τὰ ἐ., = τὰ μετέωρα, v.l. in Pl.Ap.19b (ἐ. σώματα 1 Ep.Cor.15.40). 3 up to heaven, ἔπτατ' ἐπουρανίη v.l. in Arat.134.
German (Pape)
[Seite 1010] auch 3 Endgn, Qu. Sm. 2, 429, am, im Himmel, himmlisch, bei Hom. nur von den Göttern, θεοί, Il. 6, 129. 131. 527 Od. 17, 484; später auch allein οἱ ἐπουράνιοι, die Götter, Theocr. 25, 5; Mosch. 2, 21; ἤδη γὰρ ἐπο υράνιος εἶ, du bit schon ein Gott, Luc. D. D. 4, 3; ψυχαί Pind. frg. 97; – τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ὑπὸ γῆς ζητῶν, was vorher μετέωρα heißt, Erscheinungen am Hinmel, Plat. Apol. 19 b (vgl. Sext. Emp. adv. astrol. 44); ἡ ἐπουράνιος πορεία Phaedr. 256 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans le ciel, céleste ; τὰ ἐπουράνια PLAT phénomènes célestes.
Étymologie: ἐπί, οὐρανός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπουράνιος: (ᾰ)
1) небесный, живущий на (в) небе (θεοί Hom.; εὐσερῶν ψυχαί Pind.);
2) (под)небесный, пролегающий по небу (ἡ πορεία Plat.).
II ὁ небожитель Theocr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουράνιος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Κόϊντ. Σμ. 2. 429· ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐράνιος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπ. θεός, θεοὶ Ὀδ. Ρ. 484, Ἰλ. Ζ. 129, 131, 527· ἐπουράνιοι εὐσεβῶν ψυχαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 97. 4· ἡ ἐπ. πορεία Πλάτ. Φαῖδρ. 256D. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἐπουράνιοι = θεοί, Θεόκρ. 25. 5, Μόσχ. 2. 21· οὕτως, ἤδη ἐπ. εἶ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 3· τὰ ἐπουράνια, τὰ οὐράνια φαινόμενα, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β.
English (Autenrieth)
(οὐρανός): in heaven, heavenly, epithet of the gods (opp. ἐπιχθόνιος).
Spanish
celestial, que habita en el cielo
English (Strong)
from ἐπί and οὐρανός; above the sky: celestial, (in) heaven(-ly), high.
English (Thayer)
ἐπουράνιον (οὐρανός), properly, existing in or above heaven, heavenly;
1. existing in heaven: ὁ πατήρ ἐπουράνιος, i. e. God, (Θεοί, Θεός, Homer, Odyssey 17,484; Iliad 6,131, etc.; οἱ ἐπουράνιοι the heavenly beings, the inhabitants of heaven, (Lucian, dial. deor. 4,3; of the gods, in Theocritus, 25,5): of angels, in opposition to ἐπιγειοι and καταχθονιοι, Polycarp, ad Philippians 2 [ET]); σώματα, the bodies of the stars (which the apostle, according to the universal ancient conception, seems to have regarded as animate (cf. Lightfoot on Colossians, p. 376; Gfrorer, Philo etc. 2te Aufl., p. 349f; Siegfried, Philo von Alex., p. 306; yet cf. Meyer ed. Heinrici, at the passage), cf. ἡ βασιλεία ἡ ἐπουράνιος (on which see p. 97), ἡ πατρίς ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ ἐπουρανίῳ, κλῆσις, a calling made (by God) in heaven, Lightfoot cites Philo, plant. Noe § 6). The neut. τά ἐπουράνια denotes (cf. Winer's Grammar, § 34,2)
a. the things that take place in heaven, i. e. the purposes of God to grant salvation to men through the death of Christ: ἐπίγειος).
b. the heavenly regions, i. e. heaven itself, the abode of God and angels: οὐρανοῖς); B. D. American edition, under the word Smith's Bible Dictionary, Air).
c. the heavenly temple or sanctuary: of heavenly origin and nature: χοϊκός); ἡ δωρεά ἡ ἐπουράνιος. Hebrews 6:4.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπουράνιος, -ον
Α και -ος, -η και -α, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια
ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια»)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι επουράνιοι
οι θεοί («πάντοτε οι επουράνιοι μεγαλόθυμον γένος υπερασπίζουν», Κάλβ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπουράνια
τα ουράνια φαινόμενα, τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουράνιος (< ουρανός)].
Greek Monotonic
ἐπουράνιος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος, σε Όμηρ.
2. οἱ ἐπουράνιοι, οι ουράνιοι θεοί, σε Θεόκρ.· τὰ ἐπουράνια, τα ουράνια φαινόμενα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπ-ουράνιος, ον
1. in heaven, heavenly, Hom.
2. οἱ ἐπουράνιοι the gods above, Theocr.:— τὰ ἐπ. the phenomena of the heavens, Plat.
Chinese
原文音譯:™pour£nioj 誒普-烏拉你哦士
詞類次數:形容詞(20)
原文字根:在上-看見 向上(的) 相當於: (שַׁדַּי) (שְׁמַיִן)
字義溯源:天上的,天的,屬天的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(οὐρανός)*=天)組成。這字在福音書中只用過2次,其餘18次全在書信中使用;福音書和啓示錄中的‘天,天上,天空’多用 (οὐράνιος) (οὐρανόθεν) (οὐρανός)(二百餘次)
出現次數:總共(20);太(1);約(1);林前(5);弗(5);腓(1);提後(1);來(6)
譯字彙編:
1) 天上(5) 弗1:3; 弗1:20; 弗2:6; 弗3:10; 來8:5;
2) 天上的(5) 林前15:40; 腓2:10; 來9:23; 來11:16; 來12:22;
3) 屬天的(3) 林前15:48; 林前15:48; 來6:4;
4) 天(3) 太18:35; 弗6:12; 提後4:18;
5) 屬天(2) 林前15:49; 來3:1;
6) 天的(1) 林前15:40;
7) 天上的事(1) 約3:12