ὑπουργός

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργός Medium diacritics: ὑπουργός Low diacritics: υπουργός Capitals: ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hypourgós Transliteration B: hypourgos Transliteration C: ypourgos Beta Code: u(pourgo/s

English (LSJ)

όν, contr. for ὑποεργός (q.v.), rendering service, serviceable, conducive to, τῷ ἀποπήγνυσθαι X.An.5.8.15: οἱ ὑπουργοί = the assistants, Hp.Acut.67, IG12.344.80, al., Plb.5.89.3; ὑ. τινός = a servant of any one, PCair.Zen.176.220 (iii B. C.), LXX Jo.1.1, Plb.30.8.4; ὁρατῶν Hld.2.16. Adv. ὑπουργῶς = by means of rendering service Aristaenet.1.3 (parox. codd.), s.v.l.

German (Pape)

[Seite 1238] zsgz. = ὑποεργός, bei einer Arbeit Dienste od. Hülfe leistend, behülflich, Xen. An. 5, 8,15; τινός, Pol. 5, 89, 3; auch dienstfertig, gefällig. – Substantivisch, der Diener, Pol. 30, 8,4, neben ὑπηρέτης Luc. Alex. 5.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. ou gén. ; ὁ ὑπουργός serviteur : τινος de qqn.
Étymologie: ὑπό, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ὑπουργός:
I помогающий, содействующий: ὑ. τινι Xen. способствующий чему-л.
IIслужитель, слуга Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, χρήσιμος, βοηθός, βοηθητικός, συντελεστικὸς πρός τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, ὑπηρέτης εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3.

Greek Monolingual

ο, η / ὑπουργός, -όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α
νεοελλ.
1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση
2. το θηλ. η υπουργίνα
α) γυναίκα υπουργός
β) η σύζυγος του υπουργού
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που συντελεί να γίνει κάτι («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα», Ξεν.)
2. ως ουσ. βοηθός, υπηρέτης (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ χάριτος ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ», Κύριλλ.
β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», Πολ.).
επίρρ...
ὑπουργῶς και δ. γρφ. ὑπούργως Α
με ευπείθεια, πειθαρχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. τεχν-ουργός. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. υπουργίνα (< υπουργός + κατάλ. -ίνα [[[πρβλ]]. δικαστίνα]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].

Greek Monotonic

ὑπουργός: -όν (ἔργον), αυτός που προσφέρει, παρέχει υπηρεσία, εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, βοηθητικός, συντελεστικός, αυτός που συμβάλλει σε κάτι, με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπ-ουργός, όν ἔργον
rendering service, serviceable, promoting, conducive to a thing, c. dat., Xen.

English (Woodhouse)

conducive to, contributory to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπό + ἔργω -ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὑπουργός: ὑπουργέω -ῶ, ὑπούργημα, ὑπουργηματικός, ὑπούργησις, ὑπουργητέον, ὑπουργία, ὑπουργικός.

Translations

servant

Bactrian: βανδαγο; Catalan: servidor; Czech: služebník; Dutch: dienaar, bediende; Finnish: palvelija; Galician: servidor; German: Helfer, Helferin; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌱𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: υπηρέτης; Ancient Greek: ὑπηρέτης; Indonesian: pelayan; Irish: seirbhíseach, searbhónta; Latin: minister; Maori: wheteke; Middle English: servaunt; Portuguese: servente; Russian: служитель, служительница; Scottish Gaelic: searbhanta, seirbhiseach; Spanish: servidor; Swedish: tjänare ===assistant Albanian: asistent, asistente; Arabic: مُسَاعِد‎, مُسَاعِدَة‎, مُعَاوِن‎, مُعَاوِنَة‎; Armenian: օգնական; Asturian: asistente; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца, асістэнт, асістэнтка; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, асистент, асистентка; Burmese: အကူ; Catalan: assistent, assistenta; Cebuano: kabulig; Chinese Cantonese: 助理, 助手; Mandarin: 助理, 助手; Min Nan: 助理, 助手; Czech: asistent, asistentka, pomocník, pomocnice; Danish: assistent, hjælper, medhjælper; Dutch: assistent, assistente; Esperanto: asistanto; Estonian: abiline, asetäitja, assistent; Finnish: assistentti, apulainen, avustaja; French: assistant, aide, auxiliaire; Middle French: assistant; Galician: asistente; Georgian: ასისტენტი; German: Assistent, Mitarbeiter, Helfer, Gehilfe; Greek: βοηθός; Ancient Greek: βοηθός, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: asszisztens, segéd; Icelandic: aðstoðarmaður; Ido: helpanto, helpero; Irish: cúntóir; Italian: assistente; Japanese: 助手; Karelian: abuniekka; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ, ភូឈួយ; Korean: 조수(助手); Kurdish Central Kurdish: شاگرد‎; Kyrgyz: жардамчы; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ, ຜູ້ຮອງ; Latin: adiutor, adiutrix; optiō, administer; Latvian: asistents, asistente, palīgs, palīdze; Lithuanian: asistentas; Livvi: abuniekku; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка, асистент, асистентка; Malay: pembantu; Maori: taituarā, kaiāwhina, uruora, piki; Middle English: servaunt; Mongolian Cyrillic: туслагч; Norman: assistant; Norwegian Bokmål: assistent, medhjelper; Nynorsk: assistent, medhjelpar; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Polish: asystent, asystentka, pomocnik, pomocnica; Portuguese: assistente, ajudante; Romanian: asistent, asistentă, ajutor, ajutoare; Russian: ассистент, ассистентка, помощник, помощница; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca, asistent, asistentka; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, asistente; Swahili: msaidizi; Swedish: assistent, medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı, asistan, muavin; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця, асистент, асистентка; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ, người phụ việc; Volapük: yufan

helper

Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ‎, ܥܕܘܪܬܐ‎, ܡܥܕܪܢܐ‎, ܡܥܕܪܢܝܬܐ‎; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German German Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی‎; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan